ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

24 Σεπτέμβριος, 2010

Ραντεβού στο Καλοχώρι

Επεισόδιο απ' τα χρονικά του βάλτου

Του Γιώργου Κουτούπη
κειμενο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έναν καιρό, λέγαμε μισοαστεία-μισοσοβαρά: «προσοχή, μην το μάθουν το μέρος τίποτ' αρχιτέκτονες... γιατί θα χαλάσει». Ήταν πάνω-κάτω η εποχή που κάποια νεοκλασικά, απ' τα ελάχιστα που 'χαν απομείνει εδώ κι εκεί, άρχισαν να μετατρέπονται σε "μπαράκι" ή "ρεστοράν". Από αρχιτέκτονες σπουδαγμένους στην Ιταλία (κατά κύριο λόγο), που 'χαν ζήσει τον απόηχο του '68 μέσα στη ζέση της μεταπολίτευσης και στελέχωναν, στη συνέχεια, από γραφεία υφυπουργών και τεχνικά συμβούλια, μέχρι τεχνικές υπηρεσίες, εφορίες μνημείων, εκπολιτιστικούς συλλόγους κι ομάδες εργασίας μαζί μ' άλλους ενδημούντες ιταλόφρονες (κατά κύριο λόγο). Ένα άλλο πρωτότυπο ήταν, ότι αυτά τα μαγαζιά δεν τα "σχεδίαζαν" μόνο, αλλά ήταν και το ...(ιδιωτικό) γραφείο τους.

Χάρη σε κάτι καλοφαγάδες φίλους, μυήθηκα στην αποστροφή μπροστά στην καλαισθησία και στη διαφαινόμενη αισθητικοποίηση των πάντων, καθώς πια κάθε οικογένεια σχεδόν σπούδαζε κι έναν αρχιτέκτονα. Ένα τέτοιο "μέρος", για παράδειγμα, που δεν θα 'πρεπε να πέσει στην εξωραϊστική αντίληψη εκείνης της νέας φυλής, ήταν το "Μπαγκλαντές" στο Καλοχώρι. Βγαίνοντας, δυτικά, απ' τη Θεσσαλονίκη στρίβεις προς τη θάλασσα κι, αφού περάσεις τις δεξαμενές καυσίμων, οι παρυφές της πόλης χαντακώνονται σ' ένα χωριό χωρίς ένα δέντρο, που σε κάνει να συνειδητοποιήσεις την απόλυτη οριζοντιότητα του τοπίου, μια συνέχεια χωρίς καμιά διακοπή του εδάφους με τη θάλασσα.

Διασχίζεις αυτό το χωριό, το ...Καλοχώρι, και παίρνεις έναν χωματόδρομο που, ανάμεσα σ' έλη και βούρκους, βγάζει μπροστά σε μια θάλασσα σχεδόν ακίνητη. Υπήρχαν, τότε, ένα ή δυο ξύλινα παραπήγματα, πασσαλόπηκτα μέσα στο νερό, όπου τηγάνιζαν ψάρια και πατάτες για τους ψαράδες της περιοχής και διάφορους άλλους, περιοδεύοντες στους εγγύς βάλτους. Τα βράδια φωτίζονταν με "λουξ" (κάτι παλιές λάμπες υγραερίου, φορητές) και μπορούσες να 'χεις μια διαφορετική θέα της πόλης, σχεδόν απ' τη μεριά του Θερμαϊκού. Τα βράδια, επίσης, τα κουνούπια είχαν γλέντι, αλλά μόλις έμπαινες στο κλίμα, για έναν περίεργο λόγο σταματούσαν να σε τσιμπάνε. Πιάσαμε, μάλιστα θυμάμαι, παρτίδες και με δυο μεσόκοπες κυρίες λαϊκές, που σύχναζαν κι αυτές εκεί, πάντα με γούνα και ταμπεραμέντο από χίλιες ντίβες τουλάχιστον. Συστηνόμασταν, όλο υπονοούμενα, ως φοιτητές στη σχολή της ζωής.

Με τα χρόνια, έφτασε ο καιρός της πολιτιστικής πρωτεύουσας. Εμφανίστηκαν άλλα δυο-τρία παραπήγματα, με ηλεκτρικό, αλάνα μπροστά τους για στάθμευση αυτοκινήτων, κι ονομασίες που έμοιαζαν με ποιητικές παραλλαγές πάνω στο αρχικό θέμα "Μπαγκλαντές". Μ' έκπληξη είδα και τα πρώτα φωτορεπορτάζ, πάνω στο ίδιο θέμα, στα (πρωτοεμφανιζόμενα επίσης) ιλουστρένθετα των μεγάλων εφημερίδων της πόλης, κι άκουσα σχετικούς και κομψούς υπαινιγμούς στα βαρύτονα πάντα ντοκιμαντέρ της ΕΤ3. Διαδόθηκε κιόλας, ότι πέρασε απ' το μέρος ώς κι ο υπουργός πολιτισμού με μια εύθυμη συνοδεία υπηρεσιακών παραγόντων. Στο Ίδρυμα δόθηκαν κι οι πρώτες διπλωματικές σε φοιτητές με θέμα την περιοχή που, σημειωτέον, ανήκει στην ευρεία ζώνη των εκβολών του Αξιού, και πληροφορηθήκαμε ότι ο ευρύτερος χώρος του "Μπαγκλαντές" είν' ένας ...βιότοπος. Οι δυο γιοι του ψαρά, που ανέλαβαν το μαγαζί, έπιασαν βέβαια τη νέα κατάσταση κι άρχισαν τις γραφικότητες. Όπως, για παράδειγμα, πάνω στους ξύλινους πάγκους για τραπέζι ή στον μουσαμά τους, πρόσφεραν πλαστικά μπουκαλάκια μ' αντικουνουπικό.

Στ' αποκορύφωμα δε των πολιτιστικών εκδηλώσεων για τη Νύφη του Θερμαϊκού δεν εύρισκες μέρος να σταθείς. Μέχρι κι η θάλασσα απότομα αγρίεψε. Σε μια απ' τις φθίνουσες επισκέψεις μου αυτής της περιόδου, έπεσα πάνω ώς και στην αδερφή ενός φίλου, που 'κανε σαν να φοράει τη γούνα της ακόμα κι όταν ντύνονταν "πρόχειρα" και τη συναντούσες σ' όλα τα γκαλά που γίνονταν για να 'χουν υλικό οι κοσμικές στήλες της πόλης. «Πάει, χάλασε τελείως το μέρος», είπα μέσα μου - αυτή τη φορά απ' τους δημοσιογράφους και την καλλιτεχνική φωτογραφία.

Πέρασε κι αυτό. Έμαθα ότι τα παραπήγματα είχανε τραβήγματα με τον Δήμο, επειδή οι "κατασκευές" ήταν αυθαίρετες, κι ότι εμφανίστηκαν «οι οικολόγοι», κραδαίνοντας κάποια συνθήκη. "Συνθήκη Κατούρα" την έλεγαν σε κάποια άλλα μέρη, στα οποία εν τω μεταξύ μετατοπίζαμε και βολοδέρναμε τη σχέση μας με την Κ. 

* * *

Πάει καιρός, που ξαναπεράσαμε απ' τη Ζώνη του Μπαγκλαντές με την Κ. - μια ξαφνική απότομη στροφή και βρεθήκαμε στο Καλοχώρι. Προσπαθούσα, ίσως, προσπαθούσαμε, ν' ανασυναρμολογήσουμε την παράγκα μιας σχέσης για τα χρονικά του βάλτου, μ' όσα ντράβαλα, μυστικά και βιντεοταινίες.

Αυτό που βρήκαμε ήταν τα εγκαταλελειμμένα παραπήγματα και κάποιες γύφτικες καρέκλες τοποθετημένες με προσοχή στα ρηχά. Στην επιστροφή, αλλάξαμε δρόμο μες στο Καλοχώρι, πάνω στην ώρα που άναβαν οι πρώτες φωτεινές επιγραφές των καταστημάτων. Μπροστά μας, το ισόγειο μιας μικρής διώροφης πολυκατοικίας (με στέγη και περίφραξη), γαλάζιες κι άσπρες λεπτές κουρτίνες πίσω απ' το ζαχαρί επίχρισμα που περικάλυψε την πιλοτή με μεγάλα παράθυρα και καμάρες, αντί για σκέτες τζαμαρίες. Και, ναι, απ' έξω γράφει "Μπαγκλαντές". Και μέσα βρίσκονταν τα δυο αδέρφια.

Άσπρα και γαλάζια τραπεζομάντιλα, σετ μαχαιροπήρουνα, ζεστά και υγρά πετσετάκια για το τέλος - στα όρια ενός αρχιτεκτονικού σχεδιασμού εσωτερικού χώρου. Φωτιστικά. Γύψινα. Μετά τις χαρές της ανακάλυψής μας, καθίσαμε σ' ένα τραπέζι και τουλάχιστον σέρβιραν όπως κάποτε: χωρίς να παραγγείλεις καν. Ασυναίσθητα με την Κ., πιαστήκαμε απ' το χεράκι: η κατάστασή μας ήταν μια αναπαράσταση των μεγάλων φωτογραφιών που 'χαν βάλει πάνω στους τοίχους, αλλά η νοσταλγία κι ο λυρισμός τους μας ξεπερνούσαν. Σχεδόν μας έπνιξαν, εκεί στον πάτο μιας ρηχής θάλασσας με θέα τα πειραγμένα στην εκτύπωση ηλιοβασιλέματα και τις φλουταρισμένες φιγούρες των μπαγκλαντεσιανών παραρχιτεκτονημάτων σε πρώτο πλάνο. Εκείνες οι παράγκες, σ' ανύποπτο χρόνο, έδιναν το στίγμα μιας σχέσης - και του παιδεμού μας.

Απ' τον ρεμβασμό μας έβγαλαν οι δυο αδερφοί. Διηγήθηκαν πώς τους έδιωξε η πολεοδομία με τους οικολόγους, κι αναγκάστηκαν να ξαναγυρίσουν (από κει που έφυγαν) στο Καλοχώρι. Τι μπορούσαν να κάνουν; Δεν έχουν παράπονο, έβαλαν και μερικά κιλά. Δεν τους πίστεψα, γιατί το παράπονο μετατίθεται - στις κουρτίνες, στις κορνίζες, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον ανεμοφράχτη της εισόδου.

Βέβαια, όπως συμπλήρωσαν, στον δήμο άρχισαν να το ξανασκέφτονται κι οι οικολόγοι να βάζουν νερό στο (βιολογικό) κρασί τους. Πλάκωσαν τέτοιες ερημιές, που αναπολούν στο χωριό τις εποχές που έβλεπαν τους πολιτιστικάριους να περνούν. Οι οικολόγοι άδραξαν την ευκαιρία, έχουν έτοιμο ένα πρόγραμμα "ολοκληρωμένης" διαχείρισης της ευρύτερης περιοχής, στο οποίο προβλέπεται και να ξαναφτιάξει ο Δήμος τα μαγαζιά (στην παλιά τους θέση), με υποδομές και κυρίως με άδεια.

Το αποκορύφωμα είναι, ότι αυτοί που θα 'χουν προτεραιότητα στη μίσθωση των νέων "ήπιων (όπως στοιχηματίζω) εγκαταστάσεων", θα 'ναι οι μαγαζάτορες που δούλευαν τα παλιά παραπήγματα... Να δεις που θα τους βάλουν να χάσουν και τα κιλά που έβαλαν! Καλύτερα να τους προσλάβουν, κιόλας, (με σύμβαση έργου) να παίζουν τον παλιό εαυτό τους, σ' ένα σκηνικό με ρεαλιστικώς πειραγμένα ηλιοβασιλέματα - εκτυπώσιμα μέχρι το βάθος του ορίζοντα μιας σχέσης σαν κι αυτή.

Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής - καλύτερα θα 'ταν χωρίς γυρισμό. Μετά τις δεξαμενές των καυσίμων, κι ύστερα από έναν σταθμό για νταλίκες κάτω από μοναχικές υπέργειες γέφυρες, που περιμένουν τη σύνδεσή τους με κάποιον αυτοκινητόδρομο, δεν στρίβεις, συνεχίζεις ίσια. Θα βρούμε ανακούφιση στον μαχαλά του Δενδροπόταμου, λίγο πιο πέρα. Βέβαια, τους έχουν κοτσάρει τελευταία κάτι πεζοδρόμια και πλακοστρώσεις, απ' ό,τι περίσσεψε από αντίστοιχες εργολαβίες του πολεοδομικού συγκροτήματος. Όμως, ο "δημόσιος φωτισμός" είναι κιόλας ξεδοντιασμένος κι έπεται συνέχεια. Είναι πασιφανές, ότι μέχρι τώρα δεν τους τίμησε με το ενδιαφέρον της καμιά ΜΚΟ. Ας χαθούμε εκεί.

Το μέρος βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του αποκλεισμού: της καταστολής και της αποτροπής. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν θα 'χει συμπεριληφθεί σε κάποιον "στρατηγικό" σχεδιασμό πρόληψης - και μακροπρόθεσμου εξευγενισμού. Προς το παρόν, οι τελευταίοι κοινωνικοί βιότοποι αποκαλούνται, πολύ ύπουλα, "αυτόνομες περιοχές". Παρόμοιες, κι εξίσου διαφορετικές, άρχισαν να βλασταίνουν και σ' άλλα "μέρη" που δεν θα το περίμενες. Χρειάζεται, όμως, να το πάρουν χαμπάρι ακόμα κι οι ...αρχιτέκτονες;

Γιώργος Κουτούπης, αρχιτέκτων

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital