ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Giorgio Grassi

08 Αύγουστος, 2005

Giorgio Grassi

“Σε καμιά στιγμή της Ιστορίας, το παρελθόν δεν ήταν έτσι όπως το βλέπουμε εμείς». Giorgio Grassi γράφει η Δάφνη Σουλογιάννη - Αρχιτέκτων Μηχ.

Giorgio Grassi
Κείμενα για την Αρχιτεκτονική
Επιλογή-Μετάφραση-Επίμετρο Κ. Πατέστος
Εκδόσεις Καστανιώτης
Σελ. 240

Κάθε δύο χρόνια και για λίγες εβδομάδες, κάτι συμβαίνει στη Βενετία. Η πόλη από νερό «επανεφευρίσκει» την Αρχιτεκτονική, όπως τα ενδιάμεσα χρόνια έχει «επανεφεύρει» τις Καλές Τέχνες, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Φιλοσοφικές αναζητήσεις, κοινωνικές τάσεις, τεχνολογικές εξελίξεις, προσωπικά απωθημένα, δίνουν τροφή για εκθέσεις και συζητήσεις – ομφαλοσκοπικές το δίχως άλλο – για κάποιες μέρες όμως (αρχιτέκτονας ή μη), η Βενετία είναι το «μέρος να βρίσκεσαι». Φέτος δε, η Biennale της Βενετίας, με την 9η Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής, ξεκινά τη συζήτηση, υπό το γενικό τίτλο «Metamorph”, για τις νέες μορφές και τις νέες δομές που γεννιούνται από την εκτεταμένη πλέον χρήση των Η/Υ, καθώς και τη διασταύρωση της Αρχιτεκτονικής με μια ακόμα ανθρωπιστική επιστήμη, τη Βιολογία.

Σε αυτό το πλαίσιο, και πριν ξεκινήσει η αναζήτηση ενός γενναίου νέου κόσμου, χρήσιμο θα ήταν να θυμηθούμε ορισμένα πράγματα – να θέσουμε πάλι την Αρχιτεκτονική εξ αντικειμένου και να αναμετρηθούμε μαζί της. Το βιβλίο του Giorgio Grassi Κείμενα για την Αρχιτεκτονική αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο, διότι μας θυμίζει το νήμα που συνδέει τα κτήρια ανά τους αιώνες, τη Μνήμη που μας υπαγορεύει το χώρο και τις ποιότητές του, επιπλέον δε, με τη «διαύγεια κάποιου που θέτει ερωτήσεις».

Σε αυτό το βιβλίο συγκλίνουν πολλά βιβλία ταυτοχρόνως, και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι αποτελεί μια συλλογή διαλέξεων και δημοσιευμάτων σε βάθος χρόνου σχεδόν τριών δεκαετιών. Εδώ ο χρόνος δε μετρά προοδευτικά και σε μια κατεύθυνση – οι χρονικές στιγμές κινούνται παράλληλα και είναι στη σημειολογική συνθήκη των κτηρίων, στοιχεία τους σε χρονική και χωρική απόσταση να συνεργάζονται. Η διακειμενικότητα άλλωστε είναι τόσο σημαντική για τον Grassi, ώστε ήδη από το ξεκίνημα να αναφέρει τους κλασσικούς – τον Όμηρο, τον Ρακίνα, τον James Joyce (όχι ακριβώς τους κλασσικούς που θα περιμέναμε). Η διακειμενικότητα στην Αρχιτεκτονική σημαίνει ότι τα κτήρια μπορούν να γίνουν δίαυλοι επικοινωνίας παρόντος – παρελθόντος, αντιπροσωπεύουν την εποχή τους, παραπέμπουν όμως σε χρόνο ενεστώτα ακόμα και όταν αυτή περάσει (έχουμε το δικαίωμα να πούμε ότι ο Le Corbusier «δημιουργεί» μια αίσθηση σε έναν συγκεκριμένο χώρο, καθώς αυτή η αίσθηση θα συνεχίζει να «δημιουργείται» κάθε μέρα, όσο υπάρχει αυτός ο χώρος). Είναι οι πύλες που ανοίγουν προς τους «προγόνους», που καλούν και φέρνουν δίπλα, στον ίδιο τόπο, αυτά που έχουν γίνει ή που έπρεπε να γίνουν.


Για τον Grassi, ολόκληρη η Αρχιτεκτονική είναι μια παραδειγματική εφαρμογή, με αρχέτυπο την κατοικία, η οποία αναπτύσσεται με τους όρους μιας μικρής πόλης, στο πρότυπο του Leon Batista Alberti. Υπάρχουν παραδείγματα, από τα οποία ο αρχιτέκτονας κλέβει, και άλλα με τα οποία συνομιλεί και τα οποία τον συνοδεύουν για δεκαετίες. Μαθαίνει από αυτά, καθώς η κριτική παρατήρηση είναι το εργαλείο για τη δημιουργία (την εσωτερική αναζήτηση αλλά και τη σπουδή στον άνθρωπο) και γίνεται όχι με τη ματιά του διανοούμενου ή του περιηγητή, αλλά με τη ματιά του τεχνικού.


Εντούτοις, κεφαλαιοποιεί αυτή τη γνώση – μερική και περιορισμένη, αλλά με απεριόριστο βεληνηκές, λέει ο Grassi και για αυτό το λόγο, επιστημονική γνώση – μόνο ποιών ο ίδιος τα δικά του έργα και μάλιστα χωρίς να μπορεί η προηγούμενη εμπειρία, το προηγούμενο κτήριο, να αποτελέσει παρά μόνο ένδειξη για το επόμενο.

Οι συνθήκες φυσικά δεν είναι ποτέ οι ίδιες. Αυτό που μένει σταθερό στο πέρασμα του χρόνου είναι το αντικείμενο της Αρχιτεκτονικής – η απεικονιστική του δύναμη και η ανακλητική του ικανότητα. Η χρήση μιας εικόνας που προϋπάρχει είναι δυνατό να καθοδηγήσει σε μια νέα κατάσταση και αυτή είναι η δημιουργική χρήση της παράδοσης – ο Grassi χρησιμοποιεί το παράδειγμα της συμμετοχής του Adolf Loos στο διαγωνισμό για τα γραφεία της Chicago Tribune, ένα κτήριο με τη μορφή ενός δωρικού κίονα στον 20ό αιώνα, σε μια πόλη με ισχυρή αρχιτεκτονική δημιουργικότητα. Το απείκασμα συγχέεται με τη ιδέα – το μέσο είναι το μήνυμα. Ο Grassi αναφέρεται σε αυτή τη σημειολογική πλευρά του σχεδίου – την ιδιότητά του να απεικονίζει και κάτι άλλο εκτός από το αναπαριστώμενο – ο ίδιος όμως δε γοητεύεται από τα σχέδιά του. Του θυμίζουν πίνακες με οδηγίες για συναρμολογούμενα, αναγνωρίζει όμως ότι, τελικά φαίνεται πως, για χρόνια, σχεδιάζει ακριβώς το ίδιο κτήριο.

Στο συμπέρασμα αυτό φτάνουν πολλοί αρχιτέκτονες – ότι σε όλη την πορεία τους ακολουθούν το ιδανικό, ή ακόμα και τη νέμεσή τους – η αλήθεια όμως είναι ότι, στο πέρασμα του χρόνου, ούτε ο δημιουργός ούτε το δημιούργημα μπορούν να μένουν σταθερά, παρά τη συνεχή παρουσία τους – ή ακριβώς εξαιτίας αυτής. Κάθε έργο είναι ένα «αντίγραφο» του προηγούμενου, ποτέ το ίδιο αλλά εξελιγμένο, που προτείνει μια νέα εκδοχή των απόψεων του αρχιτέκτονα, ένα επαυξημένο αντίγραφο που περιλαμβάνει και την ιστορία του δημιουργού του. Ακόμα και το ίδιο το κτήριο, καθώς περνά ο χρόνος, μπορεί να γίνει ένα αντίγραφο του εαυτού του.


Κατεξοχήν επαυξημένο αντίγραφο είναι το αποκατεστημένο κτήριο. Ο Grassi εμπλέκεται ενεργά, και σχεδόν κατά κύριο λόγο στην καριέρα του, σε αναστηλώσεις και αποκαταστάσεις, σε μελέτες που συνδέονται με κάτι που προϋπήρξε, το οποίο και αποτελεί το γνώμονα στη διαδικασία της αποκατάστασης: αυτή είναι η «φαινομενολογική» προσέγγιση. Σε κάθε έργο αντιστοιχούν δύο τόποι: ο φυσικός τόπος και ο τόπος της μελέτης, αυτό που εμφανίζεται, έτσι ώστε, όταν σχεδιάζουμε μια μελέτη, να σχεδιάζουμε και τον τόπο της. Η επιλογή του αρχιτέκτονα εντοπίζεται ανάμεσα στο αν θα ακολουθήσει το genius loci, εάν αυτό είναι πολύ ισχυρό, ή αν θα αντικαταστήσει την επικρατούσα εικόνα, εάν η δυνητικότητα του τόπου έχει εκφραστεί ολοκληρωμένα στο παρελθόν, δεν είναι όμως πλέον αναγνωρίσιμη.

Για τον Grassi, το παλαιό ολοκληρώνει το νέο και όχι το αντίστροφο – το νέο απαντά σε ερωτήματα του παλαιού, το οποίο γίνεται πλέον αυτό που θα μπορούσε να είναι, μέσω του ατελούς νέου. Το παλαιό είναι το απολίθωμα που εγκλωβίστηκε μέσα στον ιστό – ο Grassi ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια νεκρή γλώσσα / «lingua morta», δεν ακούγεται ούτε ομιλείται πλέον, υφίσταται όμως, και οι νεότεροι πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια ώστε να συνδιαλλαγούν μαζί της. Μπορεί όμως να γίνει και ένα χρήσιμο εργαλείο – τα ερείπια πυροδοτούν τη διαλεκτική διαδικασία, αποτελούν τον καταλύτη ώστε να αποκαλυφθούν οι αντιφάσεις στο συνδυασμό τους με το νέο – δεν προσφέρουν άλλοθι, αντιθέτως καταδεικνύουν τη σχετικότητα του κτηρίου. Μπορούν να αντιπαρατεθούν ακόμα και προς την πόλη, αφού αποτελούν ξένο σώμα εγκλωβισμένο σε αυτήν, και να αναδείξουν την ομορφιά ή την ασχήμια της.

Το σημαντικό σε αυτή τη διαδικασία έγκειται στην συνειδητοποίηση της απόλυτης αντιστοιχίας μεταξύ ανάλυσης και σχεδιασμού. Οι δύο αυτές λειτουργίες διαχωρίζονται, ανεξαρτητοποιούνται και αναδιατάσσονται αντιμέτωπες, χωρίς η μια να έπεται της άλλης, με σκοπό στο αποτέλεσμα – το κτήριο – να εμφανίζονται και οι δύο. Αυτό που ξεκινά στη σύλληψή του, ως αμφίσημο στον κόσμο των ιδεών, καταλήγει μονοσήμαντο στην υλοποίησή του. Και τα δυο χωρούν στην Αρχιτεκτονική, χωρίς να συγκρούονται, αλληλοσυμπληρούμενα στη σχιζοφρένεια του αρχιτέκτονα, ο οποίος γνωρίζει ότι το καθένα μόνο του περιγράφει την απόλυτη αλήθεια. Οι μορφές που απαντούν σε μια πόλη προφανώς δεν είναι τυχαίες, αποτελούν μέρος της υπαρκτής πόλης και ταυτοχρόνως την υπερβαίνουν. Με αυτό τον τρόπο, στην ευρωπαϊκή πόλη (απευθείας απόγονο της ρωμαϊκής), παρίστανται την ίδια στιγμή παρελθόν και μέλλον, σε ένα πεδίο με τμήματα καθορισμένα και αρχιτεκτονικά στοιχεία εξατομικευμένα – αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είναι μακριά από τη θεωρία της ανάλογης πόλης – «città analoga» – που διατύπωσε ο Aldo Rossi, με τον οποίο o Grassi συνεργάστηκε επί χρόνια.

Οι εκλεκτικές συγγένειες που επικαλείται κάθε φορά που δίνεται η ευκαιρία, καταξιώνουν στα γραπτά του το αλληλένδετο των κατασκευασμένων έργων, των προηγούμενων αλλά και των επόμενων. Ολόκληρο το οικοδόμημα του Grassi στηρίζεται σε απροσδόκητα ζεύγη, που εκφράζουν το διφυές της Αρχιτεκτονικής σε διαρκή αντίθεση/συμπλήρωση, όπου τίποτα δεν είναι σταθερό και απόλυτο αλλά παλινδρομεί ανάμεσα σε δυο ακραίες θέσεις και εξαρτάται απολύτως από την εκάστοτε θεώρηση των επιλογών του αρχιτέκτονα.

Τα συνθετικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο δημιουργός έχουν καθοριστεί εννοιολογικά εδώ και αιώνες, το φορτίο τους έχει ήδη προσδιοριστεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, με τρόπο απόλυτο – εντούτοις είναι στη διακριτική ευχέρεια του δημιουργού να τα επαναπροσδιορίσει.

Ο Grassi «επιλύει» με τον τρόπο αυτό ακόμα και τον γόρδιο δεσμό – το ζήτημα της διακόσμησης και κατά πόσο έχει αυτή θέση στην Αρχιτεκτονική. Επιλέγει να προσλάβει το διάκοσμο ως τον απευθείας απόγονο μιας κατασκευαστικής λεπτομέρειας, μιας πράξης απολύτως συνειδητής αρχιτεκτονικής, οπότε αυτή η διακόσμηση όχι μόνο «νομιμοποιείται», αλλά αποτελεί και μαρτυρία της τέλειας σύμπτωσης θεωρίας και εφαρμογής στην αρχιτεκτονική μελέτη. Ένα στοιχείο του χώρου εμφανίζεται διότι επιτελεί ένα σκοπό και διευκολύνει μια λειτουργία, αναπαράγει μια αίσθηση, εκφράζει μια εικόνα, ανακαλεί μια μνήμη – και από αυτό το σκοπό υποστηρίζεται. Παράλληλα όμως, αυτό το χωρικό στοιχείο υφίσταται κατά παράδοση ακριβώς επειδή στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει συνδεθεί με τη συγκεκριμένη λειτουργία, τη συγκεκριμένη εικόνα, τη συγκεκριμένη μνήμη – είναι το κριτήριο που καθορίζει την «καταλληλότητα» του στοιχείου αυτού.

Η Αρχιτεκτονική είναι ταυτοχρόνως το αντικείμενο, αλλά και η απεικόνιση των κανόνων που καθορίζουν τη μορφή και τη λειτουργία αυτού του αντικειμένου. Τα κτήρια είναι φορείς συνθετικών αξιών και φορείς του εαυτού τους – είναι ταυτόχρονα το μερικό και το όλο. Η Αρχιτεκτονική εκφράζει την καθημερινότητα, αλλά περικλείει και όλη την Ιστορία – και τα απροσδόκητα ζεύγη της σκέψης του Grassi δεν τελειώνουν εδώ.

Όταν ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει, συνδιαλλέγεται με το δημιούργημά του – όσο εκείνο αναπτύσσεται, αποκτά προσωπικότητα και τον κατευθύνει. Η σχεδίαση είναι και επεξεργασία, διαδικασία μεταβολής σε πραγματικό χρόνο. Και αν όλα τα συνθετικά στοιχεία συνδυαστούν εύρυθμα, το κτήριο μπορεί να αρχίσει ακόμα και να αυτοκατασκευάζεται, να επιτάσσει την ολοκλήρωσή του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, με το δημιουργό να γίνεται ταυτοχρόνως και θεατής της δημιουργίας του. Οι περιορισμοί που θέτει η χρήση ενός κτηρίου, η τοποθεσία όπου κτίζεται, τα διαθέσιμα ποσά ή ακόμα και οι απαιτήσεις του εργοδότη, φέρνουν τους αρχιτέκτονες σε δύσκολη θέση, ενώπιον ενός γρίφου, ο οποίος όμως θεωρητικά και πρακτικά εξακολουθεί να έχει άπειρες λύσεις. Εντούτοις, με λίγη προσπάθεια, οι δυσκολίες αυτές μπορούν να οδηγήσουν τον αρχιτέκτονα σε μια δημιουργική παραγωγή, όπου περισσότερο εκμεταλλεύεται τις αντιξοότητες παρά φιλονικεί μαζί τους, όπου αυτό που έχει απομείνει από την αχαλίνωτη φαντασία του, είναι αυτό που τελικά αξίζει να επιβιώσει μέσα απ’ όλες τις αντιξοότητες. Η θεωρία του Δαρβίνου θα έλεγε ότι το πουλί που μαθαίνει να αφήνεται στον αντίθετο άνεμο αντί να του αντιστέκεται, πετάει πιο ξεκούραστα, οπότε έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει, με τον ίδιο τρόπο που το ένστικτο του Michelangelo λέει ότι, στο γλυπτό που θα κατρακυλήσει το βουνό, θα παραμείνουν τελικά μόνο τα απαραίτητα στοιχεία.

Η τελική επιλογή του δρόμου που θα ακολουθήσει, είναι προφανής για τον αρχιτέκτονα και συχνά μπορεί να παλέψει μέχρι θανάτου για να την υπερασπιστεί. Παράλληλα όμως αναγνωρίζει πως, όσοι αρχιτέκτονες ασχοληθούν με το συγκεκριμένο θέμα, θα το επιλύσουν διαφορετικά και το πιθανότερο, εξίσου λειτουργικά, ευφάνταστα και «αυταπόδεικτα». Όσο αναντίρρητη κι αν είναι μια προσέγγιση για μας, δεν παύουμε να δεχόμαστε πως, όπως και στο έργο τέχνης, υπάρχουν τόσες θεάσεις όσοι και θεατές. Είναι πάντοτε ενδιαφέρον να συνομιλούμε με τον Άλλον, εξού και τα κτήρια αναγνωρίζονται ως μελέτες εν μέσω μελετών που έχουν κατασκευάσει άλλοι, μέσα στον αστικό ιστό.

Ένα ακόμα απροσδόκητο ζεύγος είναι η ταυτόχρονη υπόσταση των κτηρίων ως μεμονωμένες οντότητες, ως πλαστικά γεγονότα ή μανιφέστα, όπως τα προσέλαβαν οι Μοντέρνοι, και ως αναπόσπαστα τμήματα του αστικού ιστού. Ο Grassi αναφέρεται συγκεκριμένα στην εμπειρία του στο Βερολίνο, μια πόλη με έντονη πολιτική και αρχιτεκτονική Ιστορία, όπου το να σχεδιάσει κανείς ένα κτήριο, εκτός όλων των άλλων, συνεπάγεται την αναμέτρηση με τους εσωτερικούς όρους (την επαυξημένη κληρονομιά, τις απαιτήσεις κάθε έργου) και τους εξωτερικούς όρους (τις αυστηρές πολεοδομικές ρυθμίσεις) της Αρχιτεκτονικής. Εκεί, στο ιδιαίτερο περιβάλλον των πολιτικών ανατροπών και του πρωσσικού χιούμορ, τα κτήρια συνομιλούν με την πόλη και τον ιστό της – ανακαλούν, εκβιάζουν, αμφισβητούν, σχολιάζουν, σαρκάζουν, συχνά στα όρια της εικονογράφησης. Αποδεικνύεται όμως μάταιη κάθε αναζήτηση του «πώς ήταν» της πόλης – η Ιστορία δεν μπορεί να συνεχίσει από εκεί που διακόπηκε – ο χρόνος δε μπορεί να γυρίσει για το Βερολίνο στην εποχή του Karl Friedrich Schinkel ή στη χρυσή δεκαετία του 1920. Στο πεδίο της πόλης, τα πάντα καταγράφονται, και αυτή ακριβώς είναι η αστική ιδέα. Αντιθέτως, και αυτό είναι το ενδιαφέρον στην οικοδόμηση στο Βερολίνο και σε οποιονδήποτε χώρο με μακρά ιστορία, οι καινούργιες παρεμβάσεις–αποκαταστάσεις, που συνομιλούν με τα θραύσματα των περασμένων εποχών, μπορούν να είναι οι διορθωτικές κινήσεις που θα αποκαταστήσουν τη – χαμένη με τον καιρό – ισορροπία του κτηρίου, ανοίγοντας μια πύλη προς ένα παράλληλο σύμπαν, όπου το κτήριο αυτό ζει μια αρμονική ζωή στο χώρο του, χωρίς να έχει καταστραφεί ποτέ και κατασκευασμένο όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι.

Ο Heinrich Tessenow, στον οποίο ανατρέχει συχνά ο Grassi, έλεγε ότι, από την αρχιτεκτονική δε θα πρέπει να λείπει «αυτό το 50% ανοησία». Η αρχιτεκτονική σημαίνει – στη σύγχρονη δε εποχή η αμφισημία της είναι τόσο έντονη, ώστε να μετατοπίζεται από το νόημα στην ίδια τη μορφή της με τη διαδικασία του morphing, κατά την οποία μπροστά στα μάτια μας, το κτήριο μεταμορφώνεται, «ρέοντας» από τη μια μορφή στην άλλη. Όσο και αν το κτήριο είναι ένα αυστηρό, ολοκληρωμένο επιστημονικό επίτευγμα, είναι ταυτόχρονα «παγωμένη μουσική». Η ποικιλία εικόνων και αισθήσεων που προσφέρει, είναι ο λόγος για τον οποίο πάντοτε θα υπάρχουν αρχιτέκτονες, όπως και πάντοτε υπήρχαν, ακόμα και αν δε χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα. Και αν κάποτε μπερδεύονται στην αμφισημία του κόσμου των ιδεών, εντούτοις πάντοτε θα βρίσκουν το ίχνος της υλικής διάστασης των δημιουργημάτων τους, καθώς χωρίς αυτή τη διάσταση η αρχιτεκτονική καταρρέει, χάνει το νόημα της διάρκειάς της, και μαζί και το δικαίωμα της να εισέλθει στον κόσμο των ιδεών.

Η κεντρική ιδέα του βιβλίου του Giorgio Grassi είναι η βεβαιότητα ότι η κύηση ενός κτηρίου δε διαφέρει σε τίποτα από την κύηση ενός κειμένου. Η θεωρητική σκέψη του είναι σαφές ότι λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο είτε πρόκειται για την ανάλυση της Μνημειακότητας, είτε πρόκειται για την επανάχρηση του κάστρου του Αμπιατεγκράσο στο Μιλάνο – με συνείδηση και έρευνα της πολιτιστικής κληρονομιάς και των σημαινομένων της ανά τους αιώνες. Όπως και ο δάσκαλός του, ο H. Tessenow, ο Grassi παρατηρεί τα έργα του από απόσταση, τοποθετώντας σε ταυτόχρονη προβολή παρελθόν και παρόν – το ένα αναπόσπαστο κομμάτι του άλλου – όπως αναπόσπαστα είναι θεωρητικά κείμενα και σχεδιαστικές προτάσεις – μια συλλογή κειμένων που αποτελεί γραπτή αρχιτεκτονική. Το τελευταίο απροσδόκητο ζεύγος του βιβλίου – και το πρώτο – είναι ο συνδυασμός του αφαιρετικού τίτλου (και παρ’ όλ’αυτά πλήρους νοήματος) με το επαυξημένο εξώφυλλο και την εικόνα του αποκατεστημένου Αλμουδίν της πόλης Χάτιβα, στη Βαλένθια, που μετατράπηκε σε Δημοτικό Μουσείο τη δεκαετία του ’80: μια όψη του αιθρίου όπως φαίνεται από το δρόμο, ένα κρυφοκοίταγμα από το δημόσιο του δρόμου μέσα στο ιδιωτικό του αιθρίου, το οποίο με τη σειρά του είναι το δημόσιο τμήμα του κτηρίου σε σχέση με τον ιδιωτικό χώρο πίσω από τα παράθυρα – ένα παλίμψηστο επιπέδων και διαθέσεων/αισθήσεων – και όμως ένας καθημερινός κώδικας επικοινωνίας: η Αρχιτεκτονική.

Δάφνη Σουλογιάννη
Αρχιτέκτων Μηχ.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital