ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

10 Δεκέμβριος, 2008

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

Ο Alain de Botton συνοψίζει με αφοπλιστική αθωότητα σε μια μόνο πρόταση την αιώνια αγωνία του αρχιτέκτονα: αν το κτίριο του αξίζει να σταθεί επάνω στη γη και να την καλύψει.

Της Δάφνης Σουλογιάννη

«Να μετατρέπεις κάτι χρήσιμο, πρακτικό,
λειτουργικό, σε κάτι όμορφο – αυτό
είναι το καθήκον της αρχιτεκτονικής».
Karl Friedrich Schinkel

Οι Βρετανοί, με ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ, χρησιμοποιούν την έκφραση: «Η γνώμη είναι σαν την πλάτη: όλοι έχουμε μια». Αντιστοίχως, όλοι έχουν μια άποψη για την Αρχιτεκτονική. Προφανώς η αιτία βρίσκεται στην κατοικία, στο χώρο εργασίας, στην πόλη μας. Καλή ή κακή, ανύπαρκτη ή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η αρχιτεκτονική είναι η επιστήμη που εισβάλλει στην καθημερινότητά μας τόσο επιβλητικά όσο η Ιατρική, τόσο διακριτικά όσο τα Φυσικομαθηματικά. Ο Alain de Botton στα βιβλία του έχει ασχοληθεί κατά καιρούς με τα μεγάλα θέματα – με τον έρωτα και τα μυστικά του, με το κοινωνικό status και το γιατί μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων για εμάς, με τα ταξίδια και τις εκπλήξεις  τους, με τον Proust και τα βαθύτερα νοήματα του έργου του – επιχειρώντας να «βοηθήσει» το ευρύ κοινό ώστε να εξοικειωθεί με αυτά.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο, το μεγάλο θέμα της Αρχιτεκτονικής κατατέμνεται σε επιμέρους τμήματα, από τα οποία ο συγγραφέας επιλέγει προς σχολιασμό τα καθημερινά, εμπειρικά, δημοφιλή σημεία που αντικατοπτρίζουν ένα ολόκληρο σύστημα στα μάτια της κοινωνίας. Εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο βιβλίο τείνει να θυμίσει στους αρχιτέκτονες την άποψη (και το γεγονός ότι έχουν άποψη) που έχουν οι μη ειδικοί για το κτιστό περιβάλλον. Και είναι αναζωογονητικό να βλέπουμε την επιστήμη μας μέσα από τα μάτια των Άλλων, με τις παρατηρήσεις τους, τις μεγάλες αλήθειες που μπορεί να ειπωθούν, τα λάθη τους, και κυρίως τη συγκλονιστική αθωότητα με την οποία εκφράζουν όλα τα παραπάνω. 

Η προβληματική του βιβλίου στρέφεται γύρω από το εξής απλό σχήμα: η Αρχιτεκτονική, ένα παράξενο μείγμα επιστήμης και τέχνης που εφαρμόζεται στο καθημερινό, αποτελεί την προβολή μιας πραγματικότητας καλύτερης από το παρόν μας, μιας πραγματικότητας ιδανικής και εξιδανικευμένης, το φάρο που θα μας υπενθυμίζει συνεχώς όλα αυτά που μας αξίζουν, όλα αυτά που θα μπορούσαμε να πετύχουμε, το ανώτερο πνευματικά ον το οποίο θα μπορούσαμε να είμαστε (ο Schinkel πίστευε στη χρήση της μνημειακότητας στην Αρχιτεκτονική, ώστε να παρακινηθούν οι συμπολίτες του προς την αξιοπρέπεια και την τιμιότητα, ώστε να ξεφεύγουν από την πεζή καθημερινότητά τους).
Όπως σε κάθε τέχνη, η εκτίμησή της χρειάζεται χρόνο, διάθεση για σκέψη και εσωτερικότητα. Ομοίως με την αισθητική και τη δημοκρατία, το επίπεδο των υποκειμένων πρέπει να είναι υψηλό, ενώ ο τελικός κριτής είναι απροσδιόριστος. Εν τέλει – όσο απλοϊκό κι αν φαντάζει αυτό – η Αρχιτεκτονική είναι εδώ για να μας εμπνέει ψυχική ανάταση και όμορφα συναισθήματα, τροφή για το μυαλό και την καρδιά. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για την εποχή του baroque – ακόμα και ο Le Corbusier (ή κυρίως αυτός) μετέτρεπε τα κτήρια του σε ένα πολυτελές καλλιτεχνικό και τεχνολογικό tour de force, δαπανώντας στη συνέχεια πολύ κόπο προκειμένου αυτά να δείχνουν λιτά και απέριττα.

 

Μια άλλη μεγάλη αλήθεια που μπορεί να αναγνωστεί στις σκέψεις του de Botton είναι η ιδιότητα της Αρχιτεκτονικής ως μηχανής καταγραφής του Χρόνου. Η εικόνα που μας προσφέρει στην αρχή του βιβλίου είναι ένα σπίτι το οποίο, όταν φεύγουμε το πρωί για τη δουλειά μας, «αφήνεται να απολαύσει μόνο του το πρωινό», δείχνει να απολαμβάνει τη μοναξιά του, ανασυντάσσει τα υδραυλικά του μετά το πέρασμα της νύχτας, έχοντας εξελιχθεί στη μακρά ζωή του σε «πεπειραμένο μάρτυρα». Το περιβάλλον μας έχει κατασκευαστεί ώστε να εκφράζει ό,τι πιστεύουμε και μετά να μας το υπενθυμίζει, σαν ένα ημερολόγιο το οποίο γράφουμε και μετά στέλνουμε στο μέλλον, ώστε εκεί να βρούμε κάποια μέρα το νεώτερο εαυτό μας. Και η εκφραστική ικανότητα όχι μόνο των ταφικών ή αφιερωματικών μνημείων, αλλά και ολόκληρης της Αρχιτεκτονικής, συνοψίζεται στην εξής προτροπή: «Θυμήσου».


Η σκέψη του de Botton περιπλανιέται και στην περιοχή της Σημειολογίας, με την αναφορά κάθε δυνατού παραδείγματος, χωρίς ωστόσο σε κανένα σημείο να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όρο. Ο συγγραφέας παρατηρεί το Είναι και το Φαίνεσθαι της Αρχιτεκτονικής, με αφορμή την εικόνα που είχε η Γερμανία για τον εαυτό της σε δύο χρονικές στιγμές – πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – εκπεφρασμένη στη διαφορετική αρχιτεκτονική των περιπτέρων της χώρας στις αντίστοιχες χρονικά Διεθνείς Εκθέσεις.
Ο John Ruskin έγραψε ότι τα κτήρια θέλουμε να μας προφυλάσσουν και ταυτοχρόνως να μας μιλούν – είτε για την καταγωγή τους (η Villa Savoye του Le Corbusier είναι ένα διαστημόπλοιο), είτε για τις θυσίες που απαιτούν τα αρχιτεκτονικά έργα (η κατασκευή της πλακόστρωσης σε κάποιο δρόμο του Παρισιού των αρχών του 19ου αιώνα απαιτούσε την εργασία υπό εξοντωτικές συνθήκες δεκάδων εργατών), είτε για την ταυτότητά τους («Σπίτι μας μπορεί να είναι ένα αεροδρόμιο, μια βιβλιοθήκη, ένας κήπος, ένα εστιατόριο σε αυτοκινητόδρομο»).
Οι εργαζόμενοι της κεντρικής υπηρεσίας της DZ Bank στο Βερολίνο μπορούν να συγκρίνουν την αρχιτεκτονική των βαρετών γραφείων τους με εκείνη του συναρπαστικού, ευφάνταστου συνεδριακού κέντρου στο αίθριο του κτηρίου τους και να οδηγηθούν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα για τις επιθυμίες της διοίκησης.
Από την άλλη πλευρά, μια γέφυρα κατά μήκος των Άλπεων, ένας πραγματικά υπερφυσικός άθλος από την άποψη της μελέτης αλλά και από την άποψη της κατασκευής, φαντάζει στα μάτια μας το πιο απλό και φυσικό γεγονός, με τον ίδιο τρόπο που κάποιες φορές οι ιδιοφυείς πράξεις – ένα έργο του Shakespeare, μια συμφωνία του Mozart, το παιχνίδι στο snooker του Ronnie O’ Sullivan – μας φαίνονται σαν να ήταν το πιο φυσικό και αυτονόητο πράγμα στον κόσμο.

 

Η ερμηνεία μιας κατασκευής, ενός έργου δεν μπορεί ποτέ να είναι μονοσήμαντη, σαν να μπορούσε ποτέ να υπάρξει ένα λεξικό που θα μας βοηθούσε να κατανοήσουμε πεζά την Αρχιτεκτονική. Το συμπέρασμα που διαφαίνεται προς το τέλος του βιβλίου είναι η συνθετότητα της φύσης της Αρχιτεκτονικής: κάτι δεν είναι μόνο καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, ειλικρινές ή ανήθικο.
Τις περισσότερες φορές απλά βρίσκεται σε σωστή ή λάθος θέση, έχει σωστό ή λάθος μέγεθος. Σε μια εποχή όπου ακόμα και οι πιο «στεγνές» των επιστημών (Φυσική, Μαθηματικά) δέχονται την πολλαπλότητα των σωστών απαντήσεων στα ερωτήματα που θέτουν, η Αρχιτεκτονική επιβεβαιώνει την ιδιότητά της να μην υπόκειται σε στερεότυπους και απόλυτους νόμους ως σημείο όχι μόνο του ότι ανήκει στην Τέχνη αλλά και του ότι ανήκει στην Επιστήμη.
Όλα τα κτίσματα δεν είναι πανομοιότυπα, καθόσον προφανώς δεν υπάρχουν «τόσο θρυλικά θετικές αρετές». Με τα λόγια του Stendhal, «υπάρχουν τόσα στυλ ομορφιάς, όσα οράματα ευτυχίας», και τόσες αρχιτεκτονικές όσες οι μεταβολές στην αισθητική και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων από καταβολής κόσμου. Ακόμα και στην ίδια εποχή και καθώς έχουν πλέον ακυρωθεί οι κανόνες του Palladio ή τα βιβλία του 1833 με πρότυπα-φιγουρίνια κατοικιών, η σύνθεση των αντιθέτων πάντοτε γοητεύει τους αρχιτέκτονες και προωθεί την έρευνα σχετικά με το καταλληλότερο σχήμα, υλικό, περιβάλλον, φως, διαδρομή, εικόνα, κέλυφος, χώρο.
Τα όρια της τάξης τα οποία άγγιξε το Μοντέρνο μας δίδαξαν ότι είναι πολύ πιο ενδιαφέρον όταν η τάξη προκύπτει από τη σύνθεση μιας ποικιλίας στοιχείων. Και είναι απολαυστικό όταν διαβάζει κανείς την έκπληξη του de Botton με την ανακάλυψη αρχιτεκτόνων που λατρεύουν αυτό το στυλ, όπως ο Louis Kahn και οι Herzog και de Meuron – ένα ισορροπημένο κτήριο παρόμοια με μια ισορροπημένη ζωή. Σε αυτή τη ζωή χωρούν ακόμα και τα λάθη, γιατί από αυτά μαθαίνουμε, και γιατί στον πολιτισμό του ανθρώπου το γεγονός ότι ο Shakespeare έγραψε τον αριστουργηματικό Hamlet δεν εμπόδισε τους υπολοίπους να συνεχίζουν να εκπονούν κατώτερα έργα. 

Ο γοητευτικός κόσμος της Αρχιτεκτονικής κρύβει και ενδιαφέρουσες ατραπούς. Οι δυνάμεις του δεν λειτουργούν πάντοτε, με συνέπεια ακόμα και τα μεγαλύτερα μυαλά του να παγιδεύονται κάποιες φορές, καθόσον πρόκειται για ένα πρόβλημα μέσα στο οποίο κρύβεται η ίδια του η λύση. Ο de Botton ως μη ειδικός διολισθαίνει κατά καιρούς στο να συμπεριλάβει στην Αρχιτεκτονική κάτι που δεν είναι Αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συχνή αναφορά στη διακόσμηση (χρώματα, έπιπλα, φινιρίσματα, τζάκια, ράφια, σερβίτσια και λοιπά κουζινικά) δηλαδή στη μελέτη των δύο διαστάσεων, τη στιγμή που η Αρχιτεκτονική μελετά τις τέσσερις (συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι προσπαθεί να εισέλθει στο βάθος μιας έννοιας, μιας επιστήμης χωρίς να κατέχει τα απαραίτητα εργαλεία και τη γνώση. Η βιωματική καταγραφή σκέψεων και κριτική είναι θεμιτή, ακόμα και απαραίτητη για την κάστα των αρχιτεκτόνων, οι οποίοι ορισμένες φορές τείνουν να αποκλείουν εαυτούς από το κοινωνικό γίγνεσθαι και να παραδίδονται σε έναν εσφαλμένο ελιτισμό. Ομοίως όμως πληγώνουν τον οιονδήποτε δημιουργικό διάλογο μεταξύ της Αρχιτεκτονικής και των Άλλων, σχολιασμοί και αφορισμοί που δε στηρίζονται επάνω στα κατάλληλα μέσα, εάν πρόκειται να διατυπωθεί η βαθεία κριτική τους θέση επί των συγκεκριμένων θεμάτων.

 

Με την αναζωογονητική του σκέψη, το βιβλίο του Alain de Botton (παρά τους ξενισμούς και την πρόδηλη ελλιπή περί την Αρχιτεκτονική γνώση σε ό,τι αφορά τη μετάφραση) μας θυμίζει – κάνοντας αναφορά και στον Victor Hugo – ότι οι γοτθικοί ναοί, αυτά τα τεράστια κοσμήματα από πέτρα και γυαλί, ήταν για τους πιστούς ό,τι και το κείμενο της Αγίας Γραφής με τη διάδοση της τυπογραφίας: έδιναν πληροφορίες για τον παράδεισο και το θείο. Οι θεολόγοι αυτής της πρώιμης εποχής θεωρούσαν ότι η παρατήρηση, και όχι το διάβασμα, οδηγεί στη θέωση: κοιτώντας κανείς το δημιούργημα, κατανοεί το δημιουργό. Σήμερα, κτίζουμε με την ίδια ακριβώς πυξίδα: ώστε να συναντήσουμε το καλαίσθητο, το γοητευτικό, το τέλειο, έστω και ξέροντας ότι δε θα διαρκέσει για πάντα. Ο Alain de Botton συνοψίζει με αφοπλιστική αθωότητα σε μια μόνο πρόταση την αιώνια αγωνία του αρχιτέκτονα: αν το κτήριο του αξίζει να σταθεί επάνω στη γη και να την καλύψει. Το κτήριο, το οποίο προσομοιάζει στον άνθρωπο πρωτίστως σε τούτο: μπορεί να είναι επιτυχημένο ή αποτυχημένο στο έργο του, συμπαθές ή μη. Και εν τέλει, να μοιάζει άσχημο σε όποιον το κατακρίνει με την πρώτη ματιά, και να ανοίγει τον εσωτερικό του κόσμο, ανταμείβοντας όποιον του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.

Δάφνη Σουλογιάννη
αρχιτέκτων μηχανικός Ε.Μ.Π.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital