ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ.ΟΠΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

08 Μάιος, 2008

ΙΣΤΑΝΜΠΟΥΛ.ΟΠΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

..Στο βιβλίο του Ορχάν Παμούκ «Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις» ,η αρχιτεκτονική του κειμένου του ταυτίζεται με την κλίμακα της αρχιτεκτονικής της πόλης του – η ασταμάτητη ροή πληροφοριών και εικόνων παραπέμπει στην πυκνότητα και την ποικιλομορφία του αστικού ιστού της Ιστανμπούλ..

Της Δάφνης Σουλογιάννη

«Δυστυχία είναι να μισείς τον εαυτό σου και την πόλη σου»
και
«Αφηρημένος περπατώ στα σοκάκια και κάνω σκέψεις ολισθηρές»
Ορχάν Παμούκ Ιστανμπούλ
Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2005, σελ. 589.


Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, όπως και ο Τεοφίλ Γκωτιέ, ο Λόρδος Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον, ο Αντρέ Ζυντ και ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ, ανήκει στην ομάδα των δυτικών περιηγητών, οι οποίοι τον 19ο αιώνα, αναζητώντας εμπειρίες και έμπνευση, ταξίδευαν στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου, με τελικό σταθμό την Κωνσταντινούπολη. Ο Φλωμπέρ έκανε ένα βήμα παραπέρα, προσπαθώντας επιπλέον και να δημιουργήσει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη, έφτασε δε στο σημείο να κάνει το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος με τον τίτλο «Χαρέλ Μπέη», όπου ένας πολιτισμένος Ευρωπαίος και ένας βάρβαρος Ανατολίτης προοδευτικά υιοθετούν ο ένας τα χαρακτηριστικά του άλλου, ώσπου στο τέλος καταλήγουν πλέον ο ένας στη θέση του άλλου.

Το – αυτοβιογραφικό, περισσότερο από τα υπόλοιπα – βιβλίο του Ορχάν Παμούκ «Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις» κινείται επισταμένως ανάμεσα στο αντικειμενικό και το υποκειμενικό, το παρόν και παρελθόν, το ατομικό και το συλλογικό, το πραγματικό και το φανταστικό/φαντασιακό, το κοσμοπολίτικο και το τοπικό, την Ανατολή και τη Δύση. Στηρίζεται στις δυνάμεις που αναπτύσσονται μεταξύ ενός διπόλου, δυνάμεις ταυτοχρόνως έλξης και άπωσης, αντίθεσης και συμπλήρωσης, δυνάμεις ισχυρές έως ότου ο ένας από τους δύο πόλους καταλυθεί.
Το κείμενο αποτελείται από 37 κεφάλαια, καθώς και ένα τελευταίο με σημειώσεις για τις φωτογραφίες που γεμίζουν τις σελίδες σε χαρακτηριστικά σημεία και συνομιλούν εύγλωττα με τον Παμούκ. Η αφήγηση – πάντα σε πρώτο πρόσωπο – δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη διάθεση του συγγραφέα να θυμηθεί, να εξηγήσει, να περιγράψει έναν τόπο: την Ιστανμπούλ, την Κωνσταντινούπολη, την πόλη της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, και το Φανταστικό Μουσείο, στο οποίο ένας πραγματικός χώρος έχει μετατραπεί από τον ίδιο τον Παμούκ.

Σε αυτό το βιβλίο χωρούν ο Βόσπορος με τα βαπόρια του, ο Λε Κορμπυζιέ, οι γκραβούρες του Αντουάν Ιγκνάς Μελίν, το μπακάλικο του Έλληνα, η μελαγχολία, τα χαλάσματα της πόλης, το τραμ, ο Ράσκιν, οι επιγραφές στους δρόμους, η Αγιασόφια (sic), οι συνοικίες του Νισάντας, του Μπέγιογλου, του Ταξίμ, οι αρθρογράφοι των εφημερίδων της πόλης, το Πολυτεχνείο, το Μουσείο Ζωγραφικής και Γλυπτικής. Όπως σε ένα collage, η κυριαρχία μεμονωμένων και ασύνδετων φαινομενικά στοιχείων εναλλάσσεται με τη σταθερότητα ενός σαφούς ιστού στο φόντο ώστε να υπάρξουν αυτά τα μεμονωμένα στοιχεία, έτσι και στο βιβλίο του Παμούκ, τα πάντα απορρέουν από και στηρίζονται στην Ιστανμπούλ. Η αρχιτεκτονική του κειμένου του ταυτίζεται με την κλίμακα της αρχιτεκτονικής της πόλης του – η ασταμάτητη ροή πληροφοριών και εικόνων παραπέμπει στην πυκνότητα και την ποικιλομορφία του αστικού ιστού της Ιστανμπούλ (κάπου στο βιβλίο υπάρχει μια πρόταση που ξετυλίγεται σε οκτώ σελίδες).

 

Την πόλη του ο Παμούκ δεν την ξεχωρίζει από το σπίτι του, γι’ αυτό και παρατηρεί με ενδιαφέρον πως στα παράθυρα απ’ όπου όλη την ημέρα έβλεπε τον Βόσπορο και την πόλη, το βράδυ, με τα φώτα που ανάβουν, καθρεπτίζεται στο κρύσταλλο πλέον το εσωτερικό του δωματίου. Μιλώντας για την Ιστανμπούλ, θυμάται την Κωνσταντινούπολη, την πόλη όπου γεννήθηκε ένας Τούρκος σε μεγαλοαστική οικογένεια με δυτικούς τρόπους, καθόλου θρησκεύομενη, φορέα της παρακμής που πλανάται στον αέρα μιας πρώην αυτοκρατορικής πρωτεύουσας δύο ισχυρών πολιτισμών.
Ο Παμούκ μεταχειρίζεται την πόλη του ως το δικό του, προσωπικό Φανταστικό Μουσείο. Η μεταμόρφωση της σημειολογίας των έργων τέχνης, όπως περιγράφηκε από τον Αντρέ Μαλρώ, βρίσκει τέλεια εφαρμογή στην περίπτωση της γενέθλιας πόλης του συγγραφέα, οπότε ιστορικά, αρχιτεκτονικά, πολιτιστικά δεδομένα ορίζουν τα περηφανή εκθέματα του Παμούκ.
Τα παλάτια των Οθωμανών που έγιναν σχολεία, οι γκραβούρες του Μελίν που απεικονίζουν την Κωνσταντινούπολη με τα χαλάσματα, τις βυζαντινές εκκλησίες, τους μιναρέδες και τον Βόσπορο, η Εγκυκλοπαίδεια για την πόλη και τους Οθωμανούς – ένα βιβλίο cult το οποίο χαώθηκε τόσο στα λήμματά του ώστε δεν κατάφερε να φτάσει ούτε στα μισά της αλφαβήτου – είναι στοιχεία τα οποία ολοκληρώνουν την εικόνα του Παμούκ για την Ιστανμπούλ, σαν τα σημαντικά κομμάτια ενός ποιήματος ή ενός πίνακα. Έχει συγκρατήσει στη μνήμη του τις πυρκαγιές στα ξύλινα αρχοντικά του Βοσπόρου – τα γιαλί – και πόσο άρεσε όταν αυτές τύχαιναν τη νύχτα.
Τα τμήματα του βυζαντινού τείχους ανάμεσα στα σπίτια τον κάνουν να αναλογιστεί την προσωρινότητα του ξύλου και τη σταθερότητα της πέτρας και της οπτής πλίνθου. Ο Λε Κορμπυζιέ σκίτσαρε την κορυφογραμμή της πόλης όπως φαίνεται από τον Βόσπορο, χωρίς να παραλείψει να «δει» την Αγία Σοφία, η οποία, κατά τον Παμούκ, υπερέχει στη γραμμή του ορίζοντα και δίνει μια ομορφιά κοσμοπολίτικη. Οι Οθωμανοί μικρογράφοι αντιθέτως επέλεξαν να δουν την πόλη σαν επιφάνεια και όχι σαν όγκο.
Στο Φανταστικό Μουσείο του Παμούκ ανήκει και ο Τζον Ράσκιν με την έννοια της «συμπτωματικής ομορφιάς»: μέσα στην πόλη, ένα κτήριο θα το δούμε υπό την γωνία που θέλουμε εμείς και όχι εκείνη που θα επιθυμούσε ο αρχιτέκτονας. Αυτή η διαφορετική προοπτική μας θυμίζει ότι τα κτήρια έχουν πάντοτε δύο εικόνες: εκείνη που θα ήθελε να προβάλλει  ο δημιουργός τους και εκείνη που τελικά αντιλαμβάνονται οι πολίτες, οι χρήστες, οι περαστικοί.

 

Η σχέση του Παμούκ με την πόλη του ξεκινά όταν, μωρό, πηγαίνει βόλτα με τη μητέρα του, συνεχίζεται όταν, μαθητής, κάνει σκασιαρχείο από το σχολείο του και περπατά στους δρόμους, καθώς και όταν, φοιτητής και όντας σε αδιέξοδο στη ζωή του, ξεσπά τον θυμό του μετά από καβγάδες σε ατελείωτες διαδρομές σε συνοικίες που δεν είχε γνωρίσει έως τότε.
Οι εικόνες, τις οποίες συλλέγει όλο αυτό το διάστημα, καθώς και τα ενθύμια (ένα τηλεφωνικό κέρμα που είχε γλιτώσει την απόσυρση, ένα κομμάτι τούβλο πεσμένο από τοίχο 1000 ετών, τσαρικά χαρτονομίσματα, μια σφραγίδα χρεωκοπημένης εταιρείας, βάρη ζυγαριάς) που φέρνει μαζί του από τις περιπλανήσεις του, ειδικά την εποχή του σκασιαρχείου, είναι πολύτιμα στοιχεία ενός παράλληλου σύμπαντος που μεταμορφώθηκε, αποδομήθηκε και ανασυνετέθη μόνο για τον ίδιο, πριν αυτός επιστρέψει στον «τωρινό φυσιολογικό κόσμο» του σπιτιού και της πραγματικότητάς του. Είναι τα στοιχεία που μπορεί να συλλέξει μόνο ένας γνήσιος flâneur της μπωντλαιριανής μυθολογίας και του δοκιμιακού Μπένγιαμιν.
Οι περίπατοι του Παμούκ αναδεικνύουν συνεχώς δίπολα στην Ιστανμπούλ: Ιστορία και χαλάσματα, χαλάσματα και ζωή, ζωή και Ιστορία. Η σχεδόν μυθιστορηματική εξέλιξη των κεφαλαίων του βιβλίου – σαν όλες οι διαδρομές στην πόλη, όλη η Ιστορία της πόλης να σπρώχνουν τον Παμούκ προς το τέλος που είναι μόνο η αρχή, προς τη θεμελιώδη απόφαση να γίνει συγγραφέας, και την αδιανόητη απόφαση να εγκαταλείψει ό,τι ήταν σίγουρος ότι δεν θα εγκατέλειπε ποτέ: την Ιστανμπούλ – η πλήρως αιτιολογημένη πορεία καταλήγει στη σημειολογία του Μουσείου Ζωγραφικής και Γλυπτικής: το πρώτο τέτοιου είδους μουσείο στην Τουρκία, άδειο από επισκέπτες, το «ωραιότερο μέρος της Ιστανμπούλ», στα εντυπωσιακά διαμερίσματα του κληρονόμου του θρόνου με τα «άθλια, θλιβερά έργα στους τοίχους». Για τον Παμούκ, το Μουσείο βρίσκεται έξω από αυτούς τους τοίχους.

Οι βόλτες αρχίζουν με το τραμ. Αυτό είναι το μέσο που χρησιμοποιεί η μητέρα του, συνεπώς ο μικρός Παμούκ συμπεραίνει ότι η πόλη του αποτελείται μόνο από τις περιοχές στις οποίες σταματά το τραμ. Αυτή η πρώιμη αίσθηση της Μετάπολης – μιας πόλης της οποίας η γεωγραφία καθορίζεται από τα δίκτυα παροχών, τους οδικούς άξονες, και τη σημειολογική σπουδαιότητα των τοποσήμων – εδραιώνεται όταν ο Παμούκ συνειδητοποιεί την κυριαρχία του Βοσπόρου.
Ο Βόσπορος ήταν η Αυτοκρατορία και έχει μείνει σήμερα για να τη θυμίζει, είναι η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της, η υγεία και η αισιοδοξία της. Εκεί βρίσκονται ακόμα τα σημάδια που έμειναν από την Κωνσταντινούπολη, τα γιαλί των πλουσίων, τα πεύκα και τα πλατάνια, από την άλλη, κοσμοπολίτικη πόλη, το κέντρο του κόσμου, όπου κατοικούσαν άνθρωποι διαφορετικοί αλλά που έμοιαζαν και λίγο με τους σύγχρονους κατοίκους. Αυτό το κομμάτι του νερού δεν έχει καμία ομοιότητα με τα κανάλια της Βενετίας, τον Σηκουάνα του Παρισιού ή τον Τίβερη της Ρώμης: είναι βαθύς και σκοτεινός, έχει ρεύματα, ανέμους και κύματα. Παραλαμβάνει την κυκλοφορία πλοίων που διέρχονται από την Ευρώπη, καθώς και το τοπικό συγκοινωνιακό δίκτυο των βαπορέτων. Όταν ξεκίνησε η λειτουργία τους, κάθε περιοχή επάνω στον Βόσπορο απέκτησε τη δική της αποβάθρα για τα βαπορέτα, γεγονός που μετέβαλε ακαριαία το τοπίο, και παράλληλα θυμίζει πάντοτε στους κατοίκους ότι συμμετέχουν σε ένα ευρύτερο σύνολο. Τα βαπορέτα προσέφεραν στην πόλη ένα σύμβολο, ένα θέμα προς συζήτηση, ένα αντικείμενο αγάπης, παρατήρησης, ακόμα και δεισιδαιμονίας.
Οι κάτοικοι ξέρουν να τα ξεχωρίζουν με το όνομα και το σχήμα τους, έχουν ο καθένας το αγαπημένο του, το οποίο εάν δουν, θεωρούν πως θα τους φέρει καλοτυχία. Ο καπνός από τα φουγάρα τους ενέπνεε ενίοτε τον Παμούκ στην ζωγραφική του – τη μεγάλη του αγάπη και διέξοδο πριν τη συγγραφή. Οι σφυρίχτρες ομίχλης των καραβιών στη διάρκεια της νύχτας ξυπνούσαν συχνά όσους κοιμόνταν, κάτι που θα ξεχνούσαν το επόμενο πρωί, όπως ξεχνούν και τα όνειρα όσοι έχουν μεγαλώσει και δεν είναι πλέον ή δεν αισθάνονται παιδιά. Ο Παμούκ γράφει πως ένα σαφές μητροπολιτικό κέντρο λείπει από την Ιστανμπούλ, ότι «η πόλη πέρα από εμάς τους ίδιους δεν έχει άλλο κέντρο». Εντούτοις, η Μετάπολη της Κωνσταντινούπολης που βρίσκεται στο Φανταστικό Μουσείο του συγγραφέα, σαφέστατα περιστρέφεται γύρω από το σημείο του Βοσπόρου.

 

Το δεύτερο στοιχείο το οποίο αναγνωρίζει ο Παμούκ στην πόλη του, είναι η έντονη, βαθιά, αναπόδραστη Συλλογική Μνήμη. Το ιστορικό βάρος της Κωνσταντινούπολης καθιστά τη σύγκριση παρελθόντος-παρόντος αναπόφευκτη και καταδικαστική, και επιπλέον αφαιρεί την δύναμη για βελτίωση στο μέλλον.
Η δεδομένη παρακμή από τη μεγαλειώδη Κωνσταντινούπολη φέρνει στην Ιστανμπούλ τη θλίψη των χαλασμάτων. Οι οδηγίες που θα έδινε ο κάτοικος για μια διεύθυνση και χρησιμοποιώντας συναισθηματικά τοπόσημα, θα ήταν κάπως έτσι: «Θα περάσετε τη στροφή με τα καμμένα…. Θα στρίψετε δίπλα στο ερείπιο, απέναντι από την ξερή βρύση….». Πρόκειται για τη θλίψη μιας ολόκληρης πόλης, το σκοτεινό συναίσθημα που βαραίνει εκατομμύρια ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή ζουν εκεί. Αυτή η μελαγχολία είναι η μοίρα της πόλης, την οποία κληροδοτεί και στους πολίτες της, σαν να ήταν μια ενιαία, συλλογική προσωπικότητα – σαν να βρίσκονταν όλοι μέσα στο ίδιο πλοίο στον Κεράτιο – αναγκάζοντάς τους να ζουν σε μια αφιλόξενη πόλη, όπου αισθάνονται ξένοι και απόκληροι.
Η Ιστανμπούλ της Ανατολής και η Ιστανμπούλ της Δύσης είναι δύο ξεχωριστές πόλεις, χωρίς όμως καμιά τους να μπορεί να βιωθεί χωρίς την άλλη. Οι επιγραφές στους δρόμους είναι γραμμένες σε γαλλικά και αγγλικά, από το τζαμί ακούγεται ο μουεζίνης – όλα «μισά, ανεπαρκή και ελαττωματικά». Η Μνήμη της πόλης, των δρόμων, των τοπίων μπορεί να ανακαλέσει ασφαλώς μόνο τα συναισθήματα που βίωσε ο συγγραφέας όταν τα πρωτοείδε. Και στο μυαλό του Παμούκ ολοκληρώνεται ο κύκλος της μελαγχολίας με τη σκέψη ότι τα περισσότερα μέρη της Ιστανμπούλ τα επισκέφτηκε στα σκασιαρχεία του και στην πρώτη του ερωτική απογοήτευση. Μόνο που, ο καλλιτέχνης Παμούκ είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει το συναίσθημα της μελαγχολίας ως εργαλείο δημιουργίας, και εν συνεχεία, αυτή τη δημιουργικότητα, ώστε να αφαιρέσει από τη μελαγχολία τη σκοτεινή πλευρά της.

Η Συλλογική Μνήμη της Ιστανμπούλ αποτυπώνεται στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που παρεμβάλλονται στο κείμενο του βιβλίου – ασπρόμαυρο άλλωστε είναι το χρώμα του παρελθόντος και των αναμνήσεων – και οι οποίες καταγράφουν τον Χρόνο, το Εδώ και Τώρα της κάθε γενιάς. Ο Παμούκ θυμάται την Κρήνη του Τοπχανέ και το πώς αυτή απεικονίζεται σε γκραβούρα του Μελίν δύο αιώνες πριν πάνω σε μια υπερυψωμένη βάση, ενώ σήμερα βρίσκεται σε λάκκο, καθώς η στάθμη των πλευρικών δρόμων έχει ανεβεί λόγω των απανωτών ασφαλτοστρώσεων.
Θυμάται επίσης το παιδικό του παιχνίδι, να επιλέγει ένα κατάστημα της γειτονιάς και να φέρνει στο μυαλό του όλες τις χρήσεις που είχε κατά καιρούς: ζαχαροπλαστείο, ανθοπωλείο, γκαλερί, βιβλιοπωλείο. Για τον Παμούκ, αυτός ήταν ένας τρόπος να καταγράφει την Ιστορία της πόλης και του πληθυσμού της. Δεν απέχει πολύ από τη συνήθεια του πατέρα του να φυλά τα ποιήματα και τις μεταφράσεις του, που ποτέ δεν έδειξε σε κανένα, σε μια βαλίτσα που ταξίδευε πάντοτε μαζί του και την οποία κάποτε ισχυρίστηκε ότι του έκλεψαν. Η ανακάλυψη αυτής της βαλίτσας – του προσωπικού Φανταστικού Μουσείου του πατέρα του – ενέπνευσε τον Παμούκ στο λόγο του κατά την τελετή απονομής των βραβείων της Σουηδικής Ακαδημίας Νόμπελ το 2006.

Ο Φλωμπέρ, καταγράφοντας την εντύπωσή του από την Κωνσταντινούπολη, γράφει τις πιο ευαίσθητες γραμμές του για τα νεκροταφεία που βρίσκονται μέσα στην πόλη, δίπλα στα σπίτια, μια ανωμαλία στον ιστό της πόλης που όμως καθορίζει το χαρακτήρα της. Το δίπολο Φλωμπέρ-Παμούκ ολοκλήρωσε τον κύκλο του το 1985, όταν ο τελευταίος εξέδωσε το μυθιστόρημά του «Το Λευκό Κάστρο», την ιστορία ενός Βενετσιάνου που συλλαμβάνεται από Τούρκους πειρατές και πουλιέται στην Ιστανμπούλ, σε έναν αφέντη με τον οποίο μοιράζονται κοινά επιστημονικά ενδιαφέροντα, καθώς και μια εμφανισιακή ομοιότητα.
Μέχρι το τέλος του βιβλίου, η διαλεκτική τους σχέση θα έχει εξελιχθεί τόσο, ώστε ο καθένας να έχει αφομοιώσει τα στοιχεία του πολιτισμού του άλλου σε τέτοιο βαθμό που να μην αναγνωρίζονται πλέον διαφορές. Η σημειολογική, αλλά και διφορούμενη, ανταλλαγή ταυτοτήτων στο τέλος καταγράφει τις εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ των φαινομενικά αντιθέτων που αναγνωρίζει ο Ορχάν Παμούκ – ο συγγραφέας με το όνομα σουλτάνου και τη δυτική παιδεία.

Δάφνη Σουλογιάννη
Αρχιτέκτων Μηχ.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital