ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

28 Ιούνιος, 2008

Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Η «άλλη» ύπαιθρος είναι «εδώ». Η παλιά, ύπαιθρος του 20ου αιώνα, ύστερα από αλλεπάλληλα κύματα «εκσυγχρονισμών» ή αυθόρμητων αλλαγών, διάγει πλέον μια περιθωριακή ζωή και παρέχει τα ξεθωριασμένα υλικά της για νοσταλγίες κάθε είδους.

Του Γιάννη Σχίζα

* Το παρόν κείμενο αποτέλεσε τη βάση εισήγησης σε συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών) μεταξύ 28 και 30.3.2008 υπό τον τίτλο : «Η διεκδίκηση της υπαίθρου- Νοηματοδότηση και κατοίκηση της φύσης στην σημερινή Ελλάδα»


Η «άλλη» ύπαιθρος ...
       
             Η «άλλη» ύπαιθρος είναι «εδώ». Η παλιά, ύπαιθρος του 20ου αιώνα, ύστερα από αλλεπάλληλα κύματα «εκσυγχρονισμών» ή αυθόρμητων αλλαγών, διάγει πλέον μια  περιθωριακή   ζωή  και παρέχει  τα  ξεθωριασμένα υλικά της  για νοσταλγίες κάθε είδους.  Ανατρέχω στα παλιά «αναγνωστικά» του δημοτικού σχολείου  αναδεύοντας  τις στάχτες του χρόνου σε αναζήτηση ξεχασμένων εικόνων  : Είναι ο γεωργός που σκορπίζει σπόρους  στο φρεσκοοργωμένο  χωράφι κάτω από τους σταχτείς φθινοπωρινούς ουρανούς, είναι τα λιόδεντρα  που λικνίζονται από τους χειμωνιάτικους βοριάδες, είναι τα ασβεστωμένα  τζάκια  με κάποια παιδόπουλα «κουρνιασμένα» δίπλα  στην παραμυθού γιαγιά  . Και  μετά  έρχονται τα  ανοιξιάτικα λιβάδια με τα ιμπρεσιονιστικά χρώματα  και   ο χαρούμενος  τρύγος του ύστερου καλοκαιριού με την εργασιακή   «πανστρατιά» όλων των ηλικιών  -  με  μεταφορείς γαϊδουράκια  απαράμιλλης γλυκύτητας, αλλά  και  υποπολλαπλάσιας ισχύος  έναντι των δεκάδων «ίππων» των σύγχρονων τρακτέρ....

        Τότε, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση «κοινωνούσε» μια ορισμένη μορφή ελληνικής υπαίθρου .  Σήμερα, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα,  αυτή η μορφή  αλλοιώνεται   και ο πειθαναγκασμός  της νέας εποχής γίνεται έκδηλος.. Το «παλιό» βλέπει την κόκκινη κάρτα να υψώνεται αμείλικτα και λαμβάνει την άγουσα προς τα μουσεία.....
         Η  φυγή των κατοίκων  στα μεγάλα αστικά κέντρα  και ιδιαίτερα η αστικοποίηση στον  ευρωπαϊκό χώρο, 
(1)σε συνδυασμό με την απομάκρυνση  του ενεργού πληθυσμού  από την αγροτική παραγωγή , δρα παράλληλα ή «συνεργιστικά» με εξελίξεις όπως η εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής, ο   σχηματισμός
μεγάλων αγροβιομηχανικών μονάδων, η έμφαση σε κλάδους με  συγκριτικά πλεονεκτήματα  στη διεθνή αγορά,, 
η εγκατάλειψη παραδοσιακών τομέων και δραστηριοτήτων. Η αγροτική οικονομία   εξαρτάται περισσότερο από την
«ένταση» κεφαλαίου και πληροφορίας, ενώ παράλληλα το ποσοστό της  αγροτικής παραγωγής στο ΑΕΠ  μειώνεται(2).
Δημιουργούνται  πλέον συνθήκες  μείωσης του παραγωγικού πλουραλισμού , συνθήκες που θα μπορούσαμε να
ονοματίσουμε  «ολιγοκαλλιέργεια» - κατά τα πρότυπα  αντίστοιχων «σημάνσεων» στο χώρο της οικονομίας της
αγοράς : «Ολιγοπώλιο», «Ολιγοψώνιο», κ.ά.. Οι  νέες παραγωγικές δομές βρίσκουν την αντίστοιχη έκφρασή τους στο χώρο, διαμορφώνοντας νέα σκηνικά και τοπία, ενώ ο μόνιμος πληθυσμός  της υπαίθρου αντικαθίσταται  σε σημαντικό  βαθμό από τον «ευκαιριακό πληθυσμό» των εκδρομέων, των τουριστών, των χρηστών  δεύτερης  κατοικίας.  Η νέα  κατάσταση  των διάσπαρτων οδικών αξόνων, των πυλώνων μεταφοράς ρεύματος, των εξοχικών και των «ταβερνοχώρων» με τα ψευδο-παραδοσιακά στοιχεία, των γηπέδων γκολφ και των «all inclusive ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, δεν είναι  απλή προέκταση  τάσεων  του προηγούμενου αιώνα. Για την ακρίβεια φαίνεται να συνιστά ενσάρκωση μιας  προφητείας της «Καταστασιακής Διεθνούς» για την επερχόμενη, «ψυχαγωγική ψευτοϋπαιθρο»....
       
Η φύσις σε ακολουθεί
  
         Οι πόλεις   σωρεύουν πληθυσμούς, προσφέρουν μεγάλη ποικιλότητα υπηρεσιών, μεγάλες επικοινωνιακές
δυνατότητες. «Ο αέρας των πόλεων απελευθερώνει», έλεγε ένα παλιό γερμανικό γνωμικό της αναγέννησης,
πράγμα που ουδόλως αποκλείεται  να συμβαίνει σε ορισμένους αστικούς χωρο-χρόνους.  Όμως  στην ύστερη βιομηχανική περίοδο  η πόλη εμφανίζεται να βιώνει μια σοβαρή και πολυδιάστατη κρίση. 
Η ατμοσφαιρική ρύπανση, η συγκοινωνιακή δυσλειτουργία, η στενότητα και ελλειμματικότητα ελεύθερων χώρων, η δυσμορφία  του αστικού τοπίου, η διάλυση των «κυττάρων συλλογικότητας» , το ανοίκειο περιβάλλον  και η ανασφάλεια, προξενούν σημαντικές απώλειες στο αναδυόμενο «ουρμπανιστικό όνειρο». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε όλη τη  διαδρομή  της αστικοποίησης, αναπτύσσεται  δριμεία  κριτική εναντίον των πολεοδομικών
σχηματισμών.
Ο «Αγροτισμός» όχι τόσο ως υποστήριξη ενός τρόπου παραγωγής αλλά και  μιας αναδιανομής του πληθυσμού στον ευρύτερο χώρο,  δεν θα καταθέσει εύκολα τα όπλα(3). Η κριτική του αστικού υδροκεφαλισμού δεν θα πάψει να εκτοξεύει βολές εναντίον των «υπέρμετρων» και δυσλειτουργικών αστικών μεγεθών, προσδίδοντας κατά κάποιο τρόπο  συνέχεια στο  ρεύμα  των «Απολεοδομιστών», που εμφανίστηκε  στη Σοβιετική Ένωση στις δεκαετίες  του 1920 και 30 (4). Τελευταία αλλά καθόλου ασήμαντη, η «αποκεντρωσιακή» ιδεολογία των οπαδών  της πληροφορικής επανάστασης, θα αναφερθεί στην  τηλεεργασία, στην τηλειατρική και στις τηλεδιευκολύνσεις γενικότερα,  που μειώνουν  τις μετακινήσεις και επιτρέπουν την  χωρική αποστασιοποίηση του πληθυσμού, και μέσω αυτών θα υπονοήσει   τη δυνατότητα ανακοπής του φαινομένου της αστικοποίησης.(5)

        Όμως οι πόλεις θα πάρουν το δρόμο τους συνθέτοντας όλο και μεγαλύτερους σχηματισμούς, προσαρτώντας τμήματα της περιαστικής φύσης,  επιβάλοντας την πρωτοκαθεδρία τους στον καταμερισμό των έργων. Η   βιομηχανική και μεταβιομηχανική πόλη  θα συνεχίσει να διογκώνεται  έστω και εάν  «εκκρίνει»   τη   νοσταλγία της φύσης, των ανοιχτών οριζόντων, των ακανόνιστων φυτικών και γεωλογικών μορφών,  των ήπιων ήχων. Οι  γλάστρες  που εγκαθίστανται στα μπαλκόνια , οι υπαρκτές αλλά και οι διεκδικούμενες φυτεύσεις των δημόσιων χώρων, η ζήτηση του περιαστικού πράσινου, εκφράζουν  την συνειδητοποιημένη   ανάγκη μιας υβριδικής ζωής – με πόλη αλλά και ορισμένη «δοσολογία» φύσης. Το  «απωθημένο» της  υπαίθριας ζωής  δεν θα εγκαταλείψει  τον ψυχισμό της νέας εποχής..  

       Στον ελλαδικό χώρο και στις απαρχές σχετικά της αστικοποίησης  η  νοσταλγία του «απολεσθέντος» χωριάτικου παραδείσου θα είναι αρκετά ισχυρή . Ποιητές όπως ο Κώστας Κρυστάλλης ή  ο Κωστής Παλαμάς θα εκφράσουν  ένα διάχυτο αίσθημα «αγροτισμού»  στην  αστική κοινωνία των πόλεων  του πρώτου μισού  του 20ου αιώνα. Η τραγουδίστρια  Σοφία Βέμπο θα αναπολεί «χωριό μου, χωριουδάκι μου- και πατρικό σπιτάκι μου – στη σκέψη μου σας έχω νύχτα- μέρα», ενώ  πριν από αυτήν, στην δεύτερη  δεκαετία του ίδιου αιώνα,   ένας αστός όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου θα πλέκει   το εγκώμιο της παλιάς «αγροκτηνοτροφικής τάξης πραγμάτων» : «Τα ψηλά βουνά» του, βιβλίο του 1918, με  σημαντικότατη απήχηση σε αρκετές γενιές ελληνοπαίδων, εκφράζει  την απώθηση όχι μόνο του αστικού περιβάλλοντος αλλά και των εμπορευματοποιημένων αξιών που αρθρώνονται με αυτό. (6).

       Σε αυτή τη πρώϊμη περίοδο αστικοποίησης η φυγή από την αστική κατάσταση συνδέεται κυρίως με την νοσταλγική επιστροφή στον  φυσικό και κοινωνικό ιστό του χωριού. Η εξοχική κατοικία είναι προνόμιο των  «ελίτ» κοινωνικών ομάδων, ενώ ο τουρισμός και η εκδρομική κινητικότητα στον περιαστικό και ευρύτερο υπαίθριο χώρο είναι μάλλον φαινόμενα  περιορισμένα .. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1950 οι αφίξεις ξένων επισκεπτών στον ελλαδικό χώρο ανέρχονται μόλις σε 33.000 χιλιάδες (7)! Στην αντίστοιχη περίοδο η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου από τα μεγαλοαστικά στρώματα, με τις μεγάλες επαύλεις και τα εξοχικά,  επιχειρεί κυρίως  να προσομοιώσει τον  παλιό αγροτικό κόσμο. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν απουσιάζουν οι κατασκευαστικές νεοπλασίες και άλλα φαινόμενα «βολονταριστικής» χρήσης του υπαίθριου χώρου. .  Μια πρώϊμη προσέγγιση  αυτού του φαινομένου κάνει ο Τζέϊμς Τζόϋς στον «Οδυσσέα»(1905). Δανείζομαι το σχετικό απόσπασμα και αξιοποιώ την  επισήμανση που κάνει η Ελένη Κοβάνη στο δοκίμιό της «Φιλοσοφία και αισθητική του αγροτικού τοπίου».(8)

«...γήπεδον τένις και πετοσφαίρας, γωνία φυτοκομίας, θερμοκήπιον τροπικών φυτών εξοπλισμένον με τον πλέον ενδεδειγμένον τρόπον δια την βοτανικήν, πέτρινη γλυπτική σύνθεσιν κήπου με συντριβάνι, μελισσοκομείον οργανωμένον επί ανθρωπιστικών αρχών, παρτέρια σε σχήμα οβάλ μέσα σε κομμάτια ορθογωνίου γρασιδίου με εκκεντρικές καμπύλες από κόκκινες και κίτρινες τουλίπες, γαλάζια σκυλάκια, κρόκους κλπ.»

         Μια άλλη, πολύ μεταγενέστερη  προσέγγιση του βολονταριστικού και  «εντυπωσιοθηρικού»  χαρακτήρα της  μεταμοντέρνας εξοχικής κατοικίας  δίνεται και από τον Θανάση Μουτσόπουλο.Ο τελευταίος  δανείζεται  από Θεσσαλονικιώτικο περιοδικό ένα  απόσπασμα που είναι δηλωτικό  της χλιδής  και της «ετσιθελικής χρήσης» του υπαίθριου χώρου:

       «Για κήπο ενός στρέμματος η σωστή υποδομή , που περιλαμβάνει πρώτης τάξεως φυτόχωμα, σύστημα αυτόματου ποτίσματος και τα συμπαρομαρτούντα, μεταφράζεται σε2,5 έως 4 εκατ. Δραχ. Εκτός εάν ζητήσετε να σας περιβάλλουν σειρές ολόκληρες από κίκες. Ο κίκας είναι ένας  είδος φοίνικα  που ξεκινάει απο 500χιλ.το μικρό δέντρο και φτάνει 3 εκατ. το μεγάλο. Οι μανόλιες κοστίζουν από 200χιλ-1 εκατ. το φυτό. Για να καταλάβετε, υπάρχει ένα τεράστιο φυτώριο στην Ιταλία, που προμηθεύει με φυτά όλο τον κόσμο και για να το περιδιαβείς χρησιμοποιείς αμαξάκι του γκολφ. Ο Κάρολος της Αγγλίας πλήρωσε για δύο θάμνους κουρεμένους σε σχήμα βασιλικής άμαξας, σαν της Σταχτοπούτας να φανταστείτε, 4 εκατ. Δρχ (τιμές 2000μΧ).(9)

       Η  διαχείριση του τοπίου και της υπαίθρου από τα μεγαλοαστικά στρώματα, που είναι σημαντικοί «καταναλωτές υπαίθρου» στη βιομηχανική και μεταβιομηχανική περίοδο, είναι συχνότατα άσχετη με  τη λογική της «ειρηνικής συνύπαρξης» κατασκευάσματος και τοπίου. Ο  Σόλων  Ξενόπουλος αντιπαραθέτει τη Villa Savoie, που κατασκευάστηκε το διάστημα 1929-1931 από τον  Λε Κορμπυζιέ στο Poissy, προς την οικία Κάουφμαν στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, που κατασκευάστηκε το 1935-37 από τον Φρανκ Λόϋντ Ράϊτ και έγινε γνωστή με το όνομα « Falling water».Να πως περιγράφει τη διαφορά τους, που είναι και διαφορά κοινωνικής συμπεριφοράς:

     «Η  Villa Savoie  σχεδιασμένη με βάση τις μετρικές αναλογίες του ανθρώπινου σώματος, με την βαθιά πίστη στον άνθρωπο, κάθεται απλά και ήρεμα στο τοπίο. Έχει ευγένεια, ταπεινότητα, εσωτερικότητα. Είναι λιτή αλλά πυκνή σε νόημα. Η κατοικία  «Falling water» προβάλλει προκλητικά και βίαια στο χώρο, καταβροχθίζει τα υλικά του τοπίου, δηλώνει επιδεικτικά την παρουσία της, αναδεικνύει την ισχύ των ιδιοκτητών της»..(10)

        Στο δεύτερο  μισό του 20ου αιώνα  το «χωροταξικό ντόμινο» ξεκινάει από την  ύφεση των κοινοτήτων της περιφέρειας και ειδικά των χωριών , για να περάσει στην άτακτη σώρευση πληθυσμών στην  πόλη ,  να οδηγηθεί   στην  αστική αποδιοργάνωση και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής ,  να τροφοδοτήσει εν συνεχεία ευρύτερες  τάσεις φυγής .. «Πλήττουμε μέσα στην πόλη, δεν υπάρχει πια βωμός του ήλιου»(11)  θα δηλώσει η «Καταστασιακή Διεθνής», στα πλαίσια μιας γενικότερης κριτικής της αστικοποίησης  στο «φόρτε  της βιομηχανικής κοινωνίας.  Μια έντονη δήλωση της απελπισίας και αγριότητας που προσλαμβάνει  η φυγή  των αστών με στόχο την αναψυχή, θα εκφραστεί από το κινηματογραφικό “weekend” του  Ζαν Λυκ Γκοντάρ: Εδώ οι «αναχωρητές» των πόλεων κατά τη διάρκεια των σαββατοκύριακων διαπιστώνουν τη δυσκολία της απόδρασης, την υποχώρηση όλων των ηθικών και συμβιωτικών αξιών, την εκτροπή της  αστικής κατάστασης σε ένα καθεστώς «άνθρωπος προς άνθρωπον λύκος». 
 
         Το φαινόμενο θα αποδειχθεί «κολλητικό» στις ανερχόμενες πόλεις του ευρύτερου δυτικού χώρου, όπως η Αθήνα : Εδώ  η φυγή προς την ύπαιθρο σε κρίσιμα σημεία του χρόνου – κυρίως πριν από μεγάλες αργίες- θα προσλάβει «Γκονταρικά» χαρακτηριστικά και θα οδηγήσει σε  εξωφρενικούς αριθμούς φυγάδων, της τάξεως των  2,5 εκατομμυρίων ! (12).  Η όλη κατάσταση θα προκαλέσει  ένα πλήρες «διαζύγιο» αστικού χώρου και ελεύθερου χρόνου, όπου όχι μόνο τα σαββατοκύριακα αλλά και  τα  μεγάλα εορταστικά γεγονότα όπως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα  θα συνδυασθούν με την  απομάκρυνση από την πόλη,με τη μετατροπή της υπαίθρου σε 
αναψυχής, με τις ψυχαγωγικές   υποδομές  να  «μεταναστεύουν» στην  ευρύτερη περιφέρεια.

         Ο θρίαμβος της αστικοποίησης είναι   «λειψός», η ήττα της υπαίθρου όχι ολοκληρωτική. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι αντίστοιχα ένας θρίαμβος και μια ήττα, που  διεγείρουν  την κοινωνική κριτική του ουρμπανισμού. Στον ελλαδικό χώρο η «αμφί-βοια»  κατάσταση ανάμεσα στις πόλεις της εργασίας  και στην ύπαιθρο   του ελεύθερου χρόνου, θα ενταθεί ιδιαίτερα και θα προκαλέσει «δευτερογενή φαινόμενα». .  Ο Έλληνας διανοούμενος με οικολογικές επιδόσεις ή  ανησυχίες  θα καταγγείλει πλέον τη μεταφορά των αστικών συνηθειών και δομών στην ύπαιθρο, θα αναφερθεί στον εξαστισμό της υπαίθρου που έχει  συνέπεια  την σχετική ομογενοποίηση πόλης-χωριού , θα προχωρήσει πικρόχολα στην  επανερμηνεία του Καβαφικού στίχου  που απευθύνεται στον φυγάδα ενός ορισμένου , ψυχικού και πολιτικού περιβάλλοντος : «Η πόλις σε ακολουθεί»…(13)      

             Παράλληλα όμως θα εκδηλωθούν  και αντίθετες ή ανορθόδοξες συμπεριφορές , που υποδηλώνουν ότι οι επιδράσεις  πόλης-υπαίθρου είναι διπλής κατεύθυνσης και  συνιστούν  πραγματική  «όσμωση» .   Πρόκειται για τις  περιπτώσεις εκείνες όπου αντί  της άτακτης και αδιέξοδης  φυγής από την πόλη προς τη φύση, η φύση προσκαλείται  στον αστικό χώρο. Με αυτό το σκεπτικό ο εικαστικός καλλιτέχνης  Δημήτρης Τσουμπλέκας  θα   φαντασιώνει  μέσα στο έργο του την πλατεία Ομονοίας ως κολυμβήσιμη, τους στύλους του Ολυμπίου Διός περικυκλωμένους από δάσος, τον λόφο του Φιλοπάππου  ενδιαίτημα ελαφιών και  άλλων άγριων ζώων.(14)     
            Εδώ πλέον η «φύσις ακολουθεί» τον άνθρωπο της αστικής εποχής. Σαν μια βαθύτατη και δομική νοσταλγία, «ορμέμφυτη» όσο και η ερωτική επιθυμία της επιστροφής στη μήτρα.

ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΣ  ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

         Ο τουρισμός και η εκδρομική πρακτική  αποτελούν βασικούς συντελεστές για τη  διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της νέας υπαίθρου. Μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η χωρική επέκταση  των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων παίρνει μεγάλες διαστάσεις, καθώς επικουρείται από βελτιώσεις των συγκοινωνιακών μέσων , από αναβάθμιση της ασφάλειας  των επισκεπτών, από αύξηση των εισοδημάτων και του ελεύθερου χρόνου. Οι διεθνείς αφίξεις  τουριστών συνιστούν μια τεράστια δυναμική  που προσεγγίζει το 1δις (15)και «ανασκηνοθετεί»  το χώρο σε πολλά γεωγραφικά μήκη και πλάτη, δίνοντας την εντύπωση μιας ακαταμάχητης δύναμης με  τελική έκβαση την κατάκτηση και «εξημέρωση» των πλέον άθικτων περιοχών του πλανήτη. Υπό το κράτος αυτών των αντιλήψεων  ο κόσμος εμφανίζεται ως  προορισμένος να χάσει τα μυστικά του και να αλωθεί μέχρι τις εσχατιές του από
έναν νέο εποικισμό. Όμως σε αντίθεση με αυτή την μηχανιστική προέκταση των σημερινών  τάσεων προς το μέλλον,  η διαλεκτική  προσέγγιση  του φαινομένου φέρνει στην επιφάνεια μια βασική σύγκρουση.Είναι η σύγκρουση  ανάμεσα στην  «χωρική διαστολή» της ψυχαγωγικής δραστηριότητας, που παίρνει  τη μορφή του τουρισμού, του εκδρομισμού και της εξοχικής κατοικίας,  και στη «συστολή» που προέρχεται από την  διαμόρφωση  ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων   κοντά στα  μεγάλα αστικά  κέντρα. Αυτές οι τελευταίες  δραστηριότητες είναι νέες μορφές αναψυχής  με  τεχνητό και συνθετικό χαρακτήρα, που προσφέρουν  σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια στον «χρήστη» σε αντίθεση με αυτήν που παρέχεται από το συνδυασμό ενός αεροπορικού ταξιδιού και την παραμονή σε μια εξωτική χώρα,  ενώ επίσης εξοικονομούν χρόνο και χρήμα.


Καταστρεπτική οδοποιία στον Όλυμπο - φωτογραφία Γιάννη Κοφινα



Τα Ιουράσια Πάρκα, οι ντίσνεϋλαντ, τα «συνθετικά χωριά» που έχουν σκηνοθετηθεί για να εκπέμψουν μια αίσθηση παρεμφερή με αυτή των αυθεντικών χωριών, που «εξοικονομούν» μετακινήσεις και  προσφέρουν είτε
κονσερβαρισμένες εμπειρίες με υποτιθέμενη φυσικότητα ή απολύτως νέες εμπειρίες,  αλλοιώνουν το παραδοσιακό
DNA του τουρισμού,  που εμπεριέχει την χωρική μετακίνηση. (16) Ο Μαλαισιανός επενδυτής που εγκαθιστά ένα
τεχνητό τροπικό περιβάλλον στα περίχωρα του Βερολίνου καλώντας τους Γερμανούς να το απολαύσουν, περιορίζει
την κινητικότητα και την παρουσία του τουριστικού και εκδρομικού ρεύματος στην περιφέρεια.(17)

            Ταυτόχρονα όμως  και άλλες εξελίξεις στο χώρο των υπηρεσιών αναψυχής  δρουν αναχαιτίζοντας
εν μέρει την  υχαγωγική κινητικότητα και διασπορά  του τουριστικού ρεύματος ,  και  διαμορφώνοντας  έμμεσα  την
«ύστερη» ύπαιθρο.. Τέτοια είναι    τα ξενοδοχεία με τις all inclusive διευκολύνσεις , ή οι λεγόμενες από εμάς
Π.Ο.Τ.Α(Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης) που με τη παροχή ποικίλων υπηρεσιών και
διευκολύνσεων καθηλώνουν  τον ταξιδιώτη σε ένα «εσωτερικό τοπίο» υπηρεσιών, ενισχύοντας έτσι  μια μορφή
αναψυχής με μικρότερη παρουσία  στον μείζονα χώρο της υπαίθρου.

            Η ψυχαγωγική λειτουργία    υπόκειται στη δράση όχι μόνο «κεντρόφυγων αλλά και «κεντρομόλων» δυνάμεων. Η  χωρική διάχυση  των  ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων  δεν  αποτελεί έναν απλοϊκό  ιστορικό μονόδρομο ή  μια απλή  συνέχεια  και προέκταση  του μαζικού τουρισμού. Η έκβαση  της διελκυνστίδας κεντρόφυγων και κεντρομόλων δυνάμεων,  εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές συνθήκες στην  περιφέρεια του πλανήτη, από τη κατάσταση και ασφάλεια των συγκοινωνιακών δικτύων, από την επέκταση του Κράτους – Δικαίου. κλπ.Σε μεγάλο επίσης βαθμό εξαρτάται από την επινοητικότητα της βιομηχανίας της αναψυχής και από την δυνατότητά της να διαμορφώνει τεχνητούς  «διασκεδασοχώρους», ανταγωνιστικούς με τους αντίστοιχους χώρους φυσικής και πολιτιστικής αναψυχής. Παρά την  αρχική αποσύνδεση της πόλης από την αναψυχή και την  «συνήθη» πρόσληψη αυτής της τελευταίας στον υπαίθριο χώρο, παρά την αρχική εξέλιξη διαφόρων  αστικών σχηματισμών προς την κατεύθυνση της «ολιγολειτουργικής» πόλης, της  «πόλης-υπνωτηρίου», υπάρχουν  ενδείξεις για μια τροχιά  αντίθετης φοράς, που «αντικειμενικά» οδηγεί  στην  επαναπροσέγγιση  πόλης και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. 

          Από την άποψη του χρόνου και του χώρου, παρά τις υποδομές άμεσης εξυπηρέτησης όπως είναι τα
ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα μπαρ, κλπ.ή και παρά την «υπεξαίρεση» προνομιακών περιοχών  στις παραλίες ή
σε ορεινούς χώρους ,  η τουριστική δραστηριότητα   επηρεάζει  σχετικά λιγότερο  την κατάσταση του υπαίθριου
χώρου. Πάντως η  διαπίστωση αυτή δεν πρέπει να οδηγεί στην παραγνώριση των αυξανόμενων επιδράσεων   που ασκούνται από «δορυφορικές» ψυχαγωγικές δραστηριότητες όπως είναι τα γήπεδα γκολφ ή τα χιονοδρομικά κέντρα.

ΕΞΟΧΙΚΗ  ΚΑΤΟΙΚΙΑ

«Κάποιοι δεν θέλουν απλώς εξοχικά, αλλά θέλουν πρωτίστως να ‘‘εξέχουν’’»
Γιάννης Ράπτης
Περιοδικό «Οικοτοπία», Οκτώβριος 2004

          Η σημαντικότερη «μεταλλαγή» της υπαίθρου  προέρχεται από την εγκατάσταση και διασπορά της εξοχικής
κατοικίας.. Στον ελληνικό χώρο η διασπορά αυτή θα προσλάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις μετά τη δεκαετία του
1980, παρά τις ενστάσεις παραγόντων  του παλιού ΥΧΟΠ(Υπουργείο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος) υπό τον
Αντώνη Τρίτση, που υποστήριζαν την εξοχική δόμηση γύρω από τους παραδοσιακούς οικιστικούς πυρήνες της
περιφέρειας.

       Οι νέες μορφές  διάχυσης της εξοχικής κατοικίας, κάποτε με  ατάκτως ερριμένα οικήματα και  ιδιότυπες
«ρωβινσονιάδες»  και κάποτε με οργανωμένους οικισμούς από συνεταιρισμούς,  θα επηρεάσουν  σημαντικά τα
μορφικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά της υπαίθρου. Η  εξοχική κατοικία  σε εδάφη  υψηλής γεωργικής
γονιμότητας, ή σε εδάφη  δασικά, παραλιακά, υγροτοπικά, μεγάλης  οικολογικής σημασίας, μπορεί να
καταλαμβάνει μικρή έκταση, όμως οι  συνέπειές της  στην μορφική αρτιότητα  και  οικολογική
λειτουργικότητα του χώρου είναι μεγάλες.

         Στην Ελλάδα  η  χωροθέτηση της εξοχικής κατοικίας θα πειθαρχήσει   κυρίως στα συμφέροντα και στην
 διασπορά της γαιοκτησίας, πράγμα που  έχει σαν παράπλευρη απώλεια  τον  «εισοδισμό» της κατοικίας
σε κρίσιμες,  από αισθητική και περιβαλλοντική άποψη,  περιοχές. Ταυτόχρονα η  τέτοια  χωροθέτηση  θα αυξήσει
το κόστος παραγωγής της εξοχικής κατοικίας και των  υποδομών που την συνοδεύουν,επηρεάζοντας  αυξητικά
και τα γενικότερα κόστη  αναψυχής στην ύπαιθρο.

        Στις ύστερες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η  αποδυνάμωση του χωριού ως στοιχείου έλξης και ως προτύπου 
επανεποικισμού  της φύσης, θα  συνδράμει  ένα «νεωτεριστικό» πνεύμα κατοίκησης της υπαίθρου.  Το νέο
πνεύμα στη μεγαλοαστική του εκδοχή θα αποφύγει  τις «προσομοιώσεις» των  αγροτόσπιτων και γενικώς τις
παραδοσιακές «ρουστίκ» φόρμες και   θα εκφραστεί συχνά  με ογκώδεις κατασκευές ανακτορικών προδιαγραφών, με την εκτόπιση των παραγωγικών φυτών και την προτίμηση «ξενοφερμένων» καλωπιστικών φυτεύσεων, με το γκαζόν, τους φοίνικες  και τις πισίνες -  έστω και υπό συνθήκες εγγύτητας με τον θαλάσσιο χώρο. Στις περιπτώσεις των μεσαίων στρωμάτων,  ο ψυχαγωγικός εποικισμός της υπαίθρου θα προσανατολισθεί  άλλοτε στην συνεταιρική
αξιοποίηση νέων περιοχών μακριά από τους παραδοσιακούς  οικιστικούς πυρήνες ,  άλλοτε στην αξιοποίηση
υπαρχόντων ζωνών αναψυχής σε λουτροπόλεις ή ορεινά κεφαλοχώρια, ενώ σπανιότερα θα οδηγήσει  στην
(θριαμβευτική) επιστροφή στο χωριό – κοιτίδα της οικογένειας.

      Η εξοχική κατοικία ή έπαυλη ή διαμέρισμα θα στοχεύσει στη νομή του τοπίου, κι αυτό θα εκφραστεί  συχνά
με την επιλογή ειδικών θέσεων στο χώρο, κυρίως  με μεγάλο και ενδιαφέρον  οπτικό πεδίο. Όμως η συγκεκριμένη
διείσδυση ή εγγύτητα  θα αποδειχθεί τραυματική για τη μορφή του χώρου και η εξέλιξη της «αισθητικής προσόδου»
που εισπράττουν οι ιδιοκτήτες  θα αποδειχθεί φθίνουσα : Μέσα  στην πορεία του εποικισμού  κάποιας 
περιοχής , η «διανομή» του τοπίου και της γραφικότητας σε  όλο και περισσότερους χρήστες ,  θα καταλήξει  στην
υποβάθμιση της ποιότητάς τους....

           Η «άγρια φύση», οι «παρθένες» περιοχές,τα τοπία πυκνής και υψηλής βλάστησης,  οι περιοχές με τους
μεγάλους ορίζοντες,τα παράλια της χώρας,  τα ρουστίκ σκηνικά, κάποτε τα βραχώδη «Ελ Πάσο» της ελληνικής
υπαίθρου, θα πληγούν από τον «άκροβολισμό» των εξοχικών κατασκευών και  από τις «διεισδύσεις» -  που δηλώνουν λιγότερο ερωτική σχέση και περισσότερο βιασμό !  Ειδικά οι κατοικίες σε δάση ή σε δασικές περιοχές με  τα «συμπαρομαρτούντα» όπως είναι το οδικό δίκτυο και οι άλλες υποδομές,  εκτός από τα ζητήματα νομιμότητας ή
συμφιλίωσης   με την «κλεπταποδοχή» των δασικών κλοπιμαίων  ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας,  θα κάνουν
έκδηλη την επίδραση της δόμησης  στους ζωοπληθυσμούς και ενίοτε στους φυτικούς πληθυσμούς.

          Οι επιστήμονες και τα κοινωνικά κινήματα θα υποστηρίξουν τη  «σύζευξη»  της οργανωμένης αστικής
δόμησης με ορισμένα στοιχεία   «εξημερωμένης» φύσης όπως είναι οι πέργκολες, οι ταρατσόκηποι, οι δενδροστοιχίες
, τα παρτέρια,  τα πάρκα, τα περιαστικά άλση .. Η συνάντηση της πόλης με τη φύση θα αποθεωθεί, η έννοια της
«Οικόπολης» θα αναγορευθεί σε  στρατηγικό στόχο και θα αποτελέσει  πεδίο δόξης λαμπρό για την επινοητικότητα
των περιβαλλοντολόγων.  Από μια  άλλη όμως πλευρά, σε ένα διαφορετικό χωρικό πλαίσιο , ο συνδυασμός των ίδιων «υλικών»(δόμηση + φύση)  θα καταγγελθεί ως «τραγέλαφος» με καταστρεπτικές συνέπειες για το περιβάλλον: 
Είναι η περίπτωση της κατοίκησης σε περιοχές   δασικές, που θεωρούνται  περιοχές «αμιγούς φύσης». Που μπορούν
να επιτελούν τις ποιοτικές λειτουργίες τους μόνο πάνω από ορισμένο , ακέραιο ποσοτικό μέγεθος. 

            Παρ’ όλα αυτά στον δημόσιο λόγο δεν θα απουσιάσουν οι περιπτώσεις  επιστημόνων που θα
συνηγορήσουν υπέρ  της  πολεοδόμησης  δασών και  υπέρ της «εμφύτευσης» κατοικιών σε δάση ή δασικούς
χώρους, συνήθως  με το επιχείρημα της αύξησης της δασοπροστασίας  μέσω της ιδιωτικής παρουσίας και
πρωτοβουλίας(18) . Στη δεκαετία του 1980, στη σχετική συζήτηση δια μέσου ειδικών εντύπων όπως η «Νέα
Οικολογία», θα επιστρατευθούν επιχειρήματα για  την «παραδοσιακή σχέση ανθρώπου και δάσους» , θα παραγνωρισθεί  η έννοια της αρτιότητας του δασικού οικοσυστήματος, θα αποσιωπηθεί η επίπτωση της ανθρώπινης παρουσίας στους ζωοπληθυσμούς,,  οι δε  υποψήφιοι εποικιστές των δασών με τα συμπαρομαρτούντα – οδικά, ηλεκτρικά και άλλα δίκτυα – θα παρουσιασθούν ως  ήπιοι εποικιστές τύπου Χιονάτης και Κοκκινοσκουφίτσας... Χαρακτηριστική είναι η  περίπτωση του συνεταιρισμού της «Ιπποκράτειας Πολιτείας» στην Πάρνηθα, σε πυκνή δασοσκεπή έκταση,  όπου ο χαμηλός συντελεστής δόμησης και τα μικρά ποσοστά κάλυψης των οικοπέδων σε ένα περιβάλλοντα και ρυμοτομημένο χώρο 7200 στρεμμάτων, θα χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα  για την υποτιθέμενη προστασία του δάσους και  για την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ενώ παράλληλα θα υποτιμηθεί η επικινδυνότητα του δασικού χώρου λόγω της ανάπτυξης υψηλών θερμοκρασιών και πυρκαγιών. Στα πλαίσια αυτής της συλλογιστικής, θα αγνοηθεί σκοπίμως ο κατακερματισμός της φύσης μέσω της πολεοδόμησης, που αφήνει στη θέση του αρχικού χώρου κλάσματα μικρότερης  λειτουργικότητας , η δε  δασοπονία θα εκληφθεί ως κηπουρική ειδικού χαρακτήρα...(19)

        Ο «ακροβολισμός» αφενός και ο «εισοδισμός»  αφετέρου αποτελούν  λέξεις- κλειδιά για να κατανοηθούν  οι 
δυσλειτουργίες και δυσμορφίες που επιφέρει  μεγάλο μέρος της ψυχαγωγικής δόμησης στον ευρύτερο
υπαίθριο χώρο.Και οι δύο αυτές λέξεις έχουν προφανώς ρελατιβιστικό χαρακτήρα, αναφέρονται σε ειδικές
καταστάσεις διασποράς  ή εγγύτητας των  κατασκευών  με δημόσια αγαθά.Η εγγύτητα της κατοικίας στην παραλιακή ζώνη πλήττει ευθέως το αίσθημα της ανοικτότητας του τοπίου, της άνεσης και μοναχικότητας , του
«πρωτογονισμού» που ενδόμυχα  προσδοκούν οι χρήστες του χώρου . Η διείσδυση της  εξοχικής κατοικίας σε
αγροτικές περιοχές «ρυτιδώνει»   το αγροτικό τοπίο,  υφαρπάζει πολύτιμα γεωργικά εδάφη  και γενικά αποδυναμώνει τη γεωργική προοπτική  καθώς διαχέει στον πληθυσμό προσδοκίες εύκολου οικιστικού κέρδους.

«Πριν 10-15 χρόνια, στην πλαγιά πάνω από το σπίτι μου, μια φεγγαροφώτιστη νύχτα, έχοντας στα πόδια μου απλωμένο το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, είχα ευχηθεί  ‘‘ όταν και το τελευταίο τετραγωνικό του λεκανοπεδίου χτιστεί και όταν και το τελευταίο τετραγωνικό του λεκανοπεδίου ηλεκτροφωτιστεί, εγώ ελπίζω να έχω πεθάνει...’’ . 10-15 χρόνια μετά, σήμερα, κάθε τετραγωνικό έχει κτιστεί και κάθε τετραγωνικό έχει ηλεκτροφωτιστεί . Αλλά εγώ δεν έχω πεθάνει . Ούτε καν να γεράσω έχω προλάβει !
Γιάννης  Δ.Κ. Δημολιάτης, «Να απαγορευτεί το χτίσιμο των κάμπων», περιοδικό «Οικοτοπία», τεύχος 32

              Η εκρηκτική επιτάχυνση των αλλαγών στο «φαίνεσθαι»  της υπαίθρου μέσω της δόμησης δεύτερης κατοικίας αλλά και μέσω διαφόρων   μετασχηματισμών, θα παράγει αισθήματα αποξένωσης σε μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού,  με  οικολογικές ή άλλες ευαισθησίες.Στον 21ο αιώνα ο χρήστης της υπαίθρου δεν θα προλαβαίνει  να
πλήττει  από την επαναληπτικότητα  των υπαίθριων σκηνικών, δεδομένου ότι αυτά τα τελευταία υποβάλλονται σε
ταχύτατες μεταβολές. Τα ελεύθερα κτισμάτων σκηνικά  μετατρέπονται  σε κτισμένα, τα άγρια σε εξημερωμένα, τα
«άμορφα» και ακανόνιστα σε τακτοποιημένα και «καθώς πρέπει». Το τοπίο της υπαίθρου παράγει  όλο και
περισσότερες εκπλήξεις, που στην μεγάλη τους  πλειοψηφία  είναι δυσάρεστες......
     

Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ

               Η αυξανόμενη κινητικότητα  σε αναζήτηση  αναψυχής , αποτελεί σοβαρό παράγοντα αλλαγής της μορφής και των λειτουργιών της υπαίθρου. Υπερτοπικά και τοπικά  οδικά δίκτυα αναλαμβάνουν «να φέρουν κοντά» τους πολίτες με χώρους  αισθητικού, λαογραφικού, πολιτιστικού ή περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, με περιοχές «παρθένες» ή σχετικά άθικτες, με ιδιαιτερότητες και καταστάσεις  «διαφορετικές» από αυτές των πόλεων.
Όμως  συχνά η εγγύτητα που υπόσχονται τα οδικά δίκτυα  περνάει μέσα  από καταστροφές και αλλοιώσεις
που κατά τα πρότυπα μιας αλυσσιδωτής αντίδρασης επηρεάζουν και  ευτελίζουν τους προορισμούς. Τότε η
αρχική στόχευση προδίδεται,  η «διαφορετικότητα»   γίνεται  απλός αντικατοπτρισμός μέσα σε μια απεραντωσύνη 
κοινοτοπίας,  το «κοντά» συσχετίζεται  με το «πουθενά» της γραφικότητας ....


ΕΞΟΧΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ, φωτογραφία Γιάννη Δημολιάτη



           «Πρέπει οι δρόμοι να οδηγούν παντού;», αναρωτιόταν  ο Ζ.Κοτιώνης  σε άρθρο του  σε εφημερίδα
ευρείας κυκλοφορίας (20) .Όμως η σχετική ευκολία στην παραγωγή των οδικών έργων , η πίεση των ευρωπαϊκών
προγραμμάτων , οι προεκλογικές ή άλλες άμεσες ανάγκες  των μικροκοινωνιών της περιφέρειας, η παροχή άμεσης
απασχόλησης σε εργολάβους και εργατικό δυναμικό, διαμόρφωσαν  στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία μια ειδική
δυναμική. Ήταν η δυναμική   μιας οδοποιίας «άνευ ορίων, άνευ όρων», κατά την ερωτική στιχουργική του ποιητή
Εμπειρίκου.

           Η οδοποιία βιάζει συχνά  τις μορφές και τις λειτουργίες της υπαίθρου υπό το πρόσχημα της ικανοποίησης
των τοπικών αναγκών , οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων επικυρώνουν μάλλον τις πρακτικές των διαχειριστών παρά σκιαγραφούν πολλαπλά  σενάρια και εναλλακτικές λύσεις. Στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και μέχρι το 1990, και μόνο σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, θα διανοιγεί ένα τεράστιο οδικό δίκτυο.

Σχετικά με τα  περιβαλλοντικά προβλήματα  αυτής της οδοποιίας, θα σημειώσει ο δασολόγος Γιώργος Ντούρος :
«Το δασικό οδικό δίκτυο επεκτείνεται σε όλο και επικλινέστερα εδάφη, κατασκευάζεται με όλο και μεγαλύτερα και
βαρύτερα σκαπτικά μηχανήματα, κατά κανόνα έχει πλατύτερη ζώνη καταλήψεων, διασχίζει εκτάσεις χωρίς υψηλή
δασική βλάστηση και είναι ορατό από μεγάλες αποστάσεις…Οι εγκρίσεις για τη διάνοιξη νέων δασικών δρόμων είναι
αρμοδιότητα που έχει αποκεντρωθεί στις νομαρχίες και οι έλεγχοι είναι χαλαρότεροι. Γενικά, δίνεται η εντύπωση  ότι οι δρόμοι είναι αυτοσκοπός». Και σημειώνει   ο ίδιος συγγραφέας :  «Οι 50.000 χλμ. δασικοί δρόμοι που κατασκευάσθηκαν (μέχρι το 1990)σε παραγωγικά δάση για τις δασικές μεταφορές, σε αλπικές περιοχές για την κτηνοτροφία, σε πευκοδάση και θαμνώνες για την αντιπυρική προστασία, για τη διευκόλυνση των αναδασώσεων ή  άλλων έργων, δεν φαίνεται να αυξάνουν την δασική παραγωγή ή να λύνουν το πρόβλημα των πυρκαγιών.Αντίθετα κάνουν τη δασική εκμετάλλευση εντατικότερη, τη λιβαδοπονία εκτατικότερη, τις πυρκαγιές περισσότερες, ενώ διασπούν δασικά οικοσυστήματα, απαρτιώνουν και υποβαθμίζουν το δασικό τοπίο, διευκολύνουν τη θήρα – νόμιμη και παράνομη – και μειώνουν δραστικά τους πληθυσμούς των άγριων ζώων».(21)

       Η οδοποιία  χωρίς εκτίμηση των περιβαλλοντικών και αισθητικών επιπτώσεων γίνεται  «αυτοσκοπός», όμως από μια άλλη σκοπιά  θα αποτελέσει  «μέσο» για μια «αστόχαστη διείσδυση»(Ζ.Κοτιώνης)  στον μείζονα υπαίθριο χώρο.Έρχεται πλέον η εποχή των μεγάλων χερσαίων οχημάτων, των οποίων  η διακίνηση φτάνει μέχρι του σημείου να ‘απελευθερώνεται’ από τους περιορισμούς και τις οριοθετήσεις του οδικού δικτύου.Έρχονται  τα τζιπ 4Χ4 με τις off road δυνατότητες, «ατσαλάκωτα» και απαστράπτοντα κάποτε  ως εκ του σνομπισμού κάποιων ιδιοκτητών,  ικανά  κάποτε να πατούν  «απάτητες» περιοχές και να συνδιαφημίζονται με τους ανθρώπους του  Camel.  Το περιοδικό 4 ΤΡΟΧΟΙ (Δεκέμβριος 2001)  αναφέρεται σε μια ανάβαση στον Όλυμπο μόλις 318 μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή  του «βουνού των θεών»(22),  το Cruiser  της Τογιότα επαίρεται γιατί  κυκλοφορεί  στα πιο προβληματικά καιρικά σκηνικά χρησιμοποιώντας  ερπύστριες  και «κάνοντας τα βουνά να χάνουν τα κρυφά τους σημεία», το τζιπ της Suzuki  αυτοσυστήνεται ως ικανό να πηγαίνει εκεί όπου δεν πηγαίνουν τα ανθρώπινα πόδια..(23)

           Η εικονοποιία των διαφημιστών  των 4Χ4 υπογραμμίζει το στοιχείο της  παντοδύναμης παρουσίας στα πλέον απίθανα μέρη, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες . Η τρέχουσα διαχείριση της υπαίθρου φαίνεται  σαν να διακηρύσσει έναν κυκλοφοριακό «πλουραλισμό», όπου όλα τα μέσα  και όλες οι οδεύσεις είναι θεμιτές. ΤΟ ΠΗΓΑΙΝΕΙΝ  ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ    ΠΑΝΤΟΙΟΤΡΟΠΩΣ (24) ανάγεται σε βασικό αξίωμα μιας υποτιθέμενης ελευθεριακής  αντίληψης . Από την άλλη όμως πλευρά παραγνωρίζονται οι συνέπειες αυτών των πρακτικών σε παραδοσιακές, «διατηρητέες», φυσιολατρικές και αισθητικές οδεύσεις, που ακυρώνονται άλλοτε από τη διάνοιξη δρόμων και άλλοτε από τη βαρεία όχληση κάποιων  κυκλοφοριακών μέσων.
Η Ορνιθολογική Εταιρεία  καταγγέλει την  καταπάτηση του υγροτόπου της Κέρκυρας στην περιοχή των Κορρυσίων, για την δοκιμή οχημάτων 4Χ4.(25) Οι  φυσιολατρικές οργανώσεις του Πηλίου καταγγέλουν την καταστροφή των μονοπατιών,(26) ο συγγραφέας Νίκος Χαρατσής αναφέρεται στην λογική της  «επικάλυψης» του χερσαίου πεζοπορικού δικτύου από διάφορες δραστηριότητες  -  με ηθικό αυτουργό  το γνωστό  «εκσυγχρονιστικό» μένος  τοπικών και υπερτοπικών παραγόντων. (27) Οι αυτοσχέδιοι ή προγραμματισμένοι αγώνες μοτοκρός σε μονοπάτια της Πάρνηθας, τα ράλυ που διοργανώνονται όχι μόνο στη διαδρομή Παρίσι – Ντακάρ αλλά και στο Ποικίλο όρος, ακόμη και η πρόσφατη προσπάθεια για την τέλεση αυτοκινητιστικών  αγώνων σε τμήματα του διεθνούς ορειβατικού μονοπατιού Ε4,(28) πιστοποιούν ένα πνεύμα χρησιμοποίησης της υπαίθρου ως οικοπέδου γενικών χρήσεων.Ακόμη και η επικαιρική καταπάτηση του «ηχοτοπίου» των περιαστικών δασών από «μηχανόβιους», συνιστά  βαρεία  και κάθε άλλο παρά αμελητέα  όχληση. Η  ηχητική διείσδυση  ακυρώνει ουσιαστικά το τοπίο, δεδομένου ότι αυτό   προσλαμβάνεται από τον παρατηρητή και επομένως να υπάρχει,  μόνο υπό την  προϋπόθεση  ορισμένου ηχητικού καθεστώτος .

 Αντιγράφω από ένα εντιτόριαλ του περιοδικού ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ(τεύχος36):
«Όπως το ανθρώπινο έτσι και το υλικό τοπίο δεν είναι μόνο οπτικό  ερέθισμα αλλά μια ολότητα ερεθισμάτων, μερικές φορές τραγικά ασύμβατων. Τοπίο είναι το κελάρυσμα μιας πηγής, η μυρωδιά του καλοκαιρινού μελισσόχορτου, το βουητό του Βορριά ακουσμένο στην εσοχή ενός λοφίσκου. ...


         Το πνεύμα της νέας εποχής  εκδηλώνεται πολλές φορές σε αντιπαράθεση  με τα «απαράγραπτα δικαιώματα του άγριου απέναντι στο κτισμένο».(29) Ο αγοραίος κυκλοφοριακός πλουραλισμός αποδεικνύεται αντιφατικός, ασυνάρτητος, προβληματικός για τα δικαιώματα του ανθρώπου στο χώρο, προβληματικός για την άγρια ζωή. Οι Κινέζοι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνω

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital