ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

05 Ιούνιος, 2007

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σε μια κοινωνία διαρκώς αστικοποιούμενη , οι χώροι και το τοπίο των πόλεων καλούνται να υπηρετήσουν τις ανάγκες του πλουραλισμού , χωρίς όμως να μετατρέπονται σε απλά και αποξενωτικά «αξιοθέατα»

Του Γιάννη Σχίζα

     Αρκετοί   θεωρούν ότι στα νέα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης  η εντοπιότητα παύει να  είναι  σημαντική  για τον άνθρωπο.
    Το ταξίδι, ο τουρισμός, η εκδρομική κινητικότητα, η πρόσληψη πολλών  πληροφοριών και ερεθισμάτων, η πολυ - πολιτισμικότητα, η διπλή κατοικία , θεωρείται ότι  αποδυναμώνουν  τις παραδοσιακές μορφές συνάφειας  με τον  χώρο:  Αυτές που εμφανίζονταν σαν στέκια, γειτονιές, συνοικίες, μικρές εστίες ζωής.  Που διέθεταν και  το αντίστοιχο πνεύμα τους.

      Στην εποχή του διαδικτύου   φαίνεται αμφίβολο το κατά πόσο ο Καβάφης θα συνέθετε  ένα ποίημα όπως αυτό που απηύθυνε   «Στον ίδιο χώρο» :
  «Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας  -
  που βλέπω και που περπατώ, χρόνια και χρόνια –
 σε δημιούργησα μές σε χαρές και μες σε  λύπες –
 με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα –
 κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο για μένα».
Και οι Μπητλς ίσως  δεν θα μπορούσαν να εμπνευσθούν  για μια γειτονιά στο Λίβερπουλ, όπως αυτή στο τραγούδι  τους για  το «Penny Lane» - που  έμενε καθηλωμένο 
«στ’ αυτιά και στα μάτια τους -
 κάτω από τους γαλάζιους ουρανούς των περιχώρων»… 

       Όμως  παρά την  αυξημένη κινητικότητα  ανθρώπων και  πληροφοριών,  η σχέση με  ένα χώρο οικείο   παραμένει δραματικά  απαραίτητη..  Γιατί η   ανάγκη  του σύγχρονου ανθρώπου για πλουραλισμό ερεθισμάτων και εικόνων  δεν εκτοπίζει την αναζήτηση ενός  ψυχικού  αγκυροβόλιου, μιάς  περιοχής σύζευξης και συμ-βίωσης  με τον άλλο, ενός  πεδίου αναγνώρισης  και έκφρασης  κοινών  αναγκών.  Το στέκι παραμένει πόλος ζωής, η γειτονιά σημείο αναφοράς, η  πόλη μπορεί να είναι μια μικρή πατρίδα, όπως έλεγε ο Λε Κορμπυζιέ στη «Χάρτα των Αθηνών». Έστω κι αν υπάρχουν πολλές τέτοιες μικρές πατρίδες ,κάποτε  μάλιστα  εύκολα προσβάσιμες , φιλικές και ελκυστικές .
       Θα λέγαμε μάλιστα ότι πίσω από μια  εκ πρώτης όψεως   αντιπαλότητα,  ο πλουραλισμός και η οικειότητα  αλληλοτροφοδοτούνται , διάγουν σε  κατάσταση  υπόγειας διαπλοκής, εν τέλει αξιώνουν μια ορισμένη μεταξύ τους «δοσολογία» . Και τούτο γιατί  ο πληροφοριακός και γνωστικός πλουραλισμός, ο καταιγισμός των ταξιδιωτικών, τηλεοπτικών, διαδικτυακών, κινηματογραφικών ερεθισμάτων, διεγείρει  την ανάγκη της ζωντανής επαφής και της οικειότητας. Και  αντίστροφα , η οικειότητα δημιουργεί «φυγόκεντρες» τάσεις και  διεγείρει γνωσιοθηρικές κινήσεις  και προσφυγές  στο χώρο των «μέσων».
 
       Σε μια κοινωνία  διαρκώς  αστικοποιούμενη  , οι  χώροι και το τοπίο των πόλεων καλούνται να  υπηρετήσουν   τις ανάγκες του πλουραλισμού , χωρίς όμως να μετατρέπονται σε απλά  και αποξενωτικά «αξιοθέατα».  Οι αστικοί χώροι πρέπει να εκπέμπουν έναν μορφικό πλούτο, πρέπει να μην είναι  εικαστικά αδιάφοροι ή απωθητικοί,  όμως επίσης πρέπει να συνιστούν φιλικά κελύφη ζωής.Να νεωτερίζουν,  αλλά ταυτόχρονα να είναι γνώριμοι, οικείοι, πρόσχαροι. Να είναι μεταβλητοί και ανοικτοί στις μορφικές αλλαγές και στις  νέες πολεοδομικές «σκηνοθεσίες» , αλλά ταυτόχρονα   να παρέχουν κάποια στοιχεία  διάρκειας -  θα έλεγα, απηχώντας μια προβληματική του Δ.Φατούρου(1967) . Θα πρέπει να εντυπωσιάζουν αλλά και να μην «ξενίζουν» την ευρύτερη κοινωνία, εξασφαλίζοντας έτσι το σεβασμό κι  ακόμη την  ακεραιότητά τους  -   εκεί  όπου «ανθεί» ο βανδαλισμός.
      Την άνοιξη του 2006 το περιοδικό ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ  σε συνεργασία  με δύο άλλους  φορείς  -  το περιοδικό ΔΟΝΤΙ των Πατρών και την «Ευώνυμο Οικολογική Βιβλιοθήκη» -   στα πλαίσια μιας προβληματικής για το μέγεθος, την ποιότητα και την αρτιότητα των ελεύθερων χώρων, διάλεξε  ένα στρατηγικό στοιχείο αυτών των αστικών  χώρων  όπως οι πλατείες, για να προωθήσει   κάποιες σκέψεις και παρεμβάσεις. Για να φέρει στην επιφάνεια  ιδέες για τη μορφή και τη λειτουργικότητα της ελληνικής πλατείας , για τις τρέχουσες ή δυνάμει υπηρεσίες της στην υπόθεση της αστικής αισθητικής  αλλά και της οικείωσης  των πολιτών με την πόλη. Υπενθυμίζω τον τίτλο μιας εκδήλωσης του περιοδικού  Highlights τον Σεπτέμβριο του 2003 : «Αθήνα, πόλις οικεία». Ο τίτλος είναι αμφίβολο για το κατά πόσο είχε  «διαπιστωτικό» χαρακτήρα, ή για το κατά πόσο εξέφραζε  μια επιθυμητή και διεκδικούμενη  «οικείωση» του πολίτη με την Αθήνα.  Οπωσδήποτε όμως, η  αναζήτηση μιας σωστής «δοσομετρίας» μεταξύ μορφικών νεωτερισμών και οικειότητας,   ήταν το μεγάλο ζητούμενο.
      Η «υπαρκτή οικειότητα» και η οικειότητα που λείπει, ειδικά αυτή που καλλιεργείται σε συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια των πόλεων, ήταν το θέμα της μικρής πρωτοβουλίας μας. Την οποία και  ονοματίσαμε ΠΛΑΤΕΙΑΣ  ΕΓΚΩΜΙΟΝ   επηρεασμένοι από το ΜΩΡΙΑΣ  ΕΓΚΩΜΙΟΝ του Έρασμου  που είχε σκωπτική  στόχευση, αν και η δική μας στόχευση ήταν  «θανάσιμα σοβαρή»(deadly serious),  θα λέγαμε σε «ελληνικά εκ μεταφράσεων», που συνηθίζονται τον τελευταίο καιρό…

ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΑ
      Θα ξεκινήσω ανορθόδοξα αυτή την προσέγγιση, μάλλον από το τέλος προς την αρχή.
Εν είδει μιας «Μπάμπουσκα», όπου τα κουκλάκια τοποθετούνται το ένα μέσα στο άλλο, θα τσιτάρω τον Φίλιππο Φιλίππου, συγγραφέα του βιβλίου  «ΟΜΟΝΟΙΑ  2000», ο οποίος   τσιτάρει τον Γιώργο Ιωάννου , συγγραφέα  του  «ΟΜΟΝΟΙΑ 1980». Ο οποίος  Ιωάννου  με τη σειρά του  τσιτάρει τον Ηρόδοτο,  ο οποίος  τελικά αναφέρεται σε μια επιθεώρηση του  Περσικού  στρατού  από τον Βασιλέα Ξέρξη,  στη διάρκεια της εκστρατείας του κατά της Ελλάδας.....Αναφέρει λοιπόν ο Ηρόδοτος :  Ο Πέρσης ηγεμών εκστασιάζεται καταρχήν  μπροστά στο επιβλητικό θέαμα των ανδρών του ,  αλλά μετά  από λίγο πέφτει σε σκέψεις για να πει τελικά  δακρυσμένος : «Ούτε ένας από αυτούς δεν θα υπάρχει σε εκατό χρόνια»…
      Πραγματικά,  ένας χώρος διερχομένων ανθρώπων,  μεταβλητών σκηνικών, πρόσκαιρων καταστάσεων, υποβάλλει κάποιες μελαγχολικές σκέψεις. Η τετράγωνη Ομόνοια, η κυκλική Ομόνοια , ΜΕ  και από ένα σημείο και πέρα ΧΩΡΙΣ   τους Φοίνικες του Δημάρχου   Έβερτ,  ΜΕ  και στη συνέχεια  ΧΩΡΙΣ  τον «Δρομέα» του  γλύπτη  Βαρώτσου, υπαινίσσεται  την μεταβατικότητα των εγκοσμίων. Ο Φιλίππου στην «Ομόνοιά» του θυμίζει την κατάσταση της  κεντρικής πλατείας του ελληνικού κράτους στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν  ήταν τόπος αναψυχής με μπάντες που έπαιζαν κλασσική μουσική. Θυμίζει  τον Ανδρέα Εμπειρίκο,  που  κάποιον Ιούλιο άκουγε τζιτζίκια κατεβαίνοντας την οδό Φιλελλήνων , με κατεύθυνση  την πλατεία Συντάγματος....
     Οι μεταμορφώσεις των ελεύθερων χώρων  , τα ίχνη  των παρελθόντων γεγονότων και  ανθρώπων, εμπνέουν  μια πικρή διάθεση  και ένα σκεπτικισμό έναντι  των καταστάσεων που διαδραματίζονται εδώ και τώρα.  Όμως η ζωή είναι ένα διαρκές παρόν. Προσχωρώντας   στην ενεστώσα στιγμή   μπορούμε να προσδίδουμε  στις μνήμες έναν  εποικοδομητικό ρόλο   –  αποφεύγοντας  ιδιαίτερα εκείνες τις μορφές της  καλαίσθητης νοσταλγίας που αποτελούν πνευματικό χαμομήλι  για γεγηρακότες λόγιους....Λαμβάνοντας  δε υπόψη   την  ατάκα του Μάρραιη Μπούχτσιν στο βιβλίο του  «Τα όρια της πόλης» -  ότι  Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ -   μπορούμε  να θυμόμαστε όχι για να θυμόμαστε, αλλά  για να διεκδικούμε  κάποιες αστικές ποιότητες. Ποιότητες  που έστω παρωχημένες και  έκπτωτες, είναι  αξιοβίωτες,που   μπορούν  να ανταποκριθούν σε  σημερινές ανάγκες  …

ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΩΝ ΠΛΑΤΕΙΩΝ
             
       Οι πλατείες λοιπόν. Σε κατάσταση διαρκούς γίγνεσθαι,αν ειδωθούν «μακροσκοπικά», μέσα από την οπτική δεκαετιών, αλλά πολύ λιγότερο κινητικές και  πολύ  περισσότερο «ευσταθείς» σε σχέση με ένα άλλο στοιχείο του αστικού χώρου, όπως είναι οι δρόμοι – οι δρόμοι των οχημάτων και των πεζών. Οι πλατείες είναι στέκια, περιοχές αράγματος και σχόλης, αγκυροβόλια ειδικών ανθρώπινων περιπτώσεων, ικανές να καταναλώνουν μεγαλύτερα μεγέθη χρόνου από αυτά που καταναλώνονται  από τους πολίτες  εν κινήσει.
    Οι «πλατείες» ξεκινούν τη γλωσσολογική τους  διαδρομή ως επίθετο που  συνδέεται με το δρόμο – «πλατεία οδός» είναι ένας ειδικός δρόμος μεγάλων διαστάσεων. Στη συνέχεια όμως γίνονται ουσιαστικά,  που δηλώνουν μια διαφορετική χωρική ποιότητα, διακριτή από την χωρική ποιότητα του δρόμου. Ενώ η ζωή  των δρόμων  έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τη  μετάβαση από τη μια ως την άλλη λειτουργία του αστικού χώρου,  οι πλατείες ικανοποιούν  την ανάγκη  της παραμονής, της επιτόπιας «είσπραξης»  μιας λειτουργίας, που μπορεί να είναι λειτουργία αναψυχής, συνάντησης ανθρώπων, πολιτικής συνάθροισης, ή ο,τιδήποτε άλλο  με  κάποια διάρκεια. Γι αυτό εξ άλλου προσφέρονται για τη δημόσια,  κοινωνική, πολιτική και καλλιτεχνική έκφραση.  Και τούτο  γίνεται ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή ανταγωνισμού των αστικών σχηματισμών μέσω διαφόρων καλλιτεχνικών, εμπορικών, πολιτιστικών , συνεδριακών ή  άλλων γεγονότων, όπου  ανθούν οι θεσμοί της «πολιτιστικής πρωτεύουσας», των εμπορικών εκθέσεων, των κινηματογραφικών φεστιβάλ, των διεθνών  εκθέσεων βιβλίου. Σε αυτές τις συνθήκες, όπου  οι πλατείες   «βλέπουν» εκτός από τον δικό μας μικρόκοσμο και τον μείζονα κόσμο,  όπου αποτελούν  την αιχμή του δόρατος των ανταγωνιζομένων πόλεων, αξιώνουν  να τις έχουμε «σαν τα μάτια μας»....
       Σε αντίθεση  με τους δρόμους, τα πεζοδρόμια , τους πεζόδρομους,  αλλά και κάποιες  αστικές επιφάνειες  που προτείνονται για αισθητικές αναπλάσεις  όπως είναι τα μπαλκόνια , οι κάθετες επιφάνειες των κτιρίων, οι ταρατσόκηποι(roof garden), οι πλατείες υπηρετούν  πολύ πιο αποτελεσματικά την ανάγκη της ανοικτότητας :  Την ανοικτότητα  σε μια πόλη  που έχει σαν  γενικό χαρακτηριστικό της τους μικρούς, και κάποτε  ανύπαρκτους ορίζοντες.


ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ        

        Οι πλατείες  επιτρέπουν κάποιες προσομοιώσεις της φύσης, σε μεγαλύτερη κλίμακα από αυτήν του ατομικού μπαλκονιού και της γλάστρας εντός του διαμερίσματος. Παρά την εγκατάλειψη των οραματισμών του 19ου και 20ου αιώνα  για τις κηπουπόλεις, τις πράσινες πόλεις, την οικόπολη κλπ., η δημιουργία θυλάκων φύσης μέσα στον αστικό χώρο διατηρεί στο ακέραιο την αξία του.  Το 1968 ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ κατήγγελε  τη  «μοναχική» αναζήτηση της φύσης  στην περιφέρεια των πόλεων  – και  μάλιστα  με εκείνες τις τρομερές συμβολικές διαστάσεις που προσέδιδε στο κινηματογραφικό  «Weekend» του . Η ιδιωτική φυγή στην εκτός των πόλεων  φύση  αποδυναμώνει το αίτημα της  ανάπτυξης  της «ενδοαστικής»  φύσης,  ουδέποτε  όμως  το εκμηδενίζει. Ουδέποτε το κάνει περιττό, ακόμη και για τους πιο φανατικούς  αστούς «νομάδες», που κινούνται  μεταξύ  των διαμερισμάτων της πόλης και των εξοχικών  τους....
      Υποστηρίζεται ότι η σεξουαλικότητα αποτελεί μια ορμέμφυτη ανάγκη επιστροφής στη  μήτρα, στην αρχική κατάσταση ζωής, στον μικρόκοσμο της σωματικής αμεσότητας. Ίσως  και η επιστροφή στη φύση είναι  ανάλογη ανάγκη, που υπηρετείται  συμβολικά  με το πράσινο των πόλεων. Δηλαδή  μέσα σε συνθήκες θριαμβευτικής επικράτησης  των ανθρωπογενών  τεχνημάτων ….
        Ο Ντοστογιέφσκυ  υποστήριζε ότι « Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» -    προφανώς υπερβάλλοντας..... Όμως   μια πιο μετριοπαθής επιδίωξη,  όπως είναι η  αναβάθμιση  του αστικού τοπίου μέσω της αισθητικής παρέμβασης ,  δεν είναι  υπερβολή !  Με αφετηρία την αισθητική ανάπλαση των πλατειών, θα μπορούσε να εγερθεί  μια χιονοστιβάδα αναπλάσεων του ευρύτερου χώρου των πόλεων, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην κοινωνική και καλλιτεχνική συνείδηση.  Η λειτουργικότητα, η δημόσια αισθητική, η εικαστική και  καλλιτεχνική οπτική του ελληνικού αστικού μικρόκοσμου, θα μπορούσαν να αρθρωθούν και να συγκροτήσουν μέτωπο εναντίον της αισθητικής κακοδαιμονίας. Θα μπορούσαν να  επανασυμφιλιώσουν τον πολίτη με την πόλη,  να κάνουν εμφανή τον σημερινό αφανή καλλιτέχνη, ίσως  να βάλουν  στη θέση των λατρεύσιμων τηλε-ειδώλων  νέους καλλιτέχνες , που θα είναι μέτοχοι της ζωής, με αγωγιμότητα απέναντι στις μεγάλες και διάχυτες ευαισθησίες. Οι «άλλες πλατείες» θα μπορούσαν , ως σημεία έλξης, να προκαλέσουν ευρύτερες ροές πεζοκίνησης στον αστικό χώρο, και οι ροές της πεζοκίνησης  θα μπορούσαν να ισχυροποιήσουν  το ρεύμα της αισθητικής ανάπλασης. Το αγώϊ θα κάνει τον αγωγιάτη, και αντιστρόφως.  Η αναντίρρητη διαλεκτική σχέση πεζού και αστικής αισθητικής, θα μπορούσε να φέρει σημαντικούς καρπούς.

ΜΙΑ ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΚΗ ΓΚΡΙΝΙΑ 
       Ο ζωγράφος  Γιάννης Χαϊνης  υποστήριζε  ότι η Ομόνοια  έπρεπε να έχει μνημειακο χαρακτήρα -   θυμίζοντας  κατά κάποιο τρόπο την περιπέτεια του νέου ελληνικού κράτους. Ο εικαστικός καλλιτέχνης Δημήτρης Τσουμπλέκας έριχνε  μια ανατρεπτική ματιά στην Ομόνοια – την έβλεπε σε κάποιο λεύκωμά του  να γίνεται  πλαζ με  λουόμενους και διερχόμενα   καϊκια ! -     υπαινισσόμενος  προφανώς  ότι όλα είναι ανατρέψιμα. Ο αρχιτέκτονας Γιάννης Χατζηγώγας θέλει το βλέμμα που εδράζεται στην  πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη , να προχωράει ανεμπόδιστο  ως τη θάλασσα, χωρίς την παρεμβολή  κάποιων  «αναπλάσεων»   που προτάθηκαν πρόσφατα. Ο βίος στην   πλατεία Β.Γεωργίου του Α΄  στην Πάτρα γίνεται  αβίωτος και προκαλεί την κριτική  «ιθαγενών» όπως του Ανδρέα Τσιλήρα, εκδότη του περιοδικού  ΤΟ ΔΟΝΤΙ, που θέλουν  μεν την ανοικτότητα του χώρου αλλά ταυτόχρονα   και την προφύλαξή τους από τον καύσωνα. Στο Ηράκλειο στην πλατεία Ελευθερίας, δύο πολίτες καταγγέλουν σε επιστολή τους  ότι «.....οι ολίγοι εναπομείναντες ευκάλυπτοι, κουρεμένοι με πλήρη ασέβεια προς την φυσιολογική τους ανάπτυξη πολλών δεκαετιών, μεταδίδουν στον περιπατητή την αίσθηση βιαίως επιβληθείσης καχεξίας».  Για τη  νέα πλατεία της Βαρβακείου στην Αθήνα, η δημοσιογράφος Μ.Ντάνου βεβαιώνει ότι οι εμφυτευθείσες  βιολέτες « είναι στα θετικά στοιχεία. Μόνο που οι βιολέτες δεν κάνουν σκιά».Οι καλλιτέχνες, οι πολεοδόμοι, οι πολιτικοί, δεν είναι ικανοί να ασκούν τέχνη, πολεοδομικό σχεδιασμό, χωροταξική πολιτική, στο βαθμό  που δεν καταλαβαίνουν τον ερχομό της εποχής του θερμοκηπίου και την μεγάλη θερμική καταπόνηση των πολιτών στις πόλεις. Η   «επιδερμίδα» του αστικού χώρου είναι μεταβλητή  και βελτιώσιμη, όσο οι επιδερμίδες των ατόμων μέσω του λίφτινγκ, όμως εκτός από στοιχείο αισθητικής  η επιδερμίδα είναι και στοιχείο άμυνας ενάντια στις καιρικές καταστάσεις. Η σκίαση του αστικού χώρου ως άμυνα εναντίον της καλοκαιρινής θερμοπληξίας, είναι θεμελιώδης απαίτηση.  Αυτό υποβάλει το στοιχειώδες   πολεοδομικό  Ι.Q.
       Σήμερα η κριτική της μορφής  των πλατειών είναι  άλλοτε απορριπτική, άλλοτε συντηρητική της υπάρχουσας κατάστασης, άλλοτε διεκδικητική  φαντασιώσεων . Είναι κριτική της λειτουργικότητας αλλά και της αισθητικής τους -  που  κι αυτή αποτελεί  διάσταση της λειτουργικότητας .
     Ακόμη όμως η κριτική  αναφέρεται και σε διάφορες καταστάσεις του  περίγυρου  των πλατειών,  που συχνά  κάνουν   προβληματική   την «κάρπωση» του χώρου  από τον πολίτη. 
Λόγου χάρη η  πλατεία Καραϊσκάκη στην Αθήνα , που υποβαθμίζεται σε  απλό «αξιοθέατο» χωρίς δυνατότητα προσπέλασης, λόγω της περιβάλλουσας  πυκνής κυκλοφορίας. Ή   η  υπερμεγέθης πλατεία Εθνικής Αντίστασης στην Ηλιούπολη Αττικής, με τις άπειρες δυνάμει χρήσεις, που επίσης  είναι σχετικά απροσπέλαστη,γιατί επίσης περικυκλώνεται από την κυκλοφορία οχημάτων...  Στο  «Ομόνοια 1980» ο  Γιώργος Ιωάννου έγραφε :
«... η Ομόνοια παλιότερα είχε περισσότερη μυστική ζωή, συντελούσαν τα πολλά και ωραία καφενεία. Άλλωστε και ο κόσμος που περπατούσε στα Χαυτεία και στην Ομόνοια ήτανε πυκνότερος. Και τώρα περνάει ο ίδιος ή ανώτερος πληθυσμός, μα δεν φαίνεται. Είναι θωρακισμένος μες τα αυτοκίνητα και είναι σαν να μην υπάρχει....»
       Οι πλατείες δεν πρέπει μόνο να υπάρχουν, να έχουν πλάτος, ανοικτότητα, φυσικότητα, αισθητική, φιλικότητα και έλξη προς τους «χρήστες» της πόλης. Πρέπει επίσης να διαθέτουν ένα φιλικό περίγυρο, μια buffer zone(=ζώνη απορρόφησης οχλήσεων), για να επιτελέσουν ό,τι πρέπει να επιτελούν. Και αυτό που  «επιτελούν»  συχνά είναι ο ίδιος ο πολίτης της πόλης, το ίδιο το αστικό ήθος – θα έλεγα με ένα πνεύμα υποστήριξης του «Γεωγραφικού Ντετερμινισμού»...  
     Σαν περιοδικό ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ  προχωρήσαμε σε  ένα αφιέρωμα (τεύχος 37), από οπου προέρχονται τα στοιχεία αυτού του κειμένου. Κι ακόμη οργανώσαμε   δύο Ημερίδες(Αθήνα-Πάτρα),  στοχεύοντας στο να   προωθήσουμε τη συζήτηση για την ελληνική πλατεία -  αυτό τον πολύτιμο θύλακα κοινωνικής μέθεξης και πολιτισμού,  μέσα σε ένα πολεοδομικό τοπίο συχνά  ασυνάρτητο και απωθητικό. Αντιπαρήλθαμε   αυτούς  που με αφορμή την κριτική της ανάπλασης της Ομόνοιας το 2003, ήθελαν να φαντασιώνουν μια επιβουλή κατά  των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών . Κι ακόμη  αντιπαρήλθαμε τους διανοητικούς  τσαμπουκάδες διαφόρων «ειδημόνων», ειδικότερα μάλιστα κάποιων   που  ήθελαν να εμφανίζονται ως αρχιτεκτονική ελιτ υπεράνω κριτικής,   παρά την προϊστορία τους   ως οπαδών  της «λαϊκής  συμμετοχικότητας»   .  Και υποστηρίξαμε ότι μια   πόλη οικεία,  ανοικτή στον λόγο αλλά και στον  αντίλογο, με διόδους για τις επικοινωνιακές ανάγκες των πολιτών, είναι το καλύτερο αντίδοτο στον βανδαλισμό,  στις στρεβλώσεις του αστικού τοπίου, στις  πολυέξοδες αναπλάσεις.  Και φυσικά  στον σνομπισμό,  που αντί να υπερβαίνει την κοινή λογική την αντιπαρέρχεται και τελικά  υπολείπεται αυτής ...

Γιάννης Σχίζας

Εισήγηση στο Πανελλαδικό Συνέδριο των περιοδικών, υπό την διοργάνωση του περιοδικού Highlights
ΧΙΟΣ  1-3.6.2006

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital