ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΝΕΑ

H ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

26 Μάιος, 2008

H ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Το συνέδριο του Βόλου είχε ενδιαφέρον, ποιότητα παρεμβάσεων, αξιολογότατο και νεανικό κοινό, ποικιλότητα και φρέσκιες ιδέες. Το συνέδριο κυρίως και προπάντων υπογράμμισε ότι κάποιες έννοιες δεν είναι τόσο αυτονόητες όσο φαίνονται.

Του Γιάννη Σχίζα

      Έχοντας αποφασίσει  να αναφερθώ στο συνέδριο που οργανώθηκε στο Βόλο στις 28-30.3.2008 από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας  με θέμα «την νοηματοδότηση και κατοίκηση της φύσης στη σύγχρονη Ελλάδα», έτυχε πρόσφατα να συμμετάσχω σε κάποια οργανωμένη  επίσκεψη στις πυρόπληκτες περιοχές της Πελοποννήσου.Με το  συνέδριο στο νού αλλά  με τη «θωριά»  ενός βάναυσα κατεστραμμένου τόπου, αισθάνθηκα  έντονα τον πειρασμό του  σαρκασμού:  «Της υπαίθρου ημών εμπιπραμένης, ημείς συνεδριάζομεν»..Όμως σε  μια δεύτερη ανάγνωση των δικών μου σκέψεων, έκρινα ότι  στη συγκεκριμένη συγκυρία ,  αυτό το   γνωμικό με τον κριτικό και μαστιγωτικό  χαρακτήρα, πέρα από  τον χλευασμό  και τη διέγερση των  ανθρώπων  του γραφείου για μια «σταχανωβίτικη» παρέμβαση στην ελληνική περιφέρεια, θα μπορούσε επίσης να δηλώνει  την ανάγκη της  συστηματικής κατανόησης της  υπαίθρου : Να συνεδριάζουμε δηλαδή αλλά να συνεδριάζουμε παραγωγικά.  «Κατόπιν πυρκαγιάς» μεν αλλά  με ένα ορίζοντα και  μια στρατηγική στόχευση, καθώς  η νέα ελληνική ύπαιθρος χρειάζεται  όσο ποτέ άλλοτε  μεθοδικές πολιτικές «ανάταξης»...

      Τώρα βέβαια θα πει κανείς ότι  αυτή η συγκεκριμένη ύπαιθρος και κάθε άλλη,   είναι μια έννοια  αμφιλεγόμενη  Σημειώνω από το προλογικό σημείωμα ενός τεύχους , που περιελάμβανε τις περιλήψεις των ανακοινώσεων  στο συνέδριο : «Οι νοηματοδοτήσεις της υπαίθρου στο σύγχρονο πολιτισμικό φαντασιακό αντανακλούν τη δύσκολη σχέση  μας με τη φύση που θεμελιώνεται ταυτόχρονα σε μια βούληση απόλυτης κυριαρχίας και σε μια αποσυντονισμένη επιθυμία επιστροφής». Κάνοντας μια ελεύθερη απόδοση αυτής της σκέψης,  θα μιλούσα για μια φύση  προτεινόμενη ως οικόπεδο γενικών χρήσεων από τη μια πλευρά, και από την άλλη  για μια αντίπαλη, «φύση-κοιτίδα»,  με την εγχαραγμένη στους πάντες  νοσταλγία επιστροφής . Και με τον τρόπο αυτό θα δήλωνα εδώ μια  αντιπαλότητα  και αμφιθυμία, οπωσδήποτε νέου τύπου, απέχουσα «έτη ανάπτυξης» από εκείνην που  ιστορεί  ο Κώστας Μανωλίδης περιδιαβαίνοντας  στις συνθήκες πληθυσμιακής αλλαγής της υπαίθρου στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες .  Τότε που η ύπαιθρος είχε μια «εχθρική παρουσία» ως υπόλογη για ένα σύνολο από «ψυχικές κακουχίες»(σελ. 54). Τότε που η φύση – δηλαδή η φύση  των απομακρυσμένων χωριών, των μουλαρόδρομων, των πολύωρων ποδαρόδρομων,  των αποκλεισμών στις χιονοπτώσεις, των ανύπαρκτων ιατρικών και κοινωνικών υπηρεσιών, των ελλειμμάτων πληροφόρησης και αναψυχής  -  είχε ελάχιστη ανάγκη από φυσιολάτρες και άκουγε ακόμη λιγότερο τα φυσιολατρικά παράπονα.
       Σήμερα η φύση παρουσιάζεται συνηθέστατα ως  παράδεισος σε κατάσταση προϊούσας απώλειας ή  ως ένα σκηνικό διαπραγματεύσιμο  με καλοθρεμένους  αστούς. Με τους κυρίους δηλαδή  που ασχολούνται με την παράδοση ως καρτ-ποστάλ ή που ως φανατικοί συλλέκτες σπάνιων όψεων, αγοράζουν ασυστόλως την «αγνότητα, τη γραφικότητα, τις ακροθαλασσιές, τις εκκλησίτσες» και άλλα τινά, που αναφέρει ο Νίκος Ξυδάκης (σελ.55)...    
        Η φύση και η φύση λοιπόν, των μεν και των δε.  Η οποία όμως, ούτως ή άλλως,  στην εποχή της κλιματικής αποσταθεροποίησης και ιδιαίτερα  στη δική μας περίοδο των καταστρεπτικών   πυρκαγιών , ξυπνάει τον κρυμένο  ψυχαναλυτή μέσα στον αρχιτέκτονα .Κάνοντας λόγου χάρη τον  Γιώργο Τζιρτζιλάκη  να αναφέρεται στο «κοινωνικό ασυνείδητο του δάσους» (σελ. 18). Φυσικά αυτή η  εσωτερικευμένη φύση σ΄αυτή τη πυρόπληκτη χώρα,  μοιάζει με τα Βαλκάνια του Σαβόπουλου , δεδομένου ότι δεν είναι «παίξε-γέλασε». Όμως όταν  ο Λόης Παπαδόπουλος  αναθέτει στην αρχιτεκτονική το καθήκον της  «καταστροφής του φυσικού»(σελ. 12)  αναρωτιέμαι μήπως παίζει εκεί όπου δεν πρέπει. Κι ακόμη αναρωτιέμαι  γιατί ονοματίζει την ανακοίνωσή του με   τον αισθαντικό  στίχο του Καβάφη «Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κι εγώ τη φύσι λίγο». Αν δεν κάνω λάθος, ο  στίχος  του Αλεξανδρινού θέλει να  εξωθήσει τον καθένα  στο να ανασύρει  ένα καταπραϋντικό «ιδιοτοπίο» - από αυτά που στοιβάζονται  στον ψυχισμό  με την πάροδο του χρόνου.
        Οι βολές του Λ.Παπαδόπουλου εναντίον της «ψευδο-διεπιστημονικότητας» στο ίδιο κείμενο , προφανώς δεν σημαίνουν αποδοχή μιας αυτιστικής αρχιτεκτονικής.Ούτως εχόντων των πραγμάτων, μήπως θα ήταν καλύτερο για την αρχιτεκτονική  να αφήσει τα μίση και να αρχίσει να δηλώνει  τις  όποιες δημιουργικές συναντήσεις με άλλες  τέχνες και επιστήμες;  

ΜΗ  ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ  ΥΠΑΙΘΡΟΣ

        Η ελληνική ύπαιθρος της νέας εποχής ενσωματώνει μη παραγωγικές λειτουργίες, γίνεται όλο και λιγότερο ύπαιθρος της πρωτογενούς παραγωγής και διαρκώς περισσότερο ύπαιθρος της ψυχαγωγίας και του ψυχαγωγικού θεάματος. Η υπόθεση εδώ παραπέμπει στον Πάρι Τσάρτα,  καθηγητή στα ζητήματα της τουριστικής ανάπτυξης, που αναφέρθηκε στην ανακοίνωσή του στην αντιστοιχία της  νέας κοινωνικής και παραγωγικής φυσιογνωμίας της υπαίθρου με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον..Και ενώ αυτή η αντιστοιχία είναι γενικώς σαφής , το «ζουμάρισμα»  σε μια  ειδική ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου όπως αυτή που επιχειρείται από την Όλγα Τουλούμη (σελ. 34) προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον . Πρόκειται για μια αναλυτική αναφορά  στο μεγα-θεατρικό δρώμενο του Ιάννη Ξενάκη στα 1978 στις Μυκήνες, το λεγόμενο  «Πολύτοπον», που έγινε  παρουσία του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και πολλών «επισήμων». Ο  γράφων είχε την τύχη να παρακολουθήσει το γεγονός, που ήταν πραγματικά υποβλητικό με τα μέτρα  εκείνης της εποχής και  μαλλον παραπλήσιο  με το «Περσέπολις», που είχε οργανώσει ο Ξενάκης στο Ιράν επί Σάχη,  με αφορμή τα 2500 χρόνια της δυναστείας των Αχαμαινιδών .Η ερευνήτρια ορθώς περιγράφει  το μοναδικό συνδυασμό «ενορχήστρωσης του Ξενάκη, προβολέων της αεροπορίας, ντόπιου πληθυσμού, τμημάτων στρατού, κοπαδιών από κατσίκες, ενισχυτών» κλπ. που επιστρατεύονται για μια εορτή αποκατάστασης της δημοκρατίας,έστω και αν συνιστούν όχι και τόσο «αγνά υλικά».Παραλείπει όμως να σημειώσει το πολιτιστικό « περιβάλλον» του συγκεκριμένου πολυ-καλλιτεχνήματος στη συγκεκριμένη  περίοδο , που περιελάμβανε  διάφορα ευτελή δημιουργήματα τύπου «ήχος και φως»,   με  υπερφουσκωμένα αρχαία κλέη και τουριστοκεντρικό προσανατολισμό. Όσον αφορά  το κατά πόσο ο Ξενάκης πραγματεύεται την συνύπαρξη και όσμωση φύσης και πολιτισμού μέσα από το «Πολύτοπον»,κατά πως θέλει η ερευνήτρια,  είναι ένα άλλο ζήτημα, μάλλον «παράπλευρο».Γιατί στο «πρώτο πλάνο»  του δημιουργού  -  ο οποίος στα στερνά του αποποιήθηκε  την ελληνική ταυτότητα για να προσλάβει την γαλλική,  έτσι,  από καθαρή αγανάκτηση -   ήταν ο αρχαϊκός κόσμος, το δέος ενώπιον της ελληνικής ιστορικής διαδρομής, ο στοχασμός του χρόνου.
       Όμως ο  χρόνος του συνεδρίου καταλήφθηκε όχι μόνο   από την   ύπαιθρο των ψυχαγωγικών μεγα-γεγονότων, που σε μια πορεία τριών δεκαετιών υπαγόρευσαν στην  καλοκαιρινή  Ελλάδα να φεστιβαλίζεται απ’ άκρου εις άκρον με στόχο την προσέλκυση επισκεπτών, αλλά και από την  ύπαιθρο των μικρο-γεγονότων  - όπως το ελεύθερο κάμπινγκ. Οι Κωστής Μασούρας και Πασχάλης Σαμαρίνης αναφέρθηκαν στις «απαγορευμένες σκηνές της ελληνικής υπαίθρου» και στα νομικά τρικ που επιστρατεύθηκαν για την προώθηση μιας ρύθμισης αντισυνταγματικής, απαλλοτριωτικής του δικαιώματος των πολιτών στην (ήπια) χρήση του δημόσιου χώρου, προφανώς καθοριζόμενης από το ρουμλετάδικο κατεστημένο  και από το ιδιοτελές  κυνηγητό του «αλητοτουρισμού»  από τους «καθώς πρέπει». Υπογείως αλλά σαφώς, η ανακοίνωση των δύο αρχιτεκτόνων- μηχανικών σχετιζόταν  με μια σκέψη που διατύπωσε ο Φώτης Τερζάκης στη δική του ομιλία - «για τη διάσωση των απαράγραπτων δικαιωμάτων του άγριου απέναντι στο οικισμένο».
      Ο Γεώργιος Βλάχος υπογράμμισε την μετεξέλιξη της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ από την μονοτομεακή της φάση  σε μια διατομεακή πολιτική, με στόχο όχι μόνο την ενίσχυση της γεωργίας αλλά και την  προστασία του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Εξ άλλου  σε μια άλλη αναφορά στις νέες χρήσεις της υπαίθρου και ειδικά στην «Δεύτερη κατοικία»,  η Κλεοπάτρα Καραλέτσου Πασιά σημείωσε  την «αναζήτηση  της χαμένης κοινότητας» που διεξάγεται μέσα από την επιλογή μιας νέας κατοικίας στην περιφέρεια και στην ύπαιθρο γενικότερα : Η «χαμένη κοινότητα» είναι αυτή που αναδύεται ως όραμα  στους κατοίκους των αστικών περιοχών, καθώς  υφίστανται  την  ανωνυμία και  αδιαφορία  στις εικονικές γειτονιές των πόλεων. Εκεί που ο  «πλησίον» είναι  ψυχολογικά απόμακρος....

       Η ΦΥΣΙΣ ΣΕ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ

       Η νέα ύπαιθρος γίνεται αποδέκτης  μιας οιονεί   μετανάστευσης, αν και πολύ συχνά δικαιώνει τους  Καβαφικούς  στίχους:  « Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς -  τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς». Και τούτο γιατί ο αστός συχνότατα αναπαράγει τις οικιστικές δομές στην ύπαιθρο όπου καταφεύγει, δημιουργώντας   μια  κατάσταση κατ’ εικόνα και  ομοίωση του αστικού περιβάλλοντος.   Παρ’ όλα όμως αυτά , πρέπει να πούμε ότι η όλη κινητικότητα και αναζήτηση  του «νέου» στην ευρύτερη περιφέρεια,  φαίνεται να δικαιώνει και μιαν αντίθετη απόφανση : «Η φύσις τον ακολουθεί».  Έστω και υπό την light και εξημερωμένη εκδοχή , έστω και μέσα σε  συνθήκες σκηνοθετημένης αυθεντικότητας, έστω και με μια σωρεία από προστατευτικά περιβλήματα. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι σε μια εποχή χωρικής διαστολής των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, όπου ο τουρισμός, η εκδρομική κινητικότητα και  η δόμηση της εξοχικής κατοικίας διαχέονται σε όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις, ο  λόγος υπέρ της φυσικότητας και της προστασίας του τοπίου αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό.  Είναι ο λόγος που ο υποφαινόμενος προσπάθησε να μεταφέρει στην ομηγυρη του Βόλου:  άλλοτε για κάποια  γήπεδα γκολφ που καταγγέλλονται γιατί εποφθαλμιούν ξηροθερμικά σκηνικά, άλλοτε για  τα χιονοδρομικά που βάλλονται γιατί προβαίνουν σε τοπιοκτονικές επεμβάσεις, άλλοτε για  τα τζιπ που στηλιτεύονται γιατί ερωτοτροπούν με την αναρρίχηση ως τον Μύτικα του Ολύμπου, άλλοτε  για την πολιτική που  κριτικάρεται  ως αναγορεύουσα  το «ΠΗΓΑΙΝΕΙΝ ΟΠΟΥΔΗΠΟΤΕ ΠΑΝΤΟΙΟΤΡΟΠΩΣ»  σε DNA του σύγχρονου κυκλοφοριακού συστήματος . Είναι η ορεινή οδοποιία που ο αξέχαστος  Γιώργος Ντούρος εγκαλούσε  για τον κατακερματισμό των ελληνικών βιοτόπων,  είναι ακόμη ένα ερώτημα που πάλαι ποτέ έβαζε ο  εκ των συντελεστών του συνεδρίου Ζήσης Κοτιώνης από τις στήλες της «Καθημερινής» : «Πρέπει οι δρόμοι να οδηγούν παντού;»
      Στην  Αμερική οι φυσιολάτρες και οικολογίζοντες κατήγγειλαν τη διαμόρφωση πάνω από το Grand Canyon  ενός  «skywalk»  - δηλαδή  μιας εξέδρας από ισχυρό πλέξι γκλας στην οποία μπορεί κανείς να βαδίσει και να απολαύσει  το εκπληκτικότερο φαράγγι της Βόρειας Αμερικής. Εξάλλου πρόσφατα, στο διαδίκτυο και όχι μόνο, εκφράστηκε η διαμαρτυρία ενάντια στις πρακτικές του Πεκίνου, που στόχευαν στην περιφορά της ολυμπιακής φλόγας μέχρι ένα υψηλό  σημείο του Έβερεστ.
        Το συνέδριο του Βόλου είχε ενδιαφέρον, ποιότητα παρεμβάσεων, αξιολογότατο και νεανικό  κοινό, ποικιλότητα και φρέσκιες ιδέες. Το συνέδριο κυρίως και προπάντων υπογράμμισε  ότι κάποιες   έννοιες δεν είναι τόσο αυτονόητες όσο φαίνονται. Η επικείμενη έκδοση των πρακτικών του θα ανοίξει οπωσδήποτε νέους κύκλους αναζητήσεων και συζητήσεων.       

 
Του Γιάννη Σχίζα

Σχετικά:
Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital