ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Η ιδιοκτησία στα δάση

23 Δεκέμβριος, 2015

Η ιδιοκτησία στα δάση

Αλήθειες για τη γαιοκτησία στην Ελλάδα. (5ο από το 7ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Πώς τα «αδιαφιλονίκητα εθνικά» δάση έγιναν ιδιωτικά;
«
Σ' αυτόν τον κόσμο πού 'μαστε, άλλοι τον είχαν πρώτα
σε μας τον παραδώσανε κι άλλοι τον καρτεράνε,
καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνάνε,
το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι».

(Δημοτικό τραγούδι)

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σύμφωνα με το Οθωμανικό Δίκαιο, το δικαίωμα της εξουσίασης αποτελούσε το δικαίωμα της νόμιμης και διαρκούς χρήσεως των γαιών αυτών, το οποίο μπορούσε να κληρονομηθεί και να μεταβιβαστεί, ενώ διέφερε από τη δουλεία χρήσεως (usus) του Βυζαντινορωμαικού Δικαίου, καθώς αυτή προσιδίαζε μόνο στην κάρπωση. Επίσης διέφερε από τη νομή, καθώς αυτή αποτελούσε υλική κατοχή με διανοία κυρίου, καθώς και από την οιονεί νομή με διανοία δικαιούχου. Ερμηνεύτηκε έτσι, κι αναλόγως εφαρμόστηκε, ότι η φύση της εξουσίασης υπερέβαινε κατά πολύ την απλή άσκηση φυσικής κατοχής και ότι προσιδίαζε σε δικαίωμα ουσιαστικής ιδιοκτησίας.

Σημειώνει σκωπτικά, σε σχέση με τα παραπάνω, ο Ν. Πανταζόπουλος: «Τα ελληνικά δικαστήρια αυτής της εποχής εδίκαζον όχι επί τη βάσει εθνικών νομικών αντιλήψεων, αλλά επί τη βάσει του μακρυνού Corpus Lupis Givilis, και κυρίως των συγγραμμάτων των Γερμανών ρωμαϊστών Vindscheid και Dernburg» (Πανταζόπουλος Ν., «Αστικός Κώδιξ και εθνικόν δίκαιον», Αθήναι 1945, σελ. 69). Ενώ αρκετά νωρίτερα ο Γάλλος Leconte αναφερόταν περίπου ειρωνικά στην παραπάνω πρακτική: «Τίποτα το πιο συνηθισμένο από το να βλέπει κανείς τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ν' ανατρέχει στις διατάξεις του Corpus Lupis Givilis του αυτοκράτορα Ιουστινιανού» (Leconte, «Etude economique de la Grece», Paris 1847, σελ. 136, στο Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975).

 


Αεροφωτογραφία έτους 1960 περιοχής της Αττικής: Τα ιδιωτικά δάση έχουν μπει σε σχέδιο πόλης και δομούνται!

 

Πρέπει εν προκειμένω να πούμε, για να κατανοήσουμε τις σχετικές αναφορές στα παραπάνω αποσπάσματα, ότι το Βυζάντιο κληρονόμησε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τους θεσμούς που στήριξαν την οργάνωση του πολιτειακού του συστήματος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, προχωρώντας στον εκσυγχρονισμό του ρωμαϊκού δικαίου, ανέθεσε σε επιτροπή νομικών την κωδικοποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας και την αναδιαμόρφωσή της, στην οποία στηρίχθηκε το ευρωπαϊκό δίκαιο του Μεσαίωνα και των νεοτέρων χρόνων. Οι Πανδέκτες (Digesta) δημοσιεύτηκαν κι απέκτησαν νομική ισχύ πριν την αναθεώρηση του Κώδικα (Codex), στις 30 Δεκεμβρίου 533. Ο Κώδικας περιελάμβανε αυτοκρατορικές διατάξεις, ενώ οι Πανδέκτες ήταν συλλογή αποσπασμάτων έργων 39 νομικών, από την περίοδο μετάβασης στον Αύγουστο έως τον Ιουστινιανό, που επέλεξε η Επιτροπή, τροποποιώντας ανάλογα τα κείμενα και προσαρμόζοντάς τα στα κρατούντα της εποχής.

Λέγει επίσης, σε σχέση με τα προηγούμενα, ο Κ. Βεργόπουλος: «Συνεπώς, η μεγάλη γαιοκτησία, μολονότι απωθήθηκε συστηματικώς από το νεοελληνικό κράτος, κατόρθωσε εν τούτοις να διεισδύσει στον ελληνικό χώρο από τη σχισμή που άνοιξε η ελληνο-τουρκική συνθήκη για την παράδοση της Αττικής. Εν συνεχεία, η μεγάλη γαιοκτησία εγκαταστάθηκε επί μιας περιορισμένης αλλά στερεάς κλίμακας μέχρι τα 1881, χάρη στην προστασία που της εξασφάλισε το ρωμανο-γερμανικής έμπνευσης νεοελληνικό δίκαιο. Οι Έλληνες καπιταλιστές αγοράζοντας το δικαίωμα νομής (τεσσαρούφ) επί των τουρκικών κτημάτων σε τιμές ευκαιρίας, απέσπασαν εν συνεχεία από το ελληνικό κράτος μια σειρά νομολογιακών πράξεων αναγνωριστικών της πλήρους και απόλυτης κυριότητάς τους. Εκ παραλλήλου, η νομολογιακή πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων, αναγνωρίζοντας τον απόλυτο χαρακτήρα της ατομικής ιδιοκτησίας αρνήθηκε κατά συνέπεια κάθε εμπράγματο χαρακτήρα στα δικαιώματα των εργαζομένων στα τσιφλίκια κολλήγων καλλιεργητών» (Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 118).

Μετά τούτων γίνεται φανερό ότι εάν εφαρμοζόταν τα κανονικώς ισχύοντα, που απέρρεαν από το Οθωμανικό Δίκαιο περί της ιδιοκτησίας του δάσους, το οποίο αποφασίστηκε ως εφαρμοστέο σε σχέση με την ιδιοκτησία των γαιών, τότε δεν θα έπρεπε ν' αναγνωριστούν «ιδιωτικά δάση» στην Παλαιά Ελλάδα και το παραπάνω Διάταγμα θα καθίστατο ως προς τούτο ως «άνευ αντικειμένου». Κατά το ίδιο πνεύμα, θα έπρεπε να καταστούν άκυρες οι αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές της χώρας που δεν καταλήφθηκαν δικαιώματι πολέμου από τους Έλληνες, στις περιπτώσεις που οι εκτάσεις καλύπτονταν από δάση. Τα δάση εν προκειμένω θα ήταν δημόσια, και δε θα δημιουργούνταν γαιοκτήμονες που θα έλκυαν τη δύναμή τους από τη δασική ιδιοκτησία. Όμως, όπως προέκυψε, η Επιτροπή (η καθεμιά αναλόγως της περίπτωσης) δέχτηκε ττις μεταβιβάσεις που πραγματοποιήθηκαν με τον τρόπο που παραπάνω αναφέραμε, οι οποίες ήταν ανέλεγκτες ως προς εμβαδόν και τις περιλαμβανόμενες εκτάσεις, με αποτέλεσμα να επικυρώνονται και επί μη ανταποκρινόμενων στην πραγματικότητα εμβαδών -φυσικά, μεγαλύτερων των πραγματικών. Επιπρόσθετα, διαπράχθηκε κι ένα ακόμη «ατόπημα», ότι έγιναν δεκτά ακόμα και τα χοτζέτια για την αναγνώριση ως ιδιωτικών των δασών, όπως επίσης και τα ταπιά για τα οποία δεν υπήρξε παρεμβολή του καδή και επικύρωσή τους.

 


Ένα υπέροχο θέαμα: η δόμηση του (ιδιωτικού) δάσους!

 

Με τον τρόπο αυτό δικαιολογήθηκαν οι καταπατήσεις δημοσίων δασών που συντελέστηκαν κατά τις αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν και συνέβη η μετάβαση στη μεγάλη γαιοκτησία στην Ελλάδα, στην οποία, κατά το μέγιστο μάλιστα!, περιλαμβανόταν δάση και χορτολιβαδικές εκτάσεις. Οι Οθωμανοί μπορεί να εκμεταλλεύτηκαν το ασταθές περιβάλλον και να πώλησαν εκτάσεις που δεν τους αναλογούσαν, όμως το μεγάλο «πλιάτσικο» της εθνικής γης πραγματοποιήθηκε από τους αγοραστές (Έλληνες και ξένους), οι οποίοι, στηριζόμενοι στα τεχνηέντως ασαφή όρια των μεταβιβαζόμενων εκτάσεων, μετέθεταν αυτά εις βάρος της εθνικής γης και των φυσικών οικοσυστημάτων (των δασών και των λιβαδιών-βοσκών), μεγεθύνοντας τις ιδιοκτησίες τους.

Σ' ότι δε αφορά στις βοσκές και τα λιβάδια, αυτά κατά το οθωμανικό δίκαιο αποτελούσαν βασιλική περιουσία (σουλτανική), και ως εκ τούτου περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο εκ διαδοχής του τουρκικού ως δημόσιες εκτάσεις. Η επικαρπία σε αυτά απεδίδετο, όπως και στα δάση, με ταπί. Με το Διάταγμα της 3ης/15ης Δεκεμβρίου 1833 «Προσδιορισμός του φόρου της βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 και 1834», καθορίστηκε στο άρθρο 1 ότι τα λιβάδια για τα οποία δεν έχει εκδοθεί ταπί για την επικαρπία θεωρούνται δημόσια, ενώ για εκείνα που έχει εκδοθεί ταπί θεωρούνται εθνοϊδιόκτητα. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, κατά τη συνήθη ελληνική πρακτική!, και κατά τρόπο ανάλογο με τα δάση, προέκυψε ιδιοκτησία, και σήμερα εκατομμύρια στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων εμφανίζονται ως ιδιωτικά, και δεν απολαμβάνουν καμιάς νομικής προστασίας ως φυσικά οικοσυστήματα.

Για τις αγοραπωλησίες που συντελέστηκαν μεταξύ των αποχωρησάντων Οθωμανών και των Ελλήνων αγοραστών της φερόμενης ως ιδιόκτητης γης τους, που αφορούσαν σε περιοχές της χώρας που δεν καταλήφθηκαν δικαιώματι πολέμου από τους Έλληνες, αλλά παραχωρήθηκαν με συμφωνίες στην Ελλάδα (Θήβα, Εύβοια, Φθιώτιδα, Αττική), συγκροτήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα 3433/1838 η επί των πωλήσεων των Οθωμανικών ιδιοκτησιών Εξεταστική Επιτροπή, που εξέταζε τους δημιουργηθέντες τίτλους και αποφαινόταν για την εγκυρότητα των μεταβιβάσεων σύμφωνα με τους Οθωμανικούς νόμους, καθώς και για την ύπαρξη τυχόν δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επί των μεταβιβασθέντων εκτάσεων. Κατ' ουσίαν επρόκειτο για συνέχιση του έργου της Ελληνικής Επιτροπής του Διατάγματος της 17ης/29ης.11.1836, κληθέντες να παρουσιάσουν τους τίτλους τους όσοι δεν το έπραξαν, προς διασφάλιση των συμφερόντων τους. Ενώ για την εξέταση διαφορών μεταξύ των Ελλήνων και των Οθωμανών επί διαφιλονικούμενων δασών, συστάθηκε με το από 26.8/8.7.1836 Διάταγμα Μικτή Ελληνοοθωμανική Επιτροπή, Στην ίδια Επιτροπή ανατέθηκε με το Διάταγμα της 27.8/8.9.1838 και η εκδίκαση πραγματικών αγωγών από πωλήσεις ακινήτων και προσωπικών αγωγών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών. Η επιτροπή αυτή αντικατέστηκε τα ελληνικά δικαστήρια στην εκδίκαση των διαφορών που ανέκυπταν, και οι αποφάσεις της δημιουργούσαν δεδικασμένο και συνιστούσαν τίτλο κυριότητας, ο οποίος αναγνωρίζονταν από το ελληνικό κράτος.

 


Περιοχές που ήταν δάση κι εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης και δομήθηκαν, δηλώθηκαν με την ιδιότητα που είχαν πριν τη δόμησή τους -βλέπε την περίπτωση του «Δάσους Χαϊδαρίου» στην Αττική, που εικονίζεται, όπου και σήμερα τ' αδόμητα οικόπεδά του είναι δάση, απομεινάρια των άλλοτε περίφημων αττικών πευκοδασών!

 

Όπως όμως και προηγούμενα επισημάναμε, το εμβαδό και η μορφή των εκτάσεων που περιελήφθησαν στις μεταβιβάσεις δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί, καθότι τα όρια αυτών ήταν γενικά και ασαφή, ενώ σε αυτές περιλαμβανόταν δάση και βοσκές, που, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο αποτελούσαν «δημόσιες γαίες». Έτσι παρατηρήθηκε ότι μεγάλες εκτάσεις που κανονικά θα έπρεπε να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ως μη δυνάμενες ν' αποτελέσουν ιδιοκτησία Οθωμανών, εντούτοις περιελήφθησαν ως μέρος μεγάλης ιδιόκτητης περιουσίας κι αποτέλεσαν αντικείμενο της μεταβίβασης. Σε αυτές τις εκτάσεις περιλαμβανόταν και δάση. Επιπρόσθετα, δάση ιδιωτικά αίφνης προέκυψαν και από τις μισθώσεις για καλλιέργεια εθνικών κτημάτων, στα οποία περιλαμβανόταν και δάση, που όπως προείπαμε πραγματοποιήθηκαν για να μπουν χρήματα στο κρατικό ταμείο. Οι μισθώσεις έγιναν από τους προκρίτους και τους κοτζαμπάσηδες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα γι' αυτό, και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία τους, παρά τις δεσμεύσεις που υπήρχαν. Λέγει χαρακτηριστικά, σε σχέση με τα προηγούμενα, ο Χ. Μπογιατζής, νομικός και τέως Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας: «Όταν το 1830 έπεσαν σαν τα κοράκια οι Έλληνες αγοραστές και με χοτζέτια της κατασκευής και της συνεργασίας Τούρκων αρμοδίων και αδηφάγων Ελλήνων αγοραστών, αγόρασαν εγκτήματα της πλήρους κυριότητας Τούρκων πολιτών και δικαιώματα νομής επί τσιφλικιών, έγιναν αμέσως αντιληπτές οι σκόπιμες καταστρατηγήσεις τόσο των διεθνών συμβάσεων, όσο και των σχετικών μέχρι τότε διατάξεων της νεοελληνικής νομοθεσίας» (εισήγηση στο συνέδριο με θέμα «Ιδιοκτησιακό ζήτημα δασικών εδαφών της Ελλάδας», 19-21 Ιουνίου 1991, πρακτικά, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 56).

Σε ότι αφορά στις πρακτικές καταπατήσεων, αποψιλώσεων και ιδιοποιήσεων των ελληνικών δασών κατά τον 19ο αιώνα, με τη συναίνεση μάλιστα ή και τη συνδρομή των δημόσιων οργάνων, των εντεταλμένων για τη φύλαξη του δάσους -που ήταν οι αστυνόμοι. άλλο κακό κι αυτό τότε, αφού οι συγκεκριμένοι κάθε άλλο παρά ουσιαστικοί φύλακες του δάσους ήταν!-, μας δίνει την παρακάτω πληροφόρηση ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής Henry Belle (συγκεκριμένα αναφέρεται στα έτη 1861, 1868 και 1874, που περιηγήθηκε στην Ελλάδα): «Για τις φωτιές από εμπρησμό που κατακαίγουν τα δάση της Ελλάδας, ποτέ οι αρμόδιοι δεν καταφέρνουν ν' ανακαλύψουν τους ενόχους, που συχνά προστατεύονται, αν δεν ενθαρρύνονται κιόλας από τους δασοφύλακες (σημείωση: τότε, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, δασοφύλακες ήταν οι αστυνόμοι, που είχαν και καθήκοντα φύλαξης των δασών, αφού δεν υπήρχε συγκροτημένη ακόμη δασική υπηρεσία). Είναι άλλη μια εφαρμογή του συστήματος που έχει σκοπό ν' αποκαρδιώσει τους ξένους, για να τους υποχρεώσει να εγκαταλείψουν τη χώρα, καταστρέφοντάς την οικονομικά. Οι φωτιές μπαίνουν από καταπατητές γης και βοσκούς, επωφελούμενοι ο καθένας για τους δικούς του λόγους από αυτή την κατάσταση. Οι αρχές αφήνουν στο έλεος της φωτιάς ολόκληρες επαρχίες, χωρίς να κάνουν τίποτα, για να σταματήσουν ή να περιορίσουν το κακό, ούτε για να καταστείλουν το έγκλημα, που ο νόμος τιμωρεί με πολύ αυστηρές ποινές. (...) Οι Έλληνες λειτουργούν με τη θεωρία της αποψίλωσης και πολύ λίγο λογαριάζουν την ξυλεία και τα δάση, αφού κύρια υπολογίζουν στη γη και στις χρήσεις της, ενώ οι άσχετοι και κακοπληρωμένοι δασοφύλακες είναι οι πρώτοι, ίσως από αμέλεια, ίσως κι όχι, που επιτρέπουν τις λεηλασίες. Επιτρέπουν την κοπή δένδρων κατά τον τουρκικό τρόπο, δηλαδή με οκτώ ή δέκα δραχμές το μήνα, κι αφήνουν ελεύθερη την εκλογή στον υλοτόμο μέσα σε καθορισμένες περιοχές. Συνήθως ο υλοτόμος κόβει όλα τα δένδρα κι αφήνει γυμνό το βουνό, το οποίο στη συνέχεια γίνεται βοσκότοπος και μέρος της ιδοκτησίας κάποιου. Αν όμως ο ιδιοκτήτης είναι ξένος και απρόθυμος να εξαγοράσει τη συγκατάθεση, οι φύλακες δείχνονται εξαιρετικά αυστηροί. Δε μπορεί να κόψει ούτε ένα δένδρο, από αυτά που του ανήκουν, χωρίς ειδική άδεια, άδεια που του χορηγείται ύστερα από υπολογισμένες καθυστερήσεις και την πληρωμή ειδικού φόρου, το ύψος του οποίου υπολογίζεται αυθαίρετα από τον επιθεωρητή δασών (σημείωση: ο επιθεωρητής δασών ήταν αξιωματικός της αστυνομίας). Ο Νόελ στο δάσος του στην Εύβοια είχε καταλήξει ν' απαρνηθεί την εκμετάλλευση των δασών του, έστω και για προσωπική του χρήση ή για τις ανάγκες της ιδιοκτησίας του, και του στοίχιζε φθηνότερα να φέρνει τα ξύλα από τη Σύρο, παρά να τα κόβει από τα ίδια του τα κτήματα!» (Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα, 1861-1874», μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή-σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, τόμος Α', εκδόσεις Ιστορητής, Αθήνα 1993, σελ. 222-223).

 


Η δόμηση επεκτείνεται εξωθώντας τα δάση!

 

Σε σχέση δε με την κατάσταση που επικρατούσε στις γενόμενες αγοραπωλησίες, παραθέτουμε αποκαλυπτικό απόσπασμα διακήρυξης της «κατά την Εύβοιαν και Αττικήν Επιτροπής περί της αγοράς των Οθωμανικών ιδιοκτησιών», η οποία περιελήφθη στο ΦΕΚ 15/27.4.1838, και λέγει τα εξής: «Με άκραν της απορίαν βλέπει, ότι πολλοί δεν κάμνουσι τα ορισθέντα, αλλά τίνες αγοράζουσι κτήματα με ιδιαίτερον μόνον έγγραφον του πωλητού, χωρίς να ζητώσι παρ' αυτού την συμφωνίαν να τοις δοθεί τουρκικόν χοτζέτιον, διατρέχουσι κίνδυνον ακυρώσεως ταύτης της αγοραπωλησίας». Συνάγεται εκ τούτων ότι πραγματοποιούντο αγοραπωλησίες κατά παρέκκλιση της τεθείσας διαδικασίας και χωρίς τα νόμιμα δικαιολογητικά κυριότητας, κάτι που καθιστούσε τις αγοραπωλησίες αυτές άκυρες. Τα παραπάνω διακηρυχθέντα αποτελούν τεκμήριο συντέλεσης ανωμάλων μεταβιβάσεων γης, που δε δικαιολογείτο η κατοχή της, μα μολαταύτα δικαιοπραξίες πραγματοποιούντο.

Παρατηρείτο δε ότι δημιουργούνταν τίτλοι επί δασών, δηλωνόμενοι ως αγροί, και μετέπειτα ζητείτο η αναγνώριση της ιδιοκτησίας σύμφωνα με δηλωθείσα μορφή τους. Έτσι εμφανίζονταν ως κάτοχοι αγροτικών εκτάσεων χιλιάδων στρεμμάτων Έλληνες πολίτες, οι οποίες όμως εκτάσεις ήταν κατά το πλείστον καλυμμένες από δασική βλάστηση, κρημνώδεις κι άβατες. μολαταύτα είχαν αγορασθεί ως αγροί προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος της απόδειξης δικαιωμάτων επί αυτών! Ο δασολόγος Ιωάννης Κοκκίνης αναφέρει μια τέτοια περίπτωση -από τις πολλές που υπήρξαν- λέγοντας τα εξής: «Γνωρίζομεν δε περιπτώσεις, καθ' ας οι τίτλοι της ιδιοκτησίας αναγράφουσιν αγρούς, ενώ αι αντίστοιχαι εκτάσεις ούτε υπήρξαν, ούτε ηδύνατο ποτέ να υπάρξωσιν ως αγροί. Ως παράδειγμα φέρω το γνωστόν δάσος της Μπουντάγιας της Κατερίνης, το οποίον γνωρίζει κάλλιστα και ο Διευθυντής των Δασών κ. Μαρκόπουλος, επισκεφθείς αυτό επισταμένως κατά την επαλήθευσιν της υπ' εμού συνταχθείσης διαχειριστικής εκθέσεως του δάσους τούτου. Το κτήμα τούτο εκτάσεως εν όλω 20.000 στρεμμάτων, αποτελείται από ολίγους, 2.000 ως έγγιστα στρέμματα καλλιεργουμένους αγρούς, συγκεντρωμένους εις εν οροπέδιον, και από την υπόλοιπον δασικήν έκτασιν, ήτις σχεδόν άπασα είναι εις άκρον επικλινής και χαραδρώδης, ώστε να καθίσταται αδύνατος η εγκατάστασις αγρού. Οι τίτλοι ουχ' ήττον και τας εκτάσεις ταύτας χαρακτηρίζουσιν ως αγρούς, καίτοι ουδέποτε υπήρξαν, ούτε ήτο δυνατόν ποτέ να υπήρξαν αγροί» (Κοκκίνης Ι., «Τα δημοσιεύματά μου επί μιαν 50ετιαν διά τα δάση της Ελλάδος», έκδοση του Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1959, σελ. 30).

Σύμφωνα με μια πρόχειρη μεταπελευθερωτική στατιστική ιδιοκτησίας της γης του 1828, την οποία παραθέτει ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς στην «Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως» του Γεωργίου Φίνλεϋ (εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1973, σελ. 19), τα κτήματα της Ρούμελης ήταν 1.886.600 στρέμματα, εκ των οποίων τα 719.850 ήταν τουρκικά και 1.166.750 χριστιανικά, ενώ στη Δυτική Ελλάδα τα 176.270 ήταν τουρκικά και 817.660 ελληνικά. Στο Μοριά ήταν αντίστοιχα 1.241.052 στρέμματα τουρκικά και 535.145 ελληνικά. Στα νησιά τέλος η τουρκική ιδιοκτησία ήταν ασήμαντη ή ανύπαρκτη. Από τις ιδιοκτησίες των Ελλήνων η πλειονότητα των εκτάσεων ανήκε στους κοτζαμπάσηδες. Διαπίστωνουμε εκ τούτων ότι στην κυριότητα των Τούρκων υπηκόων του Οθωμανικού κράτους ανήκαν συγκεκριμένες εκτάσεις, και μάλιστα λιγότερες από αυτές των Ελλήνων, ενώ το σύνολο της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας των Τούρκων σε Ρούμελη, Μοριά και νησιά δεν ξεπερνούσε τα 2,5 εκατ. στρέμματα. Το πώς τελικά βρέθηκαν αυτοί να πωλούν φεύγοντας τεράστιες εκτάσεις δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού ήταν καταφανής η πρακτική να ιδιοποιούνται όση περισσότερη δημόσια (και δη δασική) γη μπορούσαν και να την πωλούν στους δυνάμενους να την αγοράσουν Έλληνες (τους κοτζαμπάσηδες κατά βάσιν και τους πλουτοκράτες του εξωτερικού, ακόμη και τους καπεταναίους του αγώνα), καθώς και στους κεφαλαιούχους ξένους. Όλοι αυτοί γνώριζαν το παιχνίδι που «παιζόταν» με τη δημόσια γη, όμως συμμετείχαν σε αυτό, διότι η αγορά της γης αποτελούσε μια εξαιρετικά επικερδή επένδυση!

 


Επικερδής επένδυση η αγορά ελληνικής γης στο νέο ελληνικό κράτος...

 

Ο νομοθέτης της αναγεννώμενης Ελλάδας, ακολουθώντας την ίδια πολιτική στα θέματα των δασών με τους Βαυαρούς, αντιμετωπίζει τα δάση με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι που στην Εθνική Συνεύλευση του 1844 διατυπώνονται εντονότατες επικρίσεις από τους αντιπροσώπους περί της αυστηρότητας των δασικών νόμων. Το Σύνταγμα του 1844 απαγόρευσε τη διάθεση εθνικής περιουσίας χωρίς να προηγείται σχετικός νόμος, κάτι που επανέλαβε και το Σύνταγμα του 1864, το οποίο στο άρθρο 102 καθόρισε: «...δι' ιδιαιτέρων νόμων και όσον ένεστι ταχύτερον θέλει ληφθεί πρόνοια περί διαθέσεως και διανομής της εθνικής γης». Ο νόμος που το έπραξε αυτό ήταν ο ΥΛΑ της 25ης Μαρτίου 1871, ο οποίος εξαίρεσε ρητώς τα δάση από τη διανομή της εθνικής γης.

Μολοντούτο, με τον νόμο ΥΛΑ της 25ης Μαρτίου 1871 «Περί διανομής και διαθέσεως της εθνικής γης», με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα δηλοποίησης των αυθαίρετα κατεχομένων δημοσίων κτημάτων με σκοπό τη νομιμοποίηση έναντι καταβολής τέλους, άνοιξε νέος κύκλος πρόσκτησης και κατοχής δασικής γης. Οι φερόμενοι με δικαιώματα επί αυτής, ξεπερνώντας τις νόμιμες διαδικασίες κατοχής δασικής γης, βάσει των προηγηθέντων νομοθετημάτων, εμφανίστηκαν δηλοποιώντας την αυθαίρετη κατοχή δημοσίων κτημάτων, που ήταν και δάση. Και τούτο παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου εξαιρούνταν τα δάση των διανεμητέων γαιών, αφού οι διεκδικούντες εμφάνιζαν τους εαυτούς τους ως αυθαίρετους κατόχους δασικής γης και όχι ως δικαιούχους διανομής (ώστε να υπόκεινται στην απαγόρευση της διανομής δάσους). Με τον τρόπο τούτο δικαιολογήθηκαν ως κάτοχοι δασών και τότε συντελέστηκαν οι κυριότερες αγοραπωλησίες μεγάλων δασοαγροτικών περιοχών από γνωστούς κεφαλαιούχους της εποχής. Γράφει σχετικά ο Ιωάννης Σπηλιωτάκης στο σκωπτικό φυλλάδιό του «Ξύπνα Ρωμηέ» το 1881: «Σα διώξαμε τους Τούρκους, ούλα τα κτήματα ήταν εθνικά και τη σήμερον τίποτα δεν έμεινε, γιατί τάφαγε ο ένας και ο άλλος από τους μεγαλουσιάνους, που πρώτα κανείς τους δεν είχε παρά, ούτε τόπο να θαφτεί, και σήμερα έχουν χώραις και χωριά, τσιφλίκια και παλάτια...»

Επιπρόσθετα, διανεμήθηκε γη και σε μη ακτήμονες και σε μη καλλιεργητές, όταν στη χωρική περιφέρεια της διανομής δεν υπήρχαν ακτήμονες και καλλιεργητές -«πας δηλωτής», έλεγε η διάταξη στην περίπτωση αυτή-, λόγω της σχεδόν χαριστικής διανομής, με αποτέλεσμα να επιπέσουν ωσάν τα κοράκια οι εποφθαλμιούντες την εθνική γη, για να την εξαγοράσουν -και τούτο συνέβαινε εις βάρος γενικά των ακτημόνων και των καλλιεργητών, στους οποίους αναλογούσε πλέον λιγότερη γη. Με τον τρόπο αυτό ο μέσος διανεμητέος κλήρος έπεσε στα 10 στρ. στις γαίες και στα 2 στις φυτείες. Όντας μικρός για την ικανοποίηση των αναγκών επιβίωσης των αγροτών, αυτοί στράφηκαν και στις όμορες δασικές εκτάσεις, τις οποίες καταπάτησαν ενσωματώνοντάς τες στην κλήρο τους, βρίσκοντας φυσιολογική μια τέτοια τους ενέργεια, ικανοποιούμενοι έτσι ως προς την επάρκεια των γαιών -ο Χρυσός Ευελπίδης υποστηρίζει ότι τότε «μεγάλο μέρος των εθνικών γαιών κατεπατήθησαν υπό γεωργών και τινών πολεμιστών» (Ευελπίδης Χρ., «Η γεωργία της Ελλάδος. Οικονομική και κοινωνική άποψις», εκδόσεις «Ο λόγος», Αθήναι 1944, σελ. 23).

 


Ο καλλιεργητής της γης, και γενικότερα ο άνθρωπος της υπαίθρου, ανήχθη σε σύμβολο για την ελληνική κοινωνία κατά τον 19ο αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, παρά τη μειονεκτική κοινωνική του θέση και τις δύσκολες συνθήκες ζωής του, λόγω της προσφοράς της γεωργίας στην ελληνική οικονομία, διαμορφώνοντας παράλληλα κι ένα πρότυπο χαρακτήρα και τρόπου ζωής (απεικόνιση του ανθρώπου της υπαίθρου σε χαρτονομίσματα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα).

 

Μέχρι το 1911 διαμοιράστηκαν συνολικά 2.650.000 στρέμματα εθνικής γης, τα περισσότερα των οποίων συγκεντρώθηκαν σε χέρια πλουτοκρατών (παλιών κοτζαμπάσηδων, ξένων και Ελλήνων αστών, που επένδυαν στη γη με την εξαγορά της), οι οποίοι δεν είχαν καμιά σχέση με την καλλιέργεια της γης -την έβλεπαν ως επενδυτικό αποθεματικό κεφάλαιο για τη μετέπειτα οικονομική εκμετάλλευσή της (για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, αρκεί να πούμε ότι από το 1907 έως το 1914 διανεμήθηκαν 1.058.700 στρέμματα γης, ενώ για την αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων του 1922 διατέθηκαν 7.801.994 στρέμματα). Η συγκέντρωση της γης στα χέρια ολίγων, και η δημιουργία με τον τρόπο αυτό τσιφλικιών, πραγματοποιείτο μέσω της συμπίεσης του μικρού καλλιεργητή της γης από το εμπορευματικό σύστημα/κύκλωμα που ελέγχονταν από τους πλουτοκράτες, με αποτέλεσμα οι μικροί να μεταβιβάζουν τη γη στους μεγάλους, ως ύστατη λύση στην ασφυξία τους, στο οικονομικό τους αδιέξοδο. Ο Γάλλος δημοσιολόγος Κάρολος Τσέστων αναφέρει το 1887 ότι από την εκποίηση των εθνικών γαιών το ελληνικό κράτος ευελπιστούσε να εισπράξει το «σπουδαίον ποσόν» των 6.037.685 δραχμών, το οποίο, όπως υπογραμμίζει, δεν αποτελεί κεφάλαιο, αλλά πρόσοδο. Δηλαδή, το ποσό αυτό θα συγκεντρωθεί από τις ετήσιες δόσεις που θα καταβάλουν οι δικαιούχοι, και θ' αποτελείται από το συμφωνηθέν τίμημα συν ετήσιο τόκο 4%. Πληροφορεί δε ότι το σύστημα αυτό άρχισε να εφαρμόζεται από το 1833, αλλά είναι άγνωστο πόσο μέρος των απαιτούμενων ποσών μπήκε στο κρατικό ταμείο (Τσέστων Κ., «Η Ελλάς τω 1887», εκ του Τυπογραφείου της Ακροπόλεως, Αθήνησι 1887, σελ. 86).

Με τη μετέπειτα αγροτική μεταρρύθμιση που συντελέστηκε με το νόμο για το μοίρασμα των τσιφλικιών που ψηφίστηκε το 1917 από την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, πάλι τα τσιφλίκια δεν εξαλείφθηκαν, αφού αγροτικές εκτάσεις δηλώνονταν ως δάση ή βοσκότοποι για να μη διανεμηθούν, καθότι αυτές οι κατηγορίες εδαφών εξαιρούνταν της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ενώ εξαιρέσεις και χαριστικές ρυθμίσεις υπέρ τσιφλικούχων ψηφίσθηκαν και με τον τρόπο αυτό περισώθηκαν τσιφλίκια. Γράφει σχετικά ο Γεώργιος Βάσος: «Με "νόμιμες" και αντισυνταγματικές διατάξεις, με προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με χαριστικές υπουργικές αποφάσεις και με κάθε μέσο κολοβώθηκε τόσο η αγροτική μεταρρύθμιση, που είναι να ρωτιέται κανείς αν εφαρμόστηκε για να ξεκάνει την τσιφλικάδικη ιδιοχτησία ή για να καθιερώσει την "ιερότητά της" και να την κατοχυρώσει με τελεσίδικες αποφάσεις το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945, σελ. 63). Όπως δε αναφέρει ο Χρυσός Ευελπίδης, «από τη διανεμητέα έκταση των συνολικά περίπου 10 εκατ. στρεμμάτων γης των απαλλοτριωθεισών γαιών υπέρ ακτημόνων και προσφύγων, τα 6 εκατ. ήταν καλλιεργήσιμα, τα δε υπόλοιπα ήταν δασική γη» (Ευελπίδης Χρ., «Η γεωργία της Ελλάδος. Οικονομική και κοινωνική άποψις», εκδόσεις «Ο λόγος», Αθήναι 1944, σελ. 23). Και συμπληρώνει ο Ευελπίδης ότι, μετά τούτων, «το 40% της γεωργικής και αροσίμου εκτάσεως της χώρας περιήλθον εις μικροκαλλιεργητάς, οι οποίοι προσετέθησαν εις τους υπάρχοντας ή προγενεστέρως αποκατασταθέντες, κι έτσι η Ελλάς κατέστη χώρα όπου επικρατεί η μικρά οικογενειακή αυτοκαλλιέργεια, αναλογούσης κατά μέσον όρον ανά αγροτική οικογένεια περί τα 33,33 στρέμματα καλλιεργησίμου γης, δενδρώνων και λειμώνων, συμπεριλαμβανομένων και των αγραναπαύσεων» (σελ. 24 της προηγούμενης πηγής).

Περαιτέρω, το τεκμήριο κυριότητας που προέκυψε από το Διάταγμα 17/11-1/12/1836 «Περί ιδιωτικών δασών», για τα δάση που θεωρούνταν «αδιαφιλονίκητα Εθνικά», κρίθηκε ότι είναι μαχητό, καθώς θεωρήθηκε ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου δεν είναι απαράγραπτα. Και τούτο διότι, το γεγονός ότι τα δάση για τα οποία δεν κατατέθηκαν εμπρόθεσμα οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους ή οι προσαχθέντες τίτλοι δεν αναγνωρίσθηκαν, χαρακτηρίσθηκαν ως «αδιαφιλονίκητα Εθνικά», δε συνεπάγεται το ανεπίδεκτο της νομής και επομένως της έκτακτης χρησικτησίας υπέρ τρίτου ως ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Έτσι, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου δικαιολογείται η έκτακτη χρησικτησία για τα πράγματα τα οποία εξαιρούνται της τακτικής χρησικτησίας, όχι όμως και της έκτακτης. Σύμφωνα δε με τον προϊσχύσαντα Αστικό Κώδικα, η έκτακτη χρησικτησία νοείται όταν ο κύριος ακινήτου νεμηθεί αυτό καλή τη πίστει και συνέχεια για μια τριακονταετία. Για τα δάση ο χρόνος αυτός έπρεπε να συμπληρωθεί μέχρι την 12η.9.1915 διότι μετά τη χρονολογία αυτή εκδόθηκαν Διατάγματα με τα οποία καθιερώθηκε το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του δημοσίου επί των ακινήτων του και πλέον δεν επιτρέπεται ως τρόπος κτήσης κυριότητας επί αυτών η έκτακτη χρησικτησία. Καθίστατο λοιπόν δυνατό να διεκδικηθεί η κυριότητα δασών με έκτακτη χρησικτησία κατά τον παραπάνω τρόπο, στα πλαίσια της δυνατότητας που δινόταν να καταρριφθεί το τεκμήριο υπέρ του δημοσίου.

 


Η παντειοτρόπως εννοούμενη επένδυση στη γη -συνήθως με κάθε κόστος!-, ήταν το ζητούμενο για την ανάκαμψη της χώρας... [«Τοποθετείστε τα χρήματά σας στη γη» (για οικόπεδα), ήταν το διαφημιστικό σύνθημα στην Πλατεία Ομονοίας, κεντρικά στην Αθήνα, το 1959].

 

Σ' ότι αφορά στα κτήματα των διαλελυμένων μονών και Επισκοπών, που αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση γαιοκτησίας στο ελληνικό κράτος, αυτά περιήλθαν διά του Βασιλικού Διατάγματος της 19ης Αυγούστου και 25ης Σεπτεμβρίου 1833 στο ιδρυθέν τότε Εκκλησιαστικό Ταμείο και κατόπιν στο ελληνικό δημόσιο. Αποτέλεσαν δηλαδή δημόσια περιουσία, διαχειριζόμενα από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, αποτελώντα μέρος των εθνικών κτημάτων, ενώ τα δάση επί αυτών διαχειρίζονταν από το Υπουργείο Γεωργίας μετά την 14η Ιουνίου 1917 (που αποτελεί την ημερομηνία ίδρυσής του, με την υπαγωγή της δασικής υπηρεσίας σε αυτό). Το 1833 υπήρχαν στην Παλαιά Ελλάδα 593 μονές (σύμφωνα με το αριθ. 23/19.8.1833 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου προς την Εκκλησιαστική Γραμματεία), που μετέπεσαν το 1844 μετά τη διάλυση των περισσοτέρων εξ αυτών στις 139 (σύμφωνα με το αριθ. 27349/20.9.1844 έγγραφο του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών). Στη συνέχεια παραχωρήθηκαν με το άρθρο 1 του νόμου 6271/1934, που ερμήνευσε το άρθρο 51 του νόμου 4108/1929, κατά κυριότητα στις οικείες κοινότητες οι βοσκήσιμοι τόποι των διαλελυμένων μονών που «δεν αποτελούν αντικείμενο της δασοπονίας», ενώ κατά χρήση αποδόθηκαν οι ορεινές βοσκές που αποτελούσαν αντικείμενο δασοπονίας (με τη χρήση του συγκεκριμένου όρου εννοεί προφανώς ο νομοθέτης την ύπαρξη εκτάσεων που συγκροτούν δασικά οικοσυστήματα).

Στην κυριότητα και διαχείριση του ελληνικού δημοσίου, εκ των εκτάσεων των διαλελυμένων μονών παρέμειναν τα δάση, οι εκχερσωθείσες δασικές εκτάσεις, οι οικοπεδικές εκτάσεις και τα αστικά κτήματα, οι παραλιακές εκτάσεις και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις εντός των λιβαδίων. Λόγω της μεγάλης καταπάτησης της ακίνητης περιουσίας των διαλελυμένων μονών, εξαιτίας της ελλειπούς αστυνόμευσής της και της μη ενδεδειγμένης διαχείρισής της, που κατά μεγάλο μέρος κατέληξε να θεωρείται ιδιωτική, το Υπουργείο Οικονομικών διέταξε με το αριθ. 20490/25.5.1939 έγγραφο σχετική έρευνα και διεκδίκησή της ως δημόσια περιουσία, επισυνάπτοντας μάλιστα κατάλογο των υφισταμένων μονών, ώστε να διεκδικηθεί η καταπατημένη ακίνητη περιουσία των υπολοίπων, που διαλύθηκαν. Μολαταύτα, λόγω και της μεσολάβησης του πολέμου, η διαταχθείσα έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε και οι καταπατημένες εκτάσεις των διαλελυμένων μονών θεωρήθηκαν ιδιωτικές. Ιδιαίτερα δε τα δάση που εκχερσώθηκαν πριν τον πόλεμο, δεν ήταν δυνατό να διεκδικηθούν σύμφωνα με τη μορφή τους, αφού αυτή πιστοποιείται με βάσει τις αεροφωτογραφίες του παλαιότερου έτους φωτογράφησης, του έτους 1945 κατά βάσιν, στο οποίο, λόγω της προηγηθείσας εκχερσώσεως, απεικονίζονται οι εκτάσεις με μη δασική μορφή.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών στις προσαρτημένες περιοχές
Στη Θεσσαλία, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφερόμενοι στα τσιφλίκια, η γαιοκτησία προέκυπτε βάσει των αγοραπωλησιών που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τον τροποποιηθέντα οθωμανικό νόμο Περί Γαιών και της υποχρέωσης που υπήρχε με τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας ν' αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας επί των δασών και βοσκών. Αυτό προέκυπτε δυνάμει φιρμανιών, χοτζετιών, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει οθωμανικών νόμων. Έτσι βλέπουμε ότι στη Θεσσαλία υποχρεώθηκε το ελληνικό κράτος ν' αναγνωρίσει ιδιοκτησίες επί δασών και βοσκών ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ταπίου, κάτι που δεν ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Και τούτο παρά το γεγονός ότι με τον οθωμανικό νόμο «Περί Γαιών» του 1856 και με το νόμο «Περί Ταπίων», θεωρούνταν ως ιδιωτικά μόνο τα δάση που κατέχονταν με ταπί. Τα εμπράγματα δικαιώματα εν προκειμένω, που αναγνωρίστηκαν από τη συνθήκη προσάρτησης, μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας των δικαιούχων ακολουθώντας το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, με τη μετατροπή του δικαιώματος εξουσίασης (τεσσαρούφ) σε δικαίωμα κυριότητας. Υπήρξε με τον τρόπο αυτό νομική αφομοίωση των δικαιωμάτων επί των τέως οθωμανικών γαιών με το δικαίωμα κυριότητας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Οπότε, στην περίπτωση της Θεσσαλίας δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Διατάγματος του 1826 «Περί ιδιωτικών δασών», καθότι τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν από ιδιώτες, βάσει τίτλων που εκδόθηκαν κατά τις διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας, αναγνωρίστηκαν και από την ελληνική νομοθεσία. Το ελληνικό δημόσιο υπεισήλθε στη θέση του τουρκικού ως προς την κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας, ότι όμως απεκτήθη βάσει τίτλων πριν την προσάρτηση  (και συνεπώς δεν ανήκε στο τουρκικό δημόσιο κατά το χρόνο της προσάρτησης) δε θιγόταν.

 


Τα όμορφα δάση της Όσσας. εκ των χαρακτηριστικών δασών της κεντρικής Θεσσαλίας.

 

Για τα εδάφη των Νέων Χωρών [ήτοι: Ήπειρος, Μακεδονία και μεγάλα νησιά (Σάμος, Κρήτη)] ίσχυσαν οι νόμοι 4134/1912 και 79/1913, σύμφωνα με τους οποίους διατηρείται η οθωμανική νομοθεσία, ενώ όλα τα εμπράγματα δικαιώματα που απεκτήθησαν βάσει αυτής διατηρούνται και μετά την απελευθέρωση και προσάρτηση των Νέων Χωρών. Στην Ήπειρο και τη Μακεδονία, τα δάση και τα λιβάδια που ανήκαν πριν την προσάρτηση στο τουρκικό δημόσιο, περιέχονται αντίστοιχα στο ελληνικό, δικαιώματι πολέμου. Η ισχύς του Διατάγματος του 1826 «Περί ιδιωτικών δασών» δεν επεκτάθηκε στις Νέες Χώρες, επικράτησε όμως το τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου που προέκυπτε από αυτό. Στις περιπτώσεις των δασών των προσαρτημένων χωρών που υπήρχε τεσσαρούφ κατά το χρόνο προσάρτησης, ορίστηκε με το άρθρο 49 του νόμου 2052/1920 «Περί Αγροτικού Νόμου», στο οποίο περιελήφθη το άρθρο 1 του Διατάγματος 2468/1917 της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, ότι το δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) μετατρέπεται αυτοδικαίως από την 20η.5.1917 σε δικαίωμα πλήρους και αμετακλήτου κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου -βέβαια, η μετατροπή αυτή του δικαιώματος εξουσίασης αφορούσε σε κάθε γαία που θεωρείτο δημόσια σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο και δεν περιοριζόταν στα δάση. Στο Δημόσιο απέμενε το 1/5, το οποίο αποτελούσε ποσοστό συνδιακατοχής σε αντάλλαγμα της παραχωρούμενης κυριότητας. Αν δεν υπήρχε τεσσαρούφ, η έκταση θεωρείτο δημόσια γη. Με τις παραπάνω ρυθμίσεις αναγνωρίστηκε αυτοδίκαιη μετατροπή της ιδιοκτησιακής βάσης των κεκτημένων δικαιωμάτων εξουσίασης (τεσσαρούφ) σε δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας.

Το ποσοστό συνδιακατοχής του 1/5 υπέρ του Δημοσίου προέκυψε από μια ανάγκη, από μια ιστορική απαίτηση το 1917, και δεν ήταν στην πρόθεση των τότε κρατούντων να το καθιερώσουν. Η ανάγκη ήταν η έλλειψη ρευστότητας του ελληνικού κράτους και η απάιτηση για ενεχυρίαση περιουσιακών του στοιχείων προκειμένου να λάβει δάνειο η χώρα από το εξωτερικό. Η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1917, σκέφθηκε διά του επί των Δημοσίων Κτημάτων και Εσωτερικού Αποικισμού υπουργού Ανδρέα Μιχαλακόπουλου να εμφανίσει στους δανειστές εμπράγματες αξίες γης, βάσει δικαιωμάτων της επί της γης των νέων χωρών (της κάθε γης), για να τις παραχωρήσει ως υποθήκη στις ξένες τράπεζες, για τη σύναψη δανείου. Για το σκοπό αυτό, παρακράτησε το 1/5 της κυριότητας όλων των ακινήτων των Νέων Χωρών σύμφωνα με το αριθ. 2468/1917 Διάταγμα, με την ονομασία «Διάταγμα Έλληνας των Νέων Χωρών», τα οποία ανήκαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (Εραζίϊ-εμιριγέ), στα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του Οθωμανικού κράτους, ανήκαν «οι αγροί, οι λειμώνες, τα λειβάδια, τα θέρετρα, ήτοι αι χειμεριναί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και τα παρόμοια, των οποίων η κυριότης ανήκει τω Δημοσίω και παρεχωρούντο (ιχαλέ βετεβφήζ) υπό της κυβερνήσεως». Τα ακίνητα αυτά εξουσιάζονταν «αδεία και παραχωρήσει» βάσει τίτλου που έφερε τον Σουλτανικό Τουγρά και αποτελούσε δικαίωμα εξουσίασης.

Οι κάτοχοι αυτών των εκτάσεων, που τις αγόρασαν από τους Τούρκους που τις νέμονταν, θεώρησαν τη συγκεκριμένη ενέργεια ως δήμευση κατά το 1/5 της περιουσίας τους -και όντως ήταν. μια αναγκαία όμως δήμευση!..-, καθότι τούτοι -όπως ισχυρίζονταν- αγόρασαν, κι ειδικά την «άγρια γη», από τους Τούρκους χωρίς προσδοκία οφέλους, παρακινούμενοι από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία διά των προξένων στη Μακεδονία κι αλλού, προέτρεπε τους εύπορους Έλληνες των περιοχών τούτων ν' αγοράσουν όπου μπορούσαν γη, για να μην περιπέσει στην ιδιοκτησία των Βουλγάρων και των ψευτομακεδόνων. Ταυτόχρονα, ως ιδιόκτητη η γη αυτή ν' αποτελέσει, λόγω και του άγριου στοιχείου της, όπου ήταν δάση, τ' ορμητήριο και κρησφύγετο των ανταρτών του μακεδονικού αγώνα κατά των κομιτατζήδων. Μάλιστα, κείνες οι αγοραπωλησίες πραγματοποιήθηκαν έναντι αδρού τιμήματος, αφού η αξία της δασικής γης  κατά το οθωμανικό εθιμικό δεν διαφοροποιείτο από της μη δασικής. «...αι ιδιωτικαί δασικαί εκτάσεις αξιούντο και εφορολογούντο ωσεί αύται να ήσαν αγροτικαί», μας πληροφορεί ο δασολόγος Ιωάννης Κοκκίνης σε κείμενό του το 1926 («Η ιδιοκτησία των δασών των Νέων Χωρών», στο περιοδικό «Μηνιαίον Δασικόν Περιοδικόν», τεύχη Στ, Ζ, Η, Θ, Ι, έτος 1926).

Η κυβέρνηση τελικά δεν πήρε το δάνειο και ήρε με το Προεδρικό Διάταγμα της 11ης-12ης Νοεμβρίου 1929 τη δέσμευση του 1/5 της ιδιοκτησίας του Δημοσίου επί αγρών, τσιφλικιών, αμπέλων, οπωρώνων, ελαιώνων, κατοικιών, εργοστασίων, βιομηχανικών και βιοτεχνικών
Το καθεστώς των δασών της Δωδεκανήσου ρυθμίστηκε με τον αναγκαστικό νόμο 719/1948, και τα δάση αυτά υπήχθησαν στη δασική νομοθεσία και τέθηκαν υπό τη διαχείριση και αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας, εφαρμοζόμενος στο εξής ο Δασικός Κώδικας (νόμος 4173/1929). Τα δικαιώματα του δημοσίου επί των δασών τούτων διατηρήθηκαν ακέραια. Κάθε εμπράγματο δικαίωμα των ιδιωτών και του Δημοσίου βασίζεται στις καταγραφές του Κτηματολογίου που συνέταξαν οι Ιταλοί (στις περιοχές όπου αυτό καταρτίστηκε, ήτοι Ρόδος, Κως και τμήμα της Λέρου). Στη Θράκη ανέκυψε το ζήτημα των περιουσιών των ανταλλαγέντων μουσουλμάνων και τούτο αντιμετωπίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης της 30ης.1.1923, ορίζοντας ότι τα κτήματα αυτών, στα οποία περιλαμβάνονταν και δάση, υπάγονται στην κατηγορία των ανταλλαξίμων κτημάτων. Αυτά παραδόθηκαν στη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, και με το νόμο 4494/1930 η διαχείριση και η εκκαθάριση τούτων ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ακολούθως, με το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης/31.10.1940, το ελληνικό δημόσιο διά της υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών με τα αρχικά Υ.Δ.Α.Μ.Κ. διαδέχθηκε ως καθολικός διάδοχος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις την Εθνική Τράπεζα και ανέλαβε τη διοίκηση και διαχείριση των ανταλλαξίμων ακινήτων. Τα ανταλλάξιμα δάση, σύμφωνα με το άρθρο 149 του δασικού κώδικα (νομοθετικό διάταγμα 86/1969), διαχειρίζονται κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών στα Ιόνια νησιά απέρρευσε από το καθεστώς της Επτανήσου Πολιτείας και του μετέπειτα Ιονίου Κράτους, σ' ότι αφορούσε στην ιδιοκτησία επί των γαιών. Στο από 13/29.12.1817 «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» δεν υπάρχει αναφορά σε δημόσια δάση ή σε δημόσια κτήματα, που ν' ανήκουν στο υπό την προστασία της Αγγλίας Ηνωμένο Ιόνιο Κράτος, ώστε η εν λόγω ιδιοκτησία να περιέλθει κατά διαδοχή στο ελληνικό κράτος. Και τούτο διότι η εγχώρια περιουσία εκάστης νήσου ανήκε στην εγχώρια τοπική κυβέρνηση αυτής. Συνεπώς, δεν ισχύουν οι διατάξεις του Διατάγματος του 1836 «Περί ιδιωτικών δασών» στα Ιόνια νησιά, και δε θεσπίζεται επί των δασών της Επτανήσου το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου. Στο Δημόσιο ανήκουν τα αδέσποτα δάση, που είναι τα μη δεσποζόμενα (δεσποζόμενο ακίνητο: που ανήκει στην κυριότητα κάποιου, το εξουσιαζόμενο) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή τα εγκατελειφθέντα και μη διεκδικούμενα.

Το ζήτημα εντέλει της ιδιοκτησίας των δασών, των δασικών εδαφών και των λιβαδίων, σε σχέση με τη διεκδίκησή τους, και των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί αυτών, ιδιαίτερα στις περιοχές της χώρας με ειδικό καθεστώς, στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο του Δημόσιου, διευθετήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του νόμου 998/1979, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του νόμου 4280/2014, όπου ορίζεται ότι, οι εκτάσεις που προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας θεωρούνται δημόσιες, εκτός κι αν υπάγονται σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 10 του νόμου 3208/2003 (στο οποίο αυτό άρθρο αναφέρονται οι περιπτώσεις που το ελληνικό δημόσιο δε διεκδικεί δικαιώματα κυριότητας επί δασών, δασικών εκτάσεων και χορτολιβαδικών). Βάσει αυτής της διάταξης, όλα τα δάση κ.λπ. ανά την Ελλάδα θεωρούνται δημόσια πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του νόμου 3208/2003. Αποτελεί μια σαφή διάταξη, οριστικού τερματισμού διενέξεων κι αμφισβητήσεων ως προς τα δικαιώματα του Δημοσίου επί δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων, που δίνει τη δυνατότητα στο δημόσιο να προστατεύει ανεμπόδιστα τη δασική ιδιωτική του περιουσία, που αποτελεί και φυσικό αγαθό.

 


«Ανοίγματα» (βλέπε: δημιουργία ορεινών αγρών), σε δάση της Κεντρικής Θεσσαλίας τη δεκαετία του 1950.

 

Μια ιδιαίτερη και ξένη με τα ελληνικά δεδομένα κατηγορία δασών, που προήλθε από το οθωμανικό δικαιϊκό σύστημα, αποτέλεσαν τα βακούφια. Αυτά ήταν τα αφιερωμένα δάση (εραζίζ μεβκουφέ), που απαντώνταν στην Παλαιά Ελλάδα, στη Θεσσαλία και κυρίως στις Νέες Χώρες, κι αφορούσαν στη διάθεση υπέρ ορισμένου σκοπού, ιερού ή αγαθοεργού, ακίνητης περιουσίας με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η αφιέρωση δημοσίων δασών πραγματοποιούνταν μετά από άδεια του Σουλτάνου και παραχωρούνταν με σουλτανικά φιρμάνια έπειτα από έκδοση σχετικής απόφασης του Ιεροδίκου. Επί αυτών, το Δημόσιο είχε την ψιλή κυριότητα ενώ το δικαίωμα εξουσίασης είχε το βακούφιο, το οποίο μπορούσε να εκμισθώνει τη χρήση. Με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου, τα βακούφια της Παλαιάς Ελλάδας μπορούσαν να διατεθούν από τους επικαρπωτές ή τους διαχειριστές τους, κι έτσι πραγματοποιήθηκαν αγοραπωλησίες επί βακουφικών δασών, περιερχόμενα αυτά σε ιδιωτική κτήση, ενώ στη Θεσσαλία και την Ήπειρο η διοίκηση των βακουφιών ανατέθηκε σε Επιτροπή, σύμφωνα με το νόμο ΑΡΠΓ/1884, στις δε Νέες Χώρες τα βακούφια κατέστησαν πλήρους ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου ΔΣΙΓ/1913. Κατόπιν, με τη Σύμβαση της Λωζάνης το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να σεβαστεί τα βακούφια, τα οποία με το νόμο 4798/1930 περιήλθαν στο καθεστώς των ανταλλαξίμων γαιών και η διαχείρισή τους τελικώς αναλήφθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών.

Για το τέλος αφήσαμε τα μοναστηριακά δάση, τα οποία αποτελούν περιουσία όλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δηλαδή των ενοριών, των μητροπόλεων, των μονών και των εκκλησιαστικών οργανισμών. Σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόστηκε μετά την απελευθέρωση, οι μονές διατηρούν τα γαιοκτητικά τους δικαιώματα που απέκτησαν βάσει τουρκικών διαταγμάτων. Στην εκκλησία αποδόθηκαν επί εποχής Μεχμέτ Β΄ άπαντα τα ακίνητα που κατείχαν από των χρόνων των Παλαιολόγων. Έτσι, σύμφωνα με τον Μοσχοβάκη, «εν έτει 1835 ευρίσκομεν το τέταρτον των γαιών της τότε ελευθέρας Ελλάδος ανήκον τη εκκλησία» (Μοσχοβάκης Γ. Ν., «Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας», διατριβή επί υφηγεσία, εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, εν Αθήναις 1882, σελ. 60). Φέρονταν το λοιπόν η εκκλησία να κατέχει τεράστιες εκτάσεις, προκύπτουσες από χρυσόβουλα, από τίτλους, μεγάλο μέρος των οποίων δεν προσκομίζονταν διότι απωλέσθηκαν με την καταστροφή των μοναστηριών, ή από διηνεκή χρήση κι εξουσίαση των εδαφών. Μάλιστα, αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων έκριναν ότι, οι διαχειριζόμενες κατά την Τουρκοκρατία γαίες από τις μονές σαν δικά τους πράγματα, εφόσον χρησιμοποιούσαν τις προσόδους τους για την εξυπηρέτηση της μονής ή άλλου κοινωφελούς σκοπού, αναγνωρίζονται ως νόμιμη περιουσία της μονής. Επόμενα, με το άρθρο 3 του νόμου 1700/1987, ορίσθηκε ότι ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που βρίσκονται στη νομή και κατοχή των μονών, εξαιρουμένων αυτών που εξαρτώνται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εφόσον εντός προθεσμίας 6 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου δε μεταβιβασθούν με σύμβαση προς το ελληνικό δημόσιο.


Η Ιερά Μονή Άνω Ξενιάς στην Όθρυ, με τα πανέμορφα δρυοδάση της, τα οποία εκμεταλλεύεται διαχειριστικώς.

 

Εξαιρέθηκαν από την πρόβλεψη περί απόκτησης της κυριότητας από το Δημόσιο οι εκτάσεις των μονών για τις οποίες υπάρχει νόμιμος τίτλος κυριότητας, ο οποίος έχει νόμιμα μεταγραφεί ή η κυριότητα επί αυτών έχει αναγνωρισθεί με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Όμως, οι διατάξεις των σχετικών με το παραπάνω καθεστώς νόμων έμειναν ανενεργές, μετά και από την αριθ. 10/1993/405/483-484 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, που δικαίωσε πέντε μονές που προσέφυγαν. Από  τα οριζόμενα στις παραπάνω διατάξεις εξαιρούνται τα δάση και γενικότερα τις εκτάσεις των μονών του Αγίου Όρους και των μετοχίων τους, για τις οποίες ίσχυε ειδικό γαιοκτητικό καθεστώς επί Τουρκοκρατίας, το οποίο, με την Ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών της 1ης/12ης.12.1913 εκφράστηκε με την αναγνώριση ως εσωτερικό δίκαιο των κεκτημένων κατά την οθωμανική νομοθεσία δικαιωμάτων των μονών. Στο ελληνικό Σύνταγμα θεσπίστηκε το απαράγραπτο και αναπαλλοτρίωτο της ακίνητης περιουσίας των Μονών του Αγίου Όρους.

Λέγει για την περιουσία των μοναστηριών και για την εκμετάλλευσή της ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος: «Ένα μεγάλο μέρος -και το πιο εύφορο και καλό- γης ήταν ιδιοχτησία των μοναστηριών. Μια φούχτα καλογέροι που κι αυτοί είταν εξαρτημένοι από τ' Άγιο Όρος, από το Πατριαρχείο ή τον Μητροπολίτη, έπαιρναν αμύθητα εισοδήματα από γεννήματα, καρπούς και ζωντανά. Χιλιάδες αγρότες είταν σκλάβοι των μοναστηριών και έτρεφαν τους μικρούς και μεγάλους καλογέρους με το μόχτο και τον ιδρώτα τους. Η Εκκλησία μάλιστα έπαιρνε από κάθε χριστιανό ραγιά ειδικό φόρο που λέγονταν "ρόγα" ή "σητεία". Πολλές φορές με ασπλαχνία Σάυλωκ έκανε κατάσχεση στο αλέτρι ή τ' άλλα γεωργικά εργαλεία του αγρότη αν τύχαινε και δεν πλήρωνε τον παραπάνω φόρο. Γενικά μάλιστα ο κάθε χριστιανός ραγιάς είταν υποχρεωμένος το 1/3 από το εισόδημά του και την περιουσία του να το δίνει για τις ανάγκες της Εκκλησίας, δηλαδή των Μητροπολιτάδων. Από παντού, λοιπόν, ο φτωχοαγρότης είταν περιτριγυρισμένος από την ολιγαρχία των εκμεταλλευτών του. Και τι εκμεταλλευτών: άπληστων, τυραννικών και βάρβαρων» (Κορδάτος Γ., «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973, σελ. 43).

 


Τα πλούσια δάση του Άγιου Όρους αποτέλεσαν περιουσία των μοναστηριών [αποτυπώνεται η Μονή Ζωγράφου με τα πέριξ αυτής πλούσια δάση της (χρωμολιθογραφία Αγνώστου, περί το 1890)].

 

του Αντώνιου Καπετάνιου

 

Βιβλιογραφία
Αμπού Εντμ., «Η Ελλάδα του Όθωνος», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα αχρονολόγητο.
Ανδρεάδης Ανδρ., «Ιστορία των εθνικών δανείων», Αθήναι 1904.
Ανώνυμου του Έλληνος, «Ελληνική Νομαρχία. Ήτοι λόγος περί ελευθερίας», εκδόσεις Κάλβος, ανατύπωση, Αθήνα 1980.
Αρμενόπουλος Κ., «Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος», επιμέλεια: Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήναι 1971.
Ασδραχάς Σπ., «Ελληνική κοινωνία και οικονομία (ιη΄ και ιθ΄ αιώνες)», εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1982.
Βακαλόπουλος Κ. Α., «Η περίοδος της αναρχίας (1831-1833)», εκδόσεις Παρατηρητής, Αθήνα 1984.
Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945.
Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975.
Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα, 1861-1874», μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή-σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, τόμοι Α', Β΄ & Γ΄, εκδόσεις Ιστορητής, Αθήνα 1993.
Berkes F., «Co-operation from the perspective of human ecology», in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
Βουρνάς Τ., «Η σφαγή στο Δήλεσι. Αγγλοκρατία και ληστοκρατία», από τη σειρά «Τα φοβερά ντοκουμέντα», εκδόσεις Φυτράκης, Αθήνα 1977.
Βουρνάς Τ., «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί 1909», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1998.
Γενικά Αρχεία του Κράτους (στοιχεία).
Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, «Ιδιοκτησιακό ζήτημα δασικών εδαφών της Ελλάδας», συνέδριο 19-21 Ιουνίου 1991, πρακτικά, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1991.
Γεωργιάδου Μ., «Δασική νομοθεσία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2004.
Γεωργιοπούλου Τ., «Όσο θα αποχαρακτηρίζονται τα δάση, θα καίγονται», περιοδικό ΟΙΚΟ της εφημερίδας «Η Καθημερινή», τεύχος 35, Αύγουστος 2005.
Γεωργούσης Ευστρ., «Ορεινή Οικονομία», έκδοση του Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1967.
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «Το αγροτικό πρόβλημα της Ελλάδας», πρακτικά διημερίδας, 7-8 Μαΐου 1997, επιμέλεια έκδοσης: Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Αθήνα 1998.
Γιαννακούρος Π. Ε., «Αγροτική νομοθεσία. Μετά διατάξεων προσφυγικής και δασικής νομοθεσίας», Αθήναι 1974.
Γιαννακούρος Π. Ε., «Δασικός Κώδικας και δασικοί νόμοι», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2002.
Γιαννόπουλος Κ. Ι., Φραγκοδημητρόπουλος Θ., Δ., «Ισχύουσα δασική νομοθεσία και ερμηνεία αυτής», Τόμοι Α΄ & Β΄, Τύποις Απ. Α. Χαλούλου, Αθήναι 1939.
Γκιόλιας Μ. Α., «Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου», εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 2004.
Γούδας Αν., «Υπόμνημα περί δασών και δασοπονίας», περιοδικό «Η Μέλισσα των Αθηνών», φυλλάδιον ΙΑ΄ και ΙΒ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1864.
Γρίσπος Π., «Δασική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Αθήναι 1973.
Δαλάκογλου Θ. Δ., «Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής Αναβύσσου», εισήγηση στη Ζ' επιστημονική συνάντηση νοτιοανατολικής Αττικής, Κορωπί 1995.
Δανιηλίδης Δ., «Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1934.
Δαουτόπουλος Γ. Α., Κουτσούκος Μ. Η., «Ιστορία της Γεωργίας», εκδόσεις Ζυγός, Θεσσαλονίκη 2008.
Δρίκος Θ., «Οι πωλήσεις οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής 1830-1831», εκδόσεις Τροχαλία και Δήμος Γλυφάδας, Αθήνα 1994.
Dugelay A., «Το πρόβλημα της διαθέσεως των γαιών», απόδοση: Α. Γώγος, περιοδικό «Δασικά Χρονικά», Ιούνιος-Ιούλιος 1966.
Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, «Δασική ανάπτυξη. Ιδιοκτησιακό-Χωροταξικό», πρακτικά 6ου Πανελληνίου Δασολογικού Συνεδρίου, Χανιά 6-8 Απριλίου 1994, Θεσσαλονίκη 1995.
Ευελπίδης Χρ., «Η γεωργία της Ελλάδος. Οικονομική και κοινωνική άποψις», εκδόσεις «Ο λόγος», Αθήναι 1944.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών [COM(2013)659final/20-9-2013], «Μια νέα δασική στρατηγική της ΕΕ: για τα δάση και τον δασικό τομέα», Βρυξέλες 20-9-2013.
Ζάιντλ Β., «Βαυαροί στην Ελλάδα», πρόλογος: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, επιμέλεια: Κ. Π. Δεμερτζής, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1984.
http://www.noel-baker.co.uk/greece/el/warYears.html
Θεοτόκης Σπ., «Αλληλογραφία Εϋνάρδου», Αθήναι 1919.
Θηβαίος Χρ., «Περί της διοικήσεως και διανομής επικοίνων δασών», περιοδικό «Το δάσος», έτος Α΄, τεύχος 1ο, Α΄ τριμηνία 1947.
Θηβαίος Χρ., Γ., «Ελληνικόν γεωργικόν δίκαιον», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1948.
Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους Άθω, «Το καθεστώς του Αγίου Όρους Άθω», έκδοση της Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους Άθω, Άγιον Όρος 1996.
Κακριδής Φ., «Η γερμανική διαχείριση της ελληνικής κληρονομιάς», στο συλλογικό έργο «Ένας νέος κόσμος γεννιέται», εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1996.
Καλέμης Αλ., «Ο Κηρέας της Εύβοιας», Ευβοϊκές εκδόσεις Κίνητρο, Εύβοια 2001.
Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω...», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, σειρά: Memorandum, Αθήνα 2003.
Καραβίδας Κ., «Τα αγροτικά», εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 1977.
Καψάλης Γ., «Μαρίνος Αντύπας, ο πρωτομάρτυρας σοσιαλιστής και πρόδρομος του Κιλελέρ», εκδόσεις Γ. Ήβος, Αθήνα 1986
Κεμίδης Κ., «Δασική ιδιοκτησία», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
Κλιάφα Μ., «Θεσσαλία 1881-1981. Εκατό χρόνια ζωή», εκδόσεις Κεδρος, Αθήνα 1983.
Κοκκίνης Ι., «Η ιδιοκτησία των δασών των Νέων Χωρών», περιοδικό «Μηνιαίον Δασικόν Περιοδικόν», τεύχη Στ, Ζ, Η, Θ, Ι, έτος 1926.
Κοκκίνης Ι., «Τα δημοσιεύματά μου επί μιαν 50ετιαν διά τα δάση της Ελλάδος», έκδοση του Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1959.
Κολιού Ν., «Οι πρωτοπόροι της επαρχίας Αλμυρού», εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1996.
Κοντός Π., «Δασική Ελληνική Ιστορία», Αθήναι 1929.
Κοντός Π., «Δασική Πολιτική, ιδία εν Ελλάδι, μετά στοιχείων Αγροτικής Πολιτικής», Θεσσαλονίκη 1933.
Κοραής Αδ., «Άπαντα», εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1969.
Κορδάτος Γ., «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς», εκδόσεις «20ος αιώνας», Αθήνα 1960.
Κορδάτος Γ., «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.
Κορωναίος Γ. «Πως εγκατεστάθησαν οι Νόελ Μπαίκερ στην Ελλάδα», εφημερίδα «Ακρόπολις», φύλλο 11ης-07-1971.
Κουρουσόπουλος Ευθ., «Δασική ιδιοκτησία και διαχείρισις», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1978.
Κουτσομητόπουλος Π. Γ., «Συλλογή νόμων, Β.Δ. και υπουργικών πράξεων του Υπουργείου Γεωργίας», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1922.
Κρεμμυδάς Β., «Νεότερη ιστορία, ελληνική και ευρωπαϊκή», εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1990.
Κρόκος Αγγ. Γ., «Δασική νομοθεσία», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1920.
Λάζος Ι. Ν., «Τα δημόσια δάση της Ελλάδος», έκδοση του Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1929.
Leake W., «Journey through some provinces of Asia Minor in the year 1800», London 1820.
Λούκος Χρ., «Κυβερνήτης Καποδίστριας, πολιτικό έργο, συναίνεση και αντιδράσεις», σειρά: Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμοι τρεις, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
Μακρής Ασ., Γώγος Επ., «Δασική νομοθεσία. Κωδικοποίησις, ερμηνεία, νομολογία, σχόλια», έκδοση Γεωργίου Π. Χάντζου, Αθήναι 1958.
Μακρυγιάννης (στρατηγός), «Απομνημονεύματα», επιμέλεια: Γιάννης Βλαχογιάννης, τόμοι τρεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011.
Μάουρερ Γκ., «Ο ελληνικός λαός», μετάφραση: Όλγα Ρομπόκη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976.
Μαριά Ε. Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1998.
Μαριά Ε. Α., «Δασική νομοθεσία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
Μαρκόπουλος Π. «Τα δάση», περιοδικό «Δασική Αναγέννησις», έτος 3ον, τεύχος 28ον, Αύγουστος 1927.
McGowan B., «Economic life in Ottoman Europe», Cambridge University Press & State University Press, Kent Ohio USA 1981.
McGrew W. W., «Land and revolution in modern Greece (1800-1881)», The Kent State University Press, Kent Ohio USA 1985.
Μηναίδης Σ., «Η θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων στην ελληνική έννομη τάξη», http://orpheus.ee.duth.gr/Eldoseis/Minaides/22.htm.
Μοσχοβάκης Γ. Ν., «Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας», διατριβή επί υφηγεσία, εκ του Τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, εν Αθήναις 1882.
Μυλωνάς Π., «Ο Άθως», πρόλογος: Ηλίας Βενέζης, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1963.
Νάκος Γ. Π., «Το νομικό καθεστώς των τέως Οθωμανικών γαιών 1821-1912», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1984.
Νάκος Γ. Π., «Εξελικτικές διακυμάνσεις του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος 1821-1912», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1986.
Νικοκάβουρα Α. (επιμ.), «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1983.
Νικολαΐδης Δ., «Οθωμανικοί Κώδικες, ήτοι συλλογή απάντων των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαταγμάτων, κανονισμών, οδηγιών και εγκυκλίων», τύποις Αδελφών Νικολαΐδων, Εν Κωνσταντινούπολει 1889.
Noel-Baker Β., «Μια νήσος στην Ελλάδα. Οι Noel-Baker στην Εύβοια», μετάφραση: Αλέξης Ταμπουράς-Ευγενία Μίγδου, έκδοση «Οι εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 2003.
Οικονομάκος Ι., Λ., «Περί κληρονομιάς υπηκόων Ελλήνων Μουσουλμάνων (Μωαμεθανών) το θρήσκευμα, ήτοι περί της εφαρμοστέας εν Ελλάδι νομοθεσίας», εκδοτικός οίκος Δημοσθένους Θεοφιλόπουλου, Αθήναι 1932.
Οικονομόπουλος Αν., «Η εξέλιξη της δασοπονίας εν τη Ελλάδι. Από της απελευθερώσεως αυτής μέχρι του έτους 1940», πανεπιστημιακή έκδοση, Θεσσαλονίκη 1942.
Οικονόμου Δημ., «Το εν πέμπτον των ιδιωτικών δασών Νέων Χωρών», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχος 132, Οκτώβριος 1969.
Πανελλήνια Ένωση Δασοκτημόνων, «Υπόμνημα περί της επιχειρούμενης αντισυνταγματικής απαλλοτριώσεως των δασών», Αθήναι 1952.
Πανταζόπουλος Ν., «Αστικός Κώδιξ και εθνικόν δίκαιον», Αθήναι 1945.
Πανταζόπουλος Ν., «Ιστορική εισαγωγή εις τα πηγάς του Ελληνικού Δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1968.
Πανταζόπουλος Ν., «Παραδοσιακοί αγροτικοί θεσμοί σε δοκιμασία. Η περίπτωση της Θεσσαλίας», εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1986.
Παπαγιάννης Γ., «Η δασική ιδιοκτησία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός, «Η Ελλάδα του 20ου αιώνα», CD ROM, Αθήνα 2001.
Πετρόπουλος Γ., «Η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους (1833-1834)», τόμοι δύο, Αθήνα 1984.
Ρος Λ., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, Αθήνα 1976.
Ρουσσώ Ζαν Ζακ, «Οι εξομολογήσεις», μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, επίλογος: Κοσμάς Ψυχοπαίδης, βιβλίο δωδέκατο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.
Ρουσσώ Ζαν Ζακ, «Το κοινωνικό Συμβόλαιο, ή Αρχές Πολιτικού Δικαίου», μετάφραση: Γρηγοροπούλου Βασιλική και Σταϊνχάουερ Αλβέρτος, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012.
Σάθας Κ. Ν., «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήναι 1880 (αναστατική έκδοση εκ του Βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήνα 1995).
Σέττας Δ. Χρ., «Ο γερο-πλάτανος της Εύβοιας», εκδόσεις Δίπτυχο, Αθήνα 1972.
Σιάτρας Δ. Θ., «Οι αγοραπωλησίες ακινήτων στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», πρόλογος: Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1992.
Σκαρίμπας Γ., «Το 1821 και η αλήθεια», τόμοι δύο, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1995.
Σκληρός Γ., «Το κοινωνικό μας ζήτημα», εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδη, Αθήναι 1907.
Σκοπετέα Ε., «Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα», εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1988.
Σκούρτης Σ. Μ., Σοφούλης Μ. Κ., «Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα», εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 1995.
Σμιθ Αντ., «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών», μετάφραση: Δημήτριος Καλιτσουνάκης, εκδόσεις Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991.
Σούτσος Ι., «Πλουτολογία», Αθήναι 1868.
Σπηλιάδης Ν., «Νικολάου Σπηλιάδου: Απομνημονεύματα. Ήτοι ιστορία της επαναστάσεως των Ελλήνων», επιμέλεια: Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος, Ινστιτούτο Ανάπτυξης Χαρίλαος Τρικούπης, Αθήνα 2007.
Στεργιόπουλος Ι., «Δασικαί, αγροτικαί, παραλιακαί εκτάσεις», Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, Αθήναι 1973.
Στεφάνου Αν. Γ., «Το δάσος που λαχτάριζες...», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1974.
Στράτος Ανδρ. Ν., «Το Βυζάντιον στον Ζ΄ αιώνα», πρόλογος: Δ. Α. Ζακυθηνός, τόμοι τέσσερεις χρονολογημένοι τα έτη 1965, 1966, 1969, 1972, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι.
Τάχος Α. Ι., «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», εκδόσεις Σάκκουλας, 5η έκδοση, Αθήνα 1998.
Τιρς Φρ., «Η Ελλάδα του Καποδίστρια», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, τόμοι Α΄& Β΄, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1972.
Τόλης Αθ., «Η ελληνική δασοπονία εις οικονομικήν θεώρησιν», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1974.
Τρικούπης Σπ., «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμοι τέσσερεις, εκδοτικός οίκος Χρήστου Γιοβάνη, Αθήναι 1968.
Τρωιανός Σπ. Ν., «Η έρευνα και εφαρμογή του βυζαντινού δικαίου από την ελληνική επιστήμη κατά τον 19ο αιώνα», στο συλλογικό έργο «Ένας νέος κόσμος γεννιέται», εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1996.
Τρωιανός Σπ. Ν., «Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999.
Τσάλτας Αν., «Το ελληνικό αγροτικό πρόβλημα από την αρχαιότητα έως σήμερα», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1977.
Τσέκος Ε., Π., «Σκέψεις για τη δασική νομοθεσία μας», Τυπογραφείο Ερμής, Γιάννινα 1935.
Τσέστων Κ., «Η Ελλάς τω 1887», εκ του Τυπογραφείου της Ακροπόλεως, Αθήνησι 1887.
Τσοποτός Δ. Κ., «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», Βόλος 1912 (επανέκδοση: εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1974).
Υπουργείο Γεωργίας, «Πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών», ΓΓΔ&ΦΠ, Υπουργείο Γεωργίας 1992.
Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας-Υπηρεσία Δασών, «Δασική νομοθεσία», εκδόσεις «Καταστήματα Μιχ. Μαντζεβελάκη», Εν Αθήναις 1915.
Φίνλεϋ Γ., «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμοι δύο, μετάφραση: Αλίκη Γεωργούλη, θεώρηση: Ελένη Γαρίδη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1973.
Φλογαΐτης Θ., «Λεξικόν Νομικής», Εκδοτικόν Κατάστημα Γεωργίου Δ. Φέξη, εν Αθήναις 1898.
Φωτιάδης Δ., «Όθωνας, η μοναρχία», έκδοση όγδοη, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1978.
Χαρζίκος Γ., «Τουρκικές γαίες. Εφαρμογή οθωμανικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες. Διάκριση γαιών», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1980.
Χουμανίδης Λ., «Οικονομική ιστορία της Ελλάδος», Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών, Αθήναι 1973.
Ψυχογιός Δ. Κ., «Το ζήτημα των εθνικών γαιών», έκδοση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1994.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital