ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Το «Ελληνικό» πρόβλημα (Β μέρος)

20 Νοέμβριος, 2010

Το «Ελληνικό» πρόβλημα (Β μέρος)

Γιατί το  Πάρκο «προσγειώθηκε» στο Ελληνικό;

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

 

Δείτε το Α μέρος >>>

 

ΤΟ «ΠΑΡΚΟ-ΦΑΝΤΑΣΜΑ»
«Η σκλήρυνση έρχεται σιγά σιγά», έλεγε στο ποίημά του «Με μαθηματική ακρίβεια» ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Κι αυτό φαίνεται να συμβαίνει με το πάρκο στο Ελληνικό, σ' ότι αφορά στη δημιουργία του. όπως βέβαια συνέβη/συμβαίνει και με πολλούς άλλους χώρους πρασίνου στην πρωτεύουσα, που ανακοινώνεται ή θεσμοθετείται η δημιουργία τους, μα ουδέποτε δημιουργούνται (με κορυφαία τέτοια περίπτωση, το πάρκο/άλσος στο Γουδή, που αναφέρθηκε παραπάνω).

Η σκλήρυνση έχει να κάμει με την απαξίωση των εν λόγω χώρων. Ξεκινά καλόγνωμα, υποτίθεται!, η «μεγαλειώδης» προσπάθεια, ευνή ούσα σε επίπεδο λόγων και υποσχέσεων, για να καταλήξει, μέσα από την άφεση ή την επανάβλεψή της, ν' αποπνεύσει απορριγμένη. Η γαία, ξαγορεμένη αποδίδεται ησύχως στην ειρκτή της αξιοποίησής της, σύμφωνα με τα βαριά ανθρώπινα στρατηγήματα. Υποκριτικός ως προς τούτο ο δημιουργός, κρυμμένος στον κονιορτό της ζήσης του, κλαυθμυρίζει για την άχνωτη, ανείδωτη προσπάθεια, που δεν ηδυνήθη να πραγματωθεί, διότι τυφλοί οι προορισμοί του στον γκαβικό (που θάλεγε και ο μπαρμπα- Γιάννης ο Σκαρίμπας) κόσμο του.

Το αποτέλεσμα είναι να χάνονται πολύτιμοι χώροι στην πόλη, οι οποίοι αποδίδονται σε χρήσεις γεωμετρικές της εποχής, για την τυποποιημένη παχεία ικανοποίηση του ακόρεστου αστού. Θολό το μέλλον των χώρων αυτών συνεπώς, γιατί θολό, απόρρωγο το μέλλον των ανθρώπων που τους καθορίζουν. Και επειδή ο νεοέλληνας αρνητικά -κι εντέλει αυτοκτονικά- λειτουργεί ως προς περίγυρό του, ως προς το περιβάλλον του, ως προς τον κόσμο του (το έχει αποδείξει αυτό κατά την πορεία του στη σύγχρονη ιστορία), καταλήγουμε στο τετριμμένο πια -για τα αυτονόητα των καιρών- συμπέρασμα, ότι εξαρχής δεν ήθελε τη δημιουργία: τη διακήρυξε, την προέβαλλε, τη θεσμοθέτησε ακόμη, χωρίς να έχει σκοπό να την υλοποιήσει, γιατί μακρινά στέκει από αυτήν. Η υποχρέωση προς κοινωνική ευεργεσία από μέρους των κρατούντων, και η ικανοποίηση του αισθήματος συμπάθειας του ανθρώπου προς τα φυσικά του κόσμου του -καθότι και ο ίδιος, μέρος των φυσικών είναι-, ήταν ο σκοπός των λόγων περί δημιουργίας, κι όχι το ευ, που εκκινείται από το ορμέφυτο προς αυτήν. Συνεπώς, μεθοδευμένη η σκλήρυνση είναι, όπως και κάθε σκλήρυνση που πλανερώς κι αναιπεσθήτως υποβάλλεται, καθότι, γαληνιαία η δούλωση στην ύλη και ηδονική!..20  

 

kapetanios.2010.11.14.jpg
Φωτ.: Το Ελληνικό, που δεν εγίνη (ακόμα...) πάρκο!

 

Μα εμείς -αν και δυσπειθείς και ερευνητικοί στην αρχή-, όντας καλόγνωμοι και φλογεροί, επιμένουμε: Μας το έταξαν το πάρκο! Γιατί μάς το παίρνουν; Γιατί τον κυριεμό, τον βαφτίζουν κάμωμα και του δίδουν αξία; -αξία υλική, αγοραία, υπέρτατη κάθε άλλης, εσώτατης!.. Γιατί δε δίδουν τόπο στη δημιουργία, στην απόλαυσή της; Γιατί σε ιλαστήριο θυσία πάγουν το όμορφο που επάγεται, το φερτικό, το γέννωμα, που θαραπαγή, θάλλος θα φέρει;

Λόγοι συμφερτικοί το κάμουν, σκέψεις υπολογιστικές, του σκοπού, που βλέπουν σκληρές πραγματικότητες, πίσω από τις λαγγεμένες ματιές (sic). Τα όνειρα δε συγκινούν τους τεχνοκράτες, τους ψυχρούς πραγματιστές, οι οποίοι βλέπουν αλήθειες εκεί που οι αιθεροβάμονες δεν κοιτούν. Τούτο, κατ' αυτούς, είναι πραγματικότητα: η φύση για να δυνηθεί, για να ευτυχήσει, απαιτεί θυσία, απαιτεί τη γυναίκα του πρωτομάστορα να δοθεί ως σφάγανο. Και τούτο πράττεται σήμερα, ουχί στο μύθο του γεφυριού, αλλά στον εφιάλτη της ζωής: Η φύση της πόλης δημιουργείται με θυσίες κι απαιτεί θυσιασμούς!..

Το να ζούμε συνεπώς σ' έναν κόσμο ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, υποκριτικών εξαγγελιών, μεθοδευμένων πρακτικών και -στο τέλος- οικτρών θυσιασμών, φαίνεται ν' αποτελεί το σύνηθες των καιρών μας. Το να ζούμε με πλάνες, το να πλανούμε και να πλανιόμαστε, το να ζούμε στη μυθοπλασία του σήμερα, με «πάρκα-φαντάσματα» και ουτοπίες της απόγνωσης, φαίνεται ν' αποτελεί την πραγματικότητα των καιρών μας. Αυτή που θέλει τη σκλήρυνση ως αρμόζουσα με τα κείμενα, μη ξενίζουσα, και κάμει τη δημιουργία να φαίνεται φρεναπάτη. Η σκλήρυνση, μεθοδευμένα, σιγά σιγά, μας πάγει εκεί που πρέπει, εκεί που είναι ορισμένο: στα «δυνατά», τα «σύμφωνα». Ιδέστε την παρακάτω, μέσα από τις πράξεις των κρατούντων.

Το 2003 ανακοινώθηκε περιτράνως από την πολιτική ηγεσία του τόπου, η δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στο πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, σε έκταση 5.300 στρεμμάτων, από την οποία είχαν αφαιρεθεί 1.000 στρέμματα, που θα αποδίδονταν για οικοδόμηση, μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην εξοικονόμηση πόρων για τη δημιουργία του πάρκου. Αν και η οικοδόμηση που προβλέπονταν δημιούργησε δικαιολογημένες αντιδράσεις, που εδράζονταν στη λογική ότι, είναι παράλογο να δημιουργούμε μια νέα πόλη μέσα στην πόλη, αποστερώντας τις πολύτιμες προσφορές του πρασίνου από το τμήμα που θα οικοδομείτο, εντούτοις, το Ελληνικό είχε ταυτιστεί με το πάρκο που θα δημιουργούνταν εκεί. Η μεθόδευση όμως τής απαξίωσης του χώρου, είχε ήδη ξεκινήσει, πριν ακόμα ανακοινωθεί η δημιουργία του πάρκου, αφού έργα των ολυμπιακών αγώνων είχαν αρχίσει να εκτελούνται εκεί (του κανόε-καγιάκ)!

 

kapetanios.2010.11.15.jpg
Φωτ.: Εξαγγέλεται πανυγηρικώς το πάρκο στο Ελληνικό το 2003 από την τότε πολιτική ηγεσία

 

Χρειάσθηκε να περάσουν τέσσερα περίπου χρόνια εγκατάλειψης του χώρου, που δικαιολογήθηκαν ως χρόνια μελέτης του (!) -που άρχισε από το 2003, με την προκήρυξη διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού-, για να έλθει το Νοέμβριο του 2007 ο Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Γεώργιος Σουφλιάς, να παρουσιάσει το τελικό σχέδιο για το Ελληνικό. Από αυτό προέκυπτε ότι, η διατεθείσα για δημιουργία οικισμού έκταση ανεβιβάζετο στα 1.225 στρέμματα, τα οποία όμως ήταν 1.625!, αφού (σύμφωνα με τη σχετική μελέτη) το 25% της συνολικής έκτασης των 6.500 στρεμμάτων (στα οποία αίφνης ανήλθε το Ελληνικό!) θα καταλαμβάνονταν από τον οικισμό και τις δραστηριότητες που θα τον υποστήριζαν, καθώς και από εγκαταστάσεις κοινωφελούς χαρακτήρα. Βέβαια, πουθενά στο τελικό σχέδιο δεν αναφέρονταν η πραγματικότητα που θα προέκυπτε. Σε αυτό, εμφανίζονταν εντέχνως 300 στρέμματα να διατίθενται για οικοδόμηση, ενώ στο πάρκο συμπεριελήφθη έκταση 500 στρεμμάτων του υφιστάμενου γηπέδου γκολφ (που ουδέποτε θ' αποδίδονταν σε κοινή χρήση), τμήματα της Λεωφόρου Ποσειδώνος και της Νέας Λεωφόρου του Ελληνικού, κτίρια του πρώην αεροδρομίου συνολικού εμβαδού 192 στρεμμάτων κ.ά. Στο τέλος, η εναπομείνασα για δημιουργία πρασίνου έκταση, θ' ανέρχονταν στα 3.584 στρέμματα, σύμφωνα με το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π., ή στα 3.600 στρέμματα, σύμφωνα με το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Το πράσινο αυτό μάλιστα, θ' αποτελούσε τον «κήπο» των κατοκιών και των κοινωφελούς χαρακτήρα εγκαταστάσεων, που θα διασπείρονταν περιμετρικά του χώρου, αφήνοντάς το στο κέντρο του!

 

 kapetanios.2010.11.16.jpg
Φωτ.: Ο Υπ. ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Γ. Σουφλιάς, παρουσιάζει το σχέδιό του για το Ελληνικό τον Αύγουστο του 2007

 

Τούτη η εξέλιξη, πρόσφερε στο χώρο τα εξής δεινά: Αφενός, η διατιθέμενη για πράσινο έκταση υποβιβάζονταν κατά πολύ, σε σχέση με το αρχικό πλάνο, αφετέρου, επιβεβαιωνόταν ο αρχικός σχεδιασμός, της οικοδόμησης μέρους της έκτασης -η οποία μάλιστα εμφανίζεται αυξημένη-, καθιστώντας έτσι ως επιβεβλημένο το γεγονός -κάμοντάς το κοινή συνείδηση-, της συνάρτησης δημιουργίας πάρκου με την οικοδόμηση μέρους του. Πράσινο και μπετόν λοιπόν, σε μια ανοίκεια σχέση, με θύμα το πράσινο, που δικαιολογείται ευσχήμως από την πολιτεία, ως συναλλαγή υπέρ του πρασίνου, αφού η απώλειά του παρέρχεται για τη χρηματοδότησή του (από το μπετόν!)       

 

 

kapetanios.2010.11.17.jpg
Φωτ.: Το Χάιντ Πάρκ «αλά ελληνικά» στο Ελληνικό το 2007 (γράφημα εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», φύλλο 3ης-8-2007)

 

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΩΣ ΑΞΙΑ Ή ΥΠΕΡΑΞΙΑ;
Ακολούθησαν χρόνια απραξίας και παράδοσης της έκτασης στη λήθη, για να έλθει το 2010 να πραγματοποιηθεί η επίσημος παράδοση του Ελληνικού στην αξιοποίηση, μέσω επενδυτικού μνημονίου, που υπεγράφη εις την αλλοδαπήν (στις Η.Π.Α.), μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του εμίρη του Κατάρ Αλ Θάνι21. Σύμφωνα με αυτό, οι καταριανοί κεφαλαιούχοι θα πραγματοποιούσαν μεγάλης κλίμακας επένδυση στο Ελληνικό, αξιοποιώντας την «αργούσα» έκταση. Με τούτο, η αξιοποίηση του Ελληνικού συναρτήθηκε με την εξέλιξη του τόπου (sic), καθότι η έκταση, ως «φιλέτο», δεν έπρεπε να στέκει παράταιρη! Το όχι καινοφανές στοιχείο στην ιστορία είναι ότι, στην έννοια της αξιοποίησης περιλαμβάνεται, πέραν της επένδυσης, η δημιουργία του πάρκου. κάτι που παραπέμπει σε low profile «επιχειρηματικό» πράσινο, που θα υποστηρίζει την επένδυση, μέσω της αναβάθμισης της περιοχής -όπως συνέβαινε και με τα προηγούμενα σχέδια, με την υποστήριξη του πρασίνου στον οικισμό.

 

kapetanios.2010.11.18.jpg
Φωτ.: Το Ελληνικό σε μνημόνιο αξιοποίησής του από Άραβες επενδυτές τον Σεπτέμβρη του 2010

 

Μπορεί έτσι, η αξιοποίηση της έκτασης του Ελληνικού να μετατέθηκε σε άλλο επίπεδο -ο οικισμός έγινε καταριανή επένδυση-, πλην όμως, η κεντρική ιδέα, απόδοσης μέρους του στην εκμετάλλευση, παρέμεινε ισχυρή. Είχε προηγηθεί η προετοιμασία του εδάφους ως προς αυτό, με σχετικά άρθρα, ρεπορτάζ, ειδήσεις από τα ΜΜΕ, ενώ σοβαρές, σίγουρες, έγκυρες αναλύσεις ειδημόνων, τεκμηρίωναν το μη ρεαλιστικό του εγχειρήματος της δημιουργίας μεγάλου πάρκου στο Ελληνικό, που έκαμε κάθε αντίδραση να φαίνεται άστοχη και ουτοπική. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του πρωθυπουργικού συμβούλου, διάσημου αρχιτέκτονα - πολεοδόμου, αναμορφωτή της Βαρκελώνης, Γιοσέπ Αντόν Αθεμπίγιο, ο οποίος με κάθε ευκαιρία τόνιζε το ανεπίδεκτο της δημιουργίας «μεγάλου πράσινου στο Ελληνικό» και αντιπρότεινε ένα «μικρό Ελληνικό», με αξιοποίηση μέρους του, για την εξοικονόμηση πόρων που θα διατίθονταν για τη χρηματοδότηση του πρασίνου της πρωτεύουσας (βλέπε ενδεικτικά: Χοσέ Αθεμπίγιο, «Η Αθήνα μπορεί να γίνει μια "slim city"», συνέντευξη στον Αντρέα Γιακουμάτο, εφημ. «Το Βήμα», φύλλο 15ης-8-2010 ή Χοσέ Αθεμπίγιο, «Πάρκο 2.000 στρεμμάτων στο Ελληνικό», ρεπορτάζ: Μάχη Τράτσα, εφημ. «Το Βήμα», φύλλο 22ας-8-2010).

Βέβαια, στη λογική του Αθεμπίγιο, όπως και πολλών πολεοδόμων, οι πλατείες, ως αστικά κενά και ως δημιουργίες στην πόλη, αποτελούν την ενδεδειγμένη λύση για την αποφόρτιση και το ανάσασμά της (οικολογική/περιβαλλοντική διάσταση), που συνδυάζεται με τη δημιουργική προσέγγιση του πολεοδόμου στη διαρρύθμιση του αστικού χώρου (επιστημονική διάσταση), με την αισθητική/καλλιτεχνική αντίληψη περί δημιουργίας (πολιτιστική διάσταση), καθώς και με την τάση του μεσογειακού ανθρώπου να συνευρίσκεται δημοσίως (κοινωνιολογική διάσταση). Βλέπουμε, δε, μιαν αποστασίοποίησή τους από τα (μεγαλυτέρων διαστάσεων) πάρκα ή άλση, τα οποία θεωρούνται μονοσήμαντες, μονο(παλαιο)λιθικές δημιουργίες, με αμφίβολο όφελος για την πόλη. Ο Αθεμπίγιο επαίρεται για τις 140 πλατείες που δημιούργησε στη Βαρκελώνη, ενώ προτείνει ένα «μικρό Ελληνικό», με πολλές διάσπαρτες μικρές πλατείες στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, που θα δημιουργηθούν από τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από την εκμετάλλευση του τμήματος του Ελληνικού που δε θα γίνει πάρκο -κατά το μοντέλο της Βαρκελώνης.

Η άποψή μας είναι διαφορετική. πιστεύουμε ότι τα πράματα είναι πολύ πιο απλά. Θεωρούμε ότι -χωρίς φυσικά ν' αποκλείονται οι πλατείες-, η πόλη κατά πρώτον έχει ανάγκη από (άφθονο) πράσινο, κι από όχι «στείρες πλατείες», στις οποίες η βλάστηση ελλείπει ή αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο τους (κι όχι κυρίαρχο)22. Υψηλό πράσινο, πυκνά διασπαρμένο στον αστικό ιστό, κατάλληλα συνδεδεμένο, χωροταξικά οργανωμένο κι επιστημονικά διαρθρωμένο, αλλάζει το κλίμα της πόλης (διαμορφώνει επιθυμητό αστικό μικροκλίμα), αλλάζει το πρόσωπό της -σε συνδυασμό βέβαια και με την ικανοποίηση μιας σειράς άλλων παραγόντων, πολεοδομικού και οικιστικού χαρακτήρα-, και την κάμει υγιή κι ευκατοίκητη.

Η χρηματοδότηση του πάρκου από το μπετόν23, που είχε τεθεί αρχικώς ως -κατά κάποιο τρόπο- προϋπόθεση δημιουργίας του, και -όπως είδαμε προηγούμενα- καθιερώθηκε ως αντίληψη στη συνέχεια, πριμοδοτούμενη μάλιστα, μαζί με την απαξίωση του χώρου, μέσα από το χρόνιο σκολασμό του, καθώς και το ελεγειακό και βεβαρημένο κλίμα που διεμορφώθη ως προς τη δημιουργία του πάρκου, καθόρισαν τελικά την τύχη του: την παράδοσή του στην αξιοποίηση!24

Όμως, για να μην «ανόητα» -κατά τους λογικούς!- μιλούμε, ας διερευνήσουμε την εφικτότητα του εγχειρήματος, να «σταθεί» το πάρκο σε όλην την έκταση του Ελληνικού, λειτουργώντας -ως θα το ήθελαν οι τεχνοκράτες που μας ψέγουν- σαν πραγματιστές25. κι ας δούμε την τύχη του χώρου διαφορετικά. Το κατ' αρχήν ζήτημα που τίθεται -όπως και στον παρόντα πρόλογο φαίνεται-, είναι αν μπορεί να θεωρηθεί οικολογικά λειτουργικό ένα τέτοιο -ως προς τη θέση και την έκτασή του- πάρκο. Η απάντηση, συμπεμπυκνωμένα κι απλά, προκύπτει από τον πρόλογο του δοκιμίου τούτου και κάθε περαιτέρω ανάλυση, νομίζω ότι περιττεύει γιατί, τεχνοκρατικά μιλώντας, θ' αδικήσουμε αυτό που λυρικά αποδόθηκε στην αρχή. Το δεύτερο ζήτημα του τίθεται, κι εκεί στέκονται περισσότερο οι διαχειριστές των καταστάσεων, αφορά στο ζήτημα της δαπάνης, τόσον της δημιουργίας του πάρκου, που κρίνεται υπερβολική, λόγω κυρίως της αποξήλωσης των εγκαταστάσεων του παλαιού αεροδρομίου (αεροδιάδρομοι, κτίρια), όσον και της συντήρησής του κατόπιν, λόγω της υπερμεγέθους δημιουργίας. Ας τα δούμε αυτά σκεπτόμενοι απλά και θετικά.

Ξεκινούμε με την υποχρέωση της «ιδανικής» πολιτείας, να μεριμνά για το μέλλον των πολιτών της και να εξασφαλίζει τα εχέγγυα για τη διασφάλιση και την καλλιτέρευσή του. Τι όμως εννοεί ως μέλλον τού πολίτη της η πολιτεία λειτουργώντας ωφελιμιστικά για την -υποτίθεται- διασφάλισή του; Είναι ορθότερο να δαπανά τους φυσικούς πόρους, που κατ' εξοχήν έχουν να κάμουν με το μέλλον των πολιτών της, χάριν επενδυτικού οφέλους, παρά να τους διασφαλίζει και να τους διαθέτει δημιουργικά, αναλογιζόμενη ακριβώς το μέλλον των πολιτών; Και τελικά, η αξία της φύσης μπορεί να συγκριθεί με την υπεραξία της γης που «καταλαμβάνει», για να δικαιολογηθεί η απώλειά της;

Επειδή λοιπόν η πολιτεία μας δεν είναι «ιδανική», παραστρατεί. Ως «λογική», σκέφτεται το κόστος, τη δαπάνη της προσφοράς, παρά την ίδια την προσφορά, παρά το (ουσιαστικό) όφελος για τον πολίτη της. Είναι ένοχη για τον ρεαλισμό της, για τον φοβικό πραγματισμό της. Άλλοι όμως, σε πολιτείες όχι μακρινές, δε διστάζουν να «παραλογιστούν», για να ωφεληθούν! Λογικά κοιτώντας τα πράματα -διότι μες στη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό των καιρών, έχει χαθεί η αίσθηση της λογικής-, τούτο συμβαίνει αλλού: Η πολιτεία «επιδοτεί» χωρίς χολοσκασμούς τη φύση της, αφού η «απόσβεση» επέρχεται με τις ανεκτίμητες προσφορές της στη ζωή των πολιτών της26. Η ανταπόδοση συνεπώς, δεν είναι υλική, είναι το υπέρ που ξεπερνά (υπο)λογιστικούς λογισμούς, καθότι έχει γίνει συνειδητό ότι, «επιδότηση» της φύσης σημαίνει «πριμοδότηση» του μέλλοντος των ανθρώπων. Άλλες πολιτείες λοιπόν, «δίδουν» για τη φύση τους (παρά και τα δικά τους οικονομικά βάρη...) και δεν την εκποιούν για να περισώσουν ότι είναι δυνατό!!! Από τις φτωχότερες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας χώρες (βλέπε: Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία κ.ά.), μέχρι και τις πλουσιότερες (βλέπε: Μ. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία κ.ά.), το πράσινο των πόλεών τους περισσεύει. Βλέπουμε να συντηρούν μεγάλα πάρκα και να διατηρούν πάμπολλους κοινόχρηστους χώρους, χωρίς να βαρυγκομούν γι' αυτό27. Και τούτο γιατί ο λαός, που απολαμβάνει το αστικό πράσινο, δε διστάζει να συνεισφέρει, έχοντας συνειδητοποιήσει τις ανεκτίμητες προσφορές του28.

 

 kapetanios.2010.11.19.jpg
Φωτ.: «Ασθμαίνουσα», άμεση αναδάσωση τμήματος του Ελληνικού από σχολεία της περιοχής τον Γενάρη του 2008, για να προληφθούν με τον πρασινισμό του οι εξελίξεις... (Πηγή: εφημ. «Ελευθεροτυπία», φύλλο 19ης-1-2008).

 

Λέμε εν κατακλείδι το εξής: Τι το σημαντικότερο από το μέλλον μας, από το μέλλον της κοινωνίας; Γιατί η πολιτεία (ο εγγυητής του!) μάς το στερρεί σκεπτόμενη ωφελιμιστικά -για ποιόν; Μες την άγνοιά μας και το βασανιστικό μπέρδεμά μας, για τούτο ξεκάθαρα έχουμε άποψη. και λέμε: Ναι, να διατεθούμε για το πράσινο που μας ορίζει. για να διατηρήσουμε τις αξίες μας, για να έχουμε μέλλον. Ναι, να πράξουμε για το υπέρ, για το ύψος που εχάθη στην πνιγηρή ειρκτή του πολιτισμού μας. Διαθέστε λοιπόν διαχειριστές μας μέρος της συνεισφοράς μας στο κοινό ταμείο, για τον κοινό υπέρτατο τούτο σκοπό. σας εξουσιοδοτούμε γι' αυτό, όχι όμως για το άλλο...

 

ΦΥΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, Η ΑΓΝΟΗΜΕΝΗ...
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη λογική των κρατούντων -όπως προείπαμε-, είναι το μεγάλο κόστος του πάρκου, που αποτρέπει τη δημιουργία του -τουλάχιστον στο σύνολό του. Στο πρόβλημα αυτό, θέτουμε τον εξής προβληματισμό: Μπορεί ένα πάρκο να είναι φθηνό και συνάμα λειτουργικό; Μπορεί η «ακριβή φύση» στην πόλη να είναι τελικά ένας μύθος;

Θα ισχυριζόμασταν πως ναι, αν αναλογιστούμε τις υπερβολικές (από κάθε άποψη) κατασκευές πρασίνου που πραγματοποιούνται στους δήμους της χώρας, χωρίς ωστόσο να είναι δημιουργίες. Απαιτητικά, ενεργοβόρα πάρκα, στα οποία περισσεύουν οι «έτερες» χρήσεις, ρίχνουν «έξω» δημοτικούς προϋπολογισμούς και οδηγούν στην απαξίωση και την -κατά το μάλλον ή ήττον- εγκατάλειψή τους. Σήμερα, αγνοούμε τη δημιουργία αλσών στην πόλη και κλείουμε υπέρ των πάρκων και των πλατειών. Ο λόγος που κατά το κοινώς αποδεκτό συμβαίνει αυτό, είναι γιατί δικαιολογούν δαπάνες (μελετητικές, κατασκευαστικές, συντήρησης) και ανέχονται επιχειρηματική δραστηριότητα. Όχι βέβαια ότι οι πλατείες και τα πάρκα δεν είναι χρειαζούμενα στο οικοσύστημα της πόλης -το αντίθετο μάλιστα-, αλλά, ας σκεφτούμε τούτο: που, λ.χ. στην Αθήνα, κατά τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε εν άλσος; Εμμένουμε στην ιδέα του άλσους διότι, αφενός αποτελεί πολύ φθηνότερη δημιουργία και απαιτεί σαφώς λιγότερη συντήρηση, σε σχέση με τους άλλους κοινόχρηστους χώρους της πόλης που προαναναφέρθηκαν, αφετέρου αποτελεί την ενδεδειγμένη οικολογικά και περιβαλλοντικά πρόταση για την αναβάθμιση του αστικού οικοσυστήματος -ιδία του λεκανοπεδίου. Με το άλσος προσομοιώνουμε φυσικό οικοσύστημα στον αστικό ιστό (συστάδας, δασυλλίου), και στην περίπτωση του Ελληνικού, λόγω της μεγάλης έκτασής του, προσομειώνουμε δάσος!

Φανταστείτε τι υπέροχο θα ήταν, να φέρναμε την πέριξ της πρωτεύουσας φύση -της Πεντέλης, του Υμηττού, της Πάρνηθας, του Αιγάλεω-, μέσα στην πόλη -ατόφια, γνήσια, όπως η γύρω της-, και να δίναμε τη δυνατότητα στον αστό να την απολαύσει, όντας κοντά του. Να κάναμε οικείες τις φυσικότητες που μακρινές είναι -στη σκέψη, στο μυαλό...-, να τις νοιαζόμασταν και να τις προστατεύαμε για το ιδανικό που προσφέρουν. Να φέρναμε την αττική γη στα πόδια του αστού, τις μυρωδιές της στη μύτη του, τους ήχους της στα αυτιά του. Τι ωραία θα ήταν όλα αυτά, αν τα κάναμε... Δεν είναι ιδεατά, δεν είναι ιδανικά -κι άρα, μη δυνάμενα-, τέτοια δεν είναι. Είναι μόνον μακρινά, γιατί, όντας αποστασιοποιημένοι από τη δημιουργία, εκεί τα κρατούμε. Με το Ελληνικό, ναι, μπορούμε να τα φέρουμε κοντά μας, είναι μια ευκαιρία, δημιουργώντας ένα παραθαλάσσιο αττικό δάσος, έναν μεσογειακό βοτανικό κήπο, έναν επίγειο παράδεισο, που θα παιδεύει και θα γαληνεύει29. όπως τα φέραμε με τον Λυκαβηττό, με τον Φιλοπάππου, με τον Αρδηττό, με τον Στρέφη κ.ά. Μη σας πτοεί το γεγονός ότι αστόχαστα οι σύγχρονοι αποκαλούν τις δημιουργίες αυτές «πευκιάδες» (λόγω των πεύκων από τα οποία κατά κύριο λόγο καταλαμβάνονται), και τις απορρίπτουν/επικρίνουν ως ουτιδανές, ως άστοχες και μη λειτουργικές δημιουργίες30. Δίκιο δεν έχουν. Δε λέγω, ελλείψεις είχαν, ομολογουμένως έμπνευση να τους έλλειπε, όμως ήταν δημιουργίες της ψυχής του Έλληνα, που έμειναν ως σύμβολα στην πόλη, ν' αποτελούν -κατά το μάλλον ή ήττον- το λιγοστό πράσινό της, αυτό που ως μοιραίοι υποκριτές -αφού το κρίνουμε χωρίς να φτάνουμε- απολαμβάνουμε!31   

Το πάρκο στο σύνολο του Ελληνικού θα κοστίζει ετησίως 10-12 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. (βλέπε: «Μύθοι και πραγματικότητες για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού. Έξι απαντήσεις σε επίκαιρες ερωτήσεις», Φόρουμ για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού, Διοργάνωση: Δήμοι Ελληνικού, Αλίμου, Αργυρούπολης, Γλυφάδας, 18-20 Φεβρουαρίου 2008), που δε θεωρείται σημαντικό ποσό, εν συγκρίσει με τους προϋπολογισμούς των μεγάλων δήμων της χώρας για το πράσινό τους -και, θα συμπληρώναμε, της ανεκτίμητης προσφοράς του στους δημότες. Εμείς, με το άλσος, με το αττικό δάσος που προτείνουμε, με τον ξηροφυτικό μεσογειακό κήπο στο Ελληνικό, θα ρίχναμε το ετήσιο κόστος λειτουργίας του πολύ πολύ χαμηλότερα. ενώ η οικολογική/περιβαλλοντική προσφορά στην πόλη, και η παιδευτική σημασία του για τον αστό, θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Αρκεί ν' αναλογιστούμε ότι ο Λυκαβηττός, με έκταση 369 στρέμματα, απαιτεί λιγότερο του μισού των δαπανών του Πεδίου του Άρεως, με έκταση 250 στρέμματα, όπως και του Εθνικού Κήπου, με έκταση 158 στρέμματα32. Με το μεσογειακό δάσος στο Ελληνικό, θα δημιουργήσουμε ένα φυσικό οικοσύστημα χαμηλού κόστους, που δε θ' απαιτεί νερό και λιπάνσεις, θα θέλει ελάχιστη περιποίηση και θα είναι οικολογικά προσαρμοσμένο στο οικείο φυσικό περιβάλλον. Θα δημιουργήσουμε ένα φυσικό οικοσύστημα, που θα είναι «αφημένο» στη φυσικότητά του, με ελάχιστες παρεμβάσεις για την εξυπηρέτηση του κοινού, που θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναβάθμιση του οικοσυστήματος της πόλης. 

 

kapetanios.2010.11.20.jpg
Φωτ.: Ένα μεσογειακό δάσος (πάνω και κάτω φωτ.) θα άρμοζε στο Ελληνικό

kapetanios.2010.11.21.jpg

 

Η μεσογειακή βλάστηση, του πεύκου, του κυπαρισσιού, της δρυός, της αριάς, της ελιάς, της αγριελιάς, της δάφνης, της κουτσουπιάς, της συκιάς, της χαρουπιάς, του πυξού, της φασκομηλιάς, της κουμαριάς, της πασχαλιάς, της πικροδάφνης, του σχίνου, της μυρτιάς, της ροδιάς, της μουριάς, της λαδανιάς, του δενδρολίβανου, της λεβάντας, της ρίγανης, του θυμαριού, της φραγκοσυκιάς και τόσων πολλών άλλων όμορφων φυτών της ξηροθερμικής κλιματικής ζώνης της χώρας μας -όλων: αγρίων και ήμερων μαζί, σε υποχώρους το καθένα ή ακόμη κι ανάκατα-, που με τα χρώματα, τις μυρωδιές, τους καρπούς και τις συνθέσεις τους ξαφνιάζουν και προκαλούν αισθήματα ευφορίας, γιατί αγνοείται;33 Η βλάστηση αυτή, η τόσο ταιριαστή με το αττικό τοπίο, η τόσο αρμοστή με το αττικό φυσικό περιβάλλον, γιατί έχει αποπεμφθεί από την Αθήνα.; Η μεσογειακή βλάστηση, δεν απαιτεί λίπανση, δεν απαιτεί νερό, δεν καταναλώνει ενέργεια. Θέλει ελάχιστη περιποίηση και λίγη νοιάξη. Δε θέλει συνεπώς, κόπο και χρήμα για να σταθεί. Επιπλέον, δίδει φυσικότητα στο χώρο, δεν τον «προσβάλλει», τον «δένει» με τη γύρω του λεκανοπεδίου φύση34. Γιατί λοιπόν, αντί αυτής της βλάστησης, της κοντινής, της ιδικής μας, της ελληνικής!, προτιμάται η της Εσπερίας. η ανοίκεια, η ανάρμοστη; Τα λογής παράξενα, ξενικά, άγνωστα φυτά, που κατακλύζουν τους κοινόχρηστους αστικούς χώρους της πρωτεύουσας (ίδιο το κακό και για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις), μαζί με τις στυλιστικές κατασκευές και τον βασανιστικό διοργανισμό τους, προσφέρουν μιαν αδιάφορη, ψυχρή εικονοποιΐα, ικανή όμως για να σαγηνέψει τον τηλεβολισμένο αστό. Απομακρύνουν όμως από το απλό, από το γνήσιο, από το φυσικό που εγείρει. γι' αυτό και μετά την πρώτη εντύπωση προσπερνούνται, χωρίς να συγκινούν και να εξάπτουν35.

 

kapetanios.2010.11.22.jpg
Φωτ.: Το κυπαρίσσι, δένδρο ελληνικό, που πλαισίωνε τα ιερά των αρχαίων Ελλήνων -όπως εν προκειμένω δείχνεται, στην αναπαράσταση του Ασκληπιείου της Κω, από τον K. Keneryi το 1964-, αγνοείται στις σημερινές διαμορφώσεις των αστικών χώρων πρασίνου -πολύ δε περισσότερο, στους αρχαιολογικούς χώρους όπου αρμόζει-, παρά τα οικολογικά πλεονεκτήματά του

 

Αδηφάγοι οι χώροι αυτοί, απαιτούν κόπο και χρήμα για να κρατηθούν, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι θάλλουν. Είναι ενεργοβόροι, είναι υδροβόροι, είναι υπερκαταναλωτικοί. Δεν παρέχουν ισορροπία στο υποσύστημα που συμμετέχουν, δε συμβάλλουν οικολογικά και περιβαλλοντικά στην αναβάθμιση του οικοσυστήματος της πόλης, αφού το ισοζύγιο της προσφοράς, σαφώς τα βαρύνει, με την προσφορά του ανθρώπου προς αυτά να είναι μεγαλύτερη, έναντι της προσφοράς τους στην πόλη. Χωρίς καμία οικολογική βάση, καταρρέουν εάν αφεθούν ή εάν αιφνιδίως υπάρξει αλλαγή των συνθηκών τους. κάτι που δε θα συνέβαινε σ' ένα σταθερό μεσογειακό σύστημα. Επιπλέον, αν τα δούμε ειδικότερα, αποτελούν ανάρμοστες κι οικολογικά απαράδεκτες δημιουργίες, λόγω των άστοχων συνθέσεων που επιχειρούνται. Ποία, λ.χ., η λογική ύπαρξης του ξηρικού πεύκου, της στεγνωμένης ελιάς, του ερημικού φοίνικα ακόμη, μέσα στον χλοοτάπητα, που υδροβόρος είναι και παραπέμπει σε λιβαδικά αγγλοσαξωνικά συστήματα;36

Στο Ελληνικό, φοβούμαστε ότι δυστυχώς τέτοιες δημιουργίες υπάρχουν κατά νου -με γκαζόν, φοίνικες και φυτικά είδη «πολυτελή»-37, ως αρμοστές να πλαισιώσουν την επιχειρηματική δραστηριότητα που θ' αναπτυχθεί εκεί -εάν και όταν υπάρξει πάρκο, γιατί: μην το Ελληνικό έχει την τύχη του Γουδίου;38 Το μεγάλο κόστος τους θ' αποτελέσει το λόγο περιορισμού τους, για να δοθεί -ως αντιστάθμισμα, για την ισορρόπηση του «κακού»- τόπος σε «αναπτυξιακές δραστηρότητες», κάτι που «συμφέρει» επενδυτικά και δικαιολογεί ευσχήμως τη συρρίκνωση του πάρκου.

Διερωτώμαστε επιπλέον -χωρίς παρακαλώ να θεωρηθούμε δογματικοί, καχύποπτοι ίσως, όχι αδικαιολόγητα νομίζω: όροι εμφάνταστοι γι' αυτό, όπως υπερτοπικό πάρκο, μητροπολιτικό πάρκο, θεματικό πάρκο κ.ά., μήπως δικαιολογούν τις όποιες απώλειές του, μέσα από τις ανοχές και τις εξαιρέσεις που επιτρέπουν; Έγραφα κάποτε σχετικά, κάμοντας -κατ' ουσίαν- διαπιστώσεις -οπισθοδρομικός όντας (!): «Σήμερα δημιουργούμε υπερτοπικά πάρκα, μητροπολιτικά πάρκα, θεματικά πάρκα κ.ά. (τι όροι κι αυτοί, αλήθεια!..), με το υδροβόρο γκαζόν, τις αρχιτεκτονικές κατασκευές και τις ατέλειωτες πλακοστρώσεις (γενικώς, με την επικράτηση των σκληρών υλικών) να κυριαρχούν. Η βλάστηση περιορίζεται στη διασπορά συνήθως λιγοστών φυτών εντός του γκαζόν και διά των πλακών ή στη δημιουργία μικρών συνδεδριών "ατάκτως ερρημένων" στο χώρο, για να γεμίζουν το πλάνο. Και, συνδυαστικά, με την αντίληψη περί μεικτών χρήσεων (η οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, απορρέει από μια εισπρακτική πρακτική), έρχονται να προστεθούν χρήσεις ετερόκλητες, λες και χωρίς αυτές δε νοείται κοινόχρηστο πράσινο! Ετούτες, στο τέλος κυριαρχούν, ακυρώνοντας την επιδιωκώμενη αποστολή του πρασίνου» («Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2006, σελ. 211).

 

 kapetanios.2010.11.23.jpg
Φωτ.: Οι φοίνικες με τις καμήλες στην «αφρικανική» Αθήνα της Οθωνικής εποχής (λεπτομέρεια από υδατογραφία του Witeb)

 

Επικαλούμαστε τον υπέροχο «τρελλό», τον επαναστάτη της ζωής, τον Περικλή Γιαννόπουλο, ο οποίος έψεγε τους αγνώμονες (προς το ελληνικό κάλλος) δημιουργούς, που αγνοούσαν την ελληνική φύση και εκπληγμένως λειτουργούσαν. Έλεγε με τον ιδιαίτερο λόγο του: «Ως και οι δασονόμοι ακόμη παρεφρόνησαν και διέγραψαν από την φύτευσιν των γυμνών τόπων, από την διακόσμησιν των δρόμων και των δημοσίων κήπων και πλατειών, την εληά και τη συκιά, κάθε φυτόν ιδικόν μας και φέρουν σπόρους και φυτά από τα βάθη των δασών της Ευρώπης, και δεν πηγαίνουν να πάρουν τα θαυμασιώτερα και διακοσμητικώτερα φυτά των δασών της Ελλάδας!». Και ο διανοητής δημιουργός, ο Δημήτριος Πικιώνης, τα ίδια υποστήριζε: «...Η σχέσις γης και αυτόχθονης χλωρίδος, δεν είναι απλή τυχαιότης... Η τάσις να προτιμώμεν από τα αυτόχθονα τα ξένα, μόνον δια τον λόγον ότι φύονται ταχέως αποτελεί αυθαιρεσίαν, η οποία διασπά και καταστρέφει την μυστικήν αυτήν αρμονίαν, πολύ πέραν των προβλέψεων της νοοτροπίας των πολλών... Κάτι πολυτιμότερον της φυσικής αυτής αρμονίας καταστρέφεται, το μεταφυσικόν, το ψυχικόν σύμβολον, που αποτελεί δι' ημάς η εικών της χλωρίδος αυτής»39.

Επικαλούμαστε επίσης τον ταπεινό Βιζυηνό, που τόσο απλά περιέγραφε το αίσθημα της απόλαυσης που του έδινε η επαφή με τα φυσικά στοιχεία, βραχυλογώντας: «...η αύρα και η δρόσος διασκέδασαν το βάρος της κεφαλής μου». Και αναλογιζόμαστε: Ο Αθηναίος, που έχει σήμερα αυτή τη μοναδική, την κορυφαία ακόμη ευκαιρία, ν' απολαύσει στο Ελληνικό τα υψηλά που θα τον μεταμόρφωναν, γιατί αργολογεί; Γιατί παραπαίει σε συμφορισμούς και δραματικά διλήμματα; Γιατί αφήει την αυτοκτονία να τον κατατρέχει; Γιατί παραδίδει την ευεγερσία στην αγριότη των ανέμων και βαρυγκομά φρίττοντας; Γιατί ως φυτευτής δε δρα, ανακαλώντας το μέσα του;

Το Ελληνικό είναι συμβολικό για το μέλλον της πόλης και μπορεί, εάν σα γέννημα αναφανεί, να γενεί σύμβολο. Διότι σηματοδοτεί τη μετάβαση στο υπέρ, την υπέρβαση που πάγει από την  παραισθησία της χασμωδικής προόδου, από την μονοτονία του πρακτικού βίου, από το τέλμα της απόγνωσης, στον αφαλό της ζωής. Δυστυχώς στην Ελλάδα, η φύση απαιτήθηκε να επιβληθεί ή ασθμαίνως να κρατηθεί. Πάσχισε να γενεί ύπαρξη κι ευεργετικά να προσφέρει. Ο Έλλην την απεύφευγε, την πολεμούσε φορές, αν και αορίστως την επιζητούσε! 'Οταν όμως εκκινήθη εσωτερικώς, λόγιασε γι' αυτήν και κόπιασε για να την έχει...

 

kapetanios.2010.11.24.jpg
Φωτ.: Ένα μεσογειακό παράλιο δάσος, έναν ελληνικό ξηροφυτικό κήπο, φανταζόμαστε στο Ελληνικό

 

 Μια τραγωδία συνεπώς την ελληνική φύση κατέχει, διότι, τραγωδική είν' η φύση του Έλληνα και ελεγειακά λειτουργεί σε σχέση με αυτήν. Το ξύπνημά του τον λυτρώνει, μα αλί!, δύσκολο τώχει να δει... Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι το Ελληνικόείναι ελληνικό...

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
20 «Εθεοποίησα την ταπείνωση, ελάτρευσα την ασχημίαν», διαπίστωνε περίτρομος ο ηθογράφος-ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός.

21 Δεσμεύονταν στις 2 Φεβρουαρίου 2009 ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας Γιώργος Παπανδρέου -τότε ευρισκόμενος στην αντιπολίτευση- σε εκδήλωση της ΤΕΔΚΝΑ με θέμα «Αττική και Περιβάλλον» ότι, ολόκληρος ο χώρος του Ελληνικού θα γίνει πάρκο. Δήλωνε επιπροσθέτως: «Το ξεπούλημα και των τελευταίων ελεύθερων χώρων που έχουν απομείνει στην πόλη μας, αποτελεί μια εγκληματική πολιτική, και όχι μια αναπτυξιακή πολιτική. Θα υποβαθμίσει την πόλη, θα υποβαθμίσει την οικονομία της, θα υποβαθμίσει τις υποδομές της, θα υποβαθμίσει τις προοπτικές της. Πραγματική ανάπτυξη είναι η προστασία αυτών των χώρων. Θέλουμε το πράσινο και όχι το γκρίζο. Αυτό φέρνει το ΠΑΣΟΚ». Τεράστια η απόσταση λόγων κι έργων των πολιτικών μας, που, δυστυχώς, ορίζουν τις τύχες μας...

22 Η συμβολή του πρασίνου στη διαμόρφωση ιδιαιτέρων κλιματικών συνθηκών στην πόλη (αστικό μικροκλίμα), είναι σημαντική, καθώς απορροφά μεγάλα ποσά ενέργειας, μειώνοντας τη θερμοκρασία του αέρα, ενώ ταυτόχρονα, η ακτινοβολούμενη ενέργεια γίνεται μικρότερη και εξαπλώνεται βραδύτερα, διατηρώντας χαμηλά τη θερμοκρασία του άμεσου περιβάλλοντος. Επιπλέον, μέσω της διαπνοής, αυξάνεται η σχετική υγρασία της ατμόσφαιρας και μειώνεται η θερμοκρασία του αέρα. Όμως, και η μορφή του πρασίνου παίζει ρόλο στη διαμόρφωση μικροκλίματος. Ο χλοοτάπητας απαιτεί μεγάλα εμβαδά για να γίνει αντιληπτή η προσφορά του, σε σχέση με τους θάμνους και -πολύ περισσότερο- με τα δένδρα της πόλης. Οι χλοοτάπητες, χωρίς δένδρα ή με την ύπαρξη λιγοστών σε διασπορά, δημιουργούν ιδιαίτερο κλίμα σε έκταση εμβαδού από 10 στρεμμάτων και πάνω, ενώ τα κωνοφόρα δένδρα από 3 στρέμματα και πάνω, και τα πλατύφυλλα από 2 στρέμματα και πάνω (Wilmers, 1985). Τα δένδρα επίσης, συγκρατούν 25-50 φορές μεγαλύτερη ποσότητα αστικής σκόνης, σε σχέση με τον χλοοτάπητα και 30-60 σε σχέση με το γυμνό έδαφος. Τέλος, ένα δένδρο μεγάλου μεγέθους, εξατμίζει περίπου 1.460 κιλά νερού σε μια μέρα με ηλιοφάνεια, που ισοδυναμεί με 870 MJ ψυκτικής χωρητικότητας (βλέπε σχετικά: «Ενέργεια και αρχιτεκτονική. Το Ευρωπαϊκό εγχειρίδιο για τα παθητικά ηλιακά κτίρια», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιμέλεια: Ε. Π. Τσίγκας, 1996). Δένδρα λοιπόν χρειαζόμαστε, υψηλό πράσινο, και θάμνους πολλούς... -όχι χλοοτάπητες, όχι πλάκες και τσιμέντο.

23
Αν το δούμε με αυτή τη λογική, κι όχι της απόδοσης αστικών εδαφών για οικοδόμηση... Βέβαια, η συνδυαστική και ταυτόχρονα αφαιρετική λογική, του οφέλους που προκύπτει από την απώλεια -το τερπνόν μετά του ωφελίμου!-, προβάλλεται από τους διαχειριστές των καταστάσεων ως η αρμόζουσα.

24 Η κρίση μας αυτή, που θα χαρακτηριστεί από τους απόλυτους τεχνοκράτες ως υπερβολική ή -ακόμη και- «ισοπεδωτική», εκπηγάζει από τη διατυπωμένη ενωρίτερα θεώρησή μας, ότι το πάρκο θ' αποτελέσει το low profile «επιχειρηματικό» πράσινο, που θα υποστηρίζει την επένδυση, μέσω της αναβάθμισης της περιοχής.

25 Βέβαια, και σε αυτή την περίπτωση, παραβάτες (των νόμων της ευροίας) θα χαρακτηριστούμε, γιατί το όνειρο παρασύρει τη σκέψη, όμως..., για το καλό της!

26 Στην Ελλάδα, συνέβη παλαιότερα αυτό, όπως προείδαμε, από βασιλείς κι απολυτάρχες -αλί!-, ενώ το κράτος φωτοσβεστικώς λειτούργησε στην τρέλλα των «τρελλών»...

27 Οι ενστάσεις για την πρωτόγνωρη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα (!) υπερμεγέθη δημιουργία στο Ελληνικό, είναι αβάσιμες, και περίεργες θα λέγαμε, καθότι παραβλέπουν την πραγματικότητα ύπαρξης μεγαλυτέρων του Ελληνικού πάρκων στην Ευρώπη. Το Casa de Campo στη Μαδρίτη έχει έκταση 17.220 στρεμμάτων, το Wiener Plater στη Βιέννη 12.870 στρέμματα, το Bois de Vincennes στο Παρίσι 9.950 στρέμματα, το δάσος της Βουλώνης στο Παρίσι 8.460 στρέμματα, το Richmont Park στο Λονδίνο 9.550 στρέμματα, το Sokolniki στη Μόσχα 6.000 στρέμματα κ.ά. Πού η υπερβολή για το Ελληνικό λοιπόν;...

28 Βέβαια, το ζήτημα της «μόρφωσης» του κοινού στα θέματα περιβάλλοντος, ώστε να λειτουργήσουν οι πολίτες ως προστάτες κι εγγυητές του, ως χορηγοί ζωής ακόμη, απολαμβάνοντάς το όπως θα έπρεπε, είναι βασικό, και στην Ελλάδα λίγο απασχολεί. Ο πολίτης στη χώρα μας, λειτουργεί τις περισσότερες φορές με το ορμέφυτο που επιτάσσει την αφύπνισή του όταν απαιτηθεί, για την προστασία του οικείου (συνήθως) φυσικού περιβάλλοντός του, ζώντας όμως γενικώς αδιάφορα στο κλίμα κατατονίας που τα άγχη της ζωής τον υποβάλλουν. Τούτη την κατάσταση, ωιμέ!, εκμεταλλεύεται το άστοργο, ψυχρό κράτος, για να διαθέσει στη βορά της εκμετάλλευσης ότι την ανθρώπινη ψυχή συγκινεί: τα φυσικά, τα πλέρια. Το κράτος, δηλαδή εμείς, τελικώς αυτοκτονούμε καθημερινά πίσω από τις σιδηρές, απόλυτες λογικές του εφήμερου. 

29 Κάτι σαν τον Πευκιά στο Ξυλόκαστρο, μα τούτο, σα μοναδικό τέτοιο στο λεκανοπέδιο της Αττικής, θα περιλαμβάνει όλην την αττική βλάστηση του χαμηλού υψομέτρου, και θ' αποτελεί, με τη φυσική της παρουσία, σχολείο της αττικής φύσης για τον αστό, στο οποίο θα βιώνεται η μάθηση με την απόλαυσή της. Ιδού η ουσιαστική παρουσία του πρασίνου στην πόλη, που δεν αποτελεί σκηνικό ή πεδίο στυλιστικών δημιουργιών/πειραματισμών κι επιχειρηματικών δραστηριοτήτων...

30 Είναι οι δημιουργίες των «τρελλών», που λέγαμε προηγούμενα...

31 Σημείωνε το 1960 ο χαρισματικός πολεοδόμος Κων/νος Δοξιάδης: «Με λύπη θα πρέπει να διαπιστώσουμε πως η Αθήνα είχε πολύ πιο πολλούς πνεύμονες από τα καινούργια της κομμάτια» (Δοξιάδη Κ., «Η πρωτεύουσά μας και το μέλλον της», Αθήνα 1960).

32 Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπου επιχειρήθηκε από τους διαχειριστές των αλσών (τους δημοτικούς άρχοντες), ν' αλλάξουν τη μορφή τους και να τα μετατρέψουν σε πάρκα (όπως, π.χ., συνέβη στο Άλσος Ν. Φιλαδελφείας), με πολυποίκιλες κι ετερόκλητες δραστηριότητες εντός τους, αφενός προξενήθηκε οικολογική υποβάθμιση των χώρων αυτών, αφετέρου, οι προϋπολογισμοί συντήρησής τους αυξήθηκαν κατακόρυφα.

33 Το μεσογειακό κλίμα, είναι ιδιαίτερος κλιματικός τύπος, που συναντάται σε συγκεκριμένες περιοχές της γης: στη Μεσόγειο (κατά κύριο λόγο, γι' αυτό πήρε και τη συγκεκριμένη ονομασία), στην παραθαλάσσια Καλιφόρνια, στην Κεντρική Χιλή, στη δυτική επαρχία του Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής και στη Νότια Αυστραλία. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι οι σύντομοι χειμώνες με συχνές, ακανόνιστες και ραγδαίες βροχοπτώσεις, και τα μακριά, ζεστά και με έντονες ξηρασίες καλοκαίρια. Οι συνθήκες αυτές, διαμόρφωσαν ιδιαίτερη χλωρίδα, απόλυτα προσαρμοσμένη στις δύσκολες συνθήκες του μεσογειακού τύπου κλίματος. Τα βελονοφόρα φυτικά είδη και τα πλατύφυλλα με δερματώδη ή σαρκώδη φύλλα, είναι χαρακτηριστικές παρουσίες στις παραπάνω μεσογειακές ζώνες, ενώ και μια σειρά από μηχανισμοί υποστηρίζουν την προσαρμογή των ειδών. Ευνόητο τυγχάνει συνεπώς, ότι κάθε φυτικό είδος που θα εισαχθεί στις περιοχές αυτές, θ' αποβληθεί, διότι δε θα διαθέτει τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς για να σταθεί, εκτός κι αν με συνεχή φροντίδα και περισσή προσπάθεια, κάτι τέτοιο γίνει μπορετό από τον κηπουρό. Το τελευταίο, που απαιτεί κόπο και χρήμα, κατά κανόνα εφαρμόζεται στις αστικές κηποτεχνικές διευθετήσεις από τους διαχειριστές των κοινοχρήστων χώρων, αγνοώντας την εύκολη, την αρμοστή κι ανέξοδη δημιουργία, που είναι οι ξηροφυτικοί μεσογειακοί κήποι!..

34 Δήλωνε, στα τέλη του 19ου αιώνα, για τη μοναδικότητα της ελληνικής φύσης, ο Ουίλλιαμ Πέμπλερ Ρίβς: «Κυρίαι και κύριοι! Μέχρι τούδε έχω επισκεφθεί μερικάς από τας ωραιοτέρας του κόσμου χώρας. Έχω γνωρίσει δεκαέξ όλας χώρας της υδρογείου σφαίρας. Δύναμαι να διακηρύξω ότι πουθενά δεν απήντησα την ωραιότητα της γραμμής, την αναλογίαν εις το σύνολον και τας λεπτομέριας, και προ πάντων τα χρώματα της ελληνικής φύσεως, τα οποία είναι απλούστατα, απαράμιλλα, ασύγκριτα».

35 Ας δούμε την άποψη γι' αυτό δύο εμβληματικών αισθητικών του Μεσοπολέμου, του Klaus Vrieslander και του Τζούλιο Καΐμη: «Πάνω στο τραπέζι μου έχω λογής λογής βιβλία, και όποτε ρίχνω μια ματιά μέσα τους βρίσκω περίεργες φράσεις για το μοντέρνο πνεύμα, χίλια δυο σχέδια για την οικοδόμηση των σπιτιών μας και την κατασκευή των επίπλων κ.τ.λ., πολεμική κατά του ψεύτικου παρελθόντος, κατά του σημερινού μηχανισμού και του ορθολογισμού. Πάντα πέφτουμε στην ίδια κεντρική ιδέα, που τραβιέται σαν κόκκινο νήμα. τη μηχανική τελειότητα, το μοντέρνο κομφόρ. Δεν είναι η περίσταση για να κριθεί το φαινόμενο αυτό της μόδας, ειδικά της ορθολογικής μας αρχιτεκτονικής, που ίσως βγαίνει από μια αλήθεια, μα από μια τραγική αλήθεια της ανθρώπινης παρακμής, από τη νευρική αναζήτηση του ολοένα τελειότερου, που καταλήγει να σκοτώνει το απλό. Ας κριθεί εκεί που γεννήθηκε. Ο τόπος αυτός (εννοεί φυσικά την Ελλάδα), που τον βαραίνει μια παμπάλαιη λαμπρή παράδοση, εμπνέει κάτι άλλο. Φτάνει να ρίξεις μια ματιά στα πρόσφατα λαϊκά τεκμήρια της παράδοσης αυτής, για να καταλάβεις αμέσως τι θα πει απλότητα, τι θα πει τέχνη. Η ψυχή του φυσικού περιβάλλοντος επιδρά στον άνθρωπο, μα και η ψυχή του ανθρώπου επιδρά στο περιβάλλον» (Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, δεύτερη έκδοση 1997, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997, σελ. 31).

36 Η εικόνα των βορειοαμερικανικών και βορειοευρωπαϊκών πόλεων, με τις «ατέλειωτες» εκτάσεις του γκαζόν, δεν πρέπει ν΄ αποτελεί πρότυπο για την ξηρή και άνυδρη Αθήνα (όπως και για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις, που βρίσκονται στη ξηροθερμική κλιματική ζώνη), διότι αναφερόμαστε σε διαφορετικά κλίματα, με άλλες προσαρμογές κι απαιτήσεις των φυτών. Σε πολλές από αυτές τις πόλεις, ο χλοοτάπητας ευνοείται από τις υψηλές τιμές σχετικής υγρασίας της ατμόσφαιρας, ενώ δεν υφίστανται προβλήματα λειψυδρίας, ώστε να τίθεται ζήτημα στην κατανάλωση του νερού από το υδροβόρο γκαζόν. Παρόλα ταύτα όμως, πολιτείες των ΗΠΑ που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα λειψυδρίας, όπως το Κολοράντο, προωθούν προγράμματα δημιουργίας ξηροφυτικών κήπων, ενώ σε κάποιες άλλες πολιτείες έχει με νόμο απαγορευτεί η χρήση του γκαζόν σε ιδιωτικούς κήπους. Μάλιστα, στο Λας Βέγκας, όπου το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι πραγματικά μεγάλο, επιδοτείται με 11 δολλάρια η απόσυρση κάθε τετραγωνικού μέτρου γκαζόν από τους κήπους των κατοικιών (βλέπε σχετικά: Nouvel Observateur, No 2076, Ph. Boulet-Gercourt, «Sixieme anee de secheresse: la ruee vers l' eau»).

37 Αρμόζει ο φοίνικας στο αττικό περιβάλλον; Παρά τη «μόδα» που επικρατεί, να φυτεύεται στους κοινόχρηστους χώρους της πόλης, δε θεωρούμε αρμοστή την παρουσία του, αφού παραπέμπει σε ερημικό ή ημιερημικό τοπίο, που είναι διάφορο του μεσογειακού, του αττικού (ερημικές και ημιερημικές κλιματικές συνθήκες υπάρχουν στη Βόρεια Αφρική και στην αραβοϊσραηλινή ζώνη, όχι όμως στην ξηροθερμική κλιματική ζώνη της Ελλάδας, που το κλίμα είναι μεσογειακό). Ο φοίνικας, λόγω της γειτόνευσης της χώρας μας με την Αφρική, ενεφανίσθη  στη νότια Ελλάδα (στην Πελοπόννησο και σε νησιά των Κυκλάδων και στην Κρήτη), καθώς και σποραδικώς στην Αττική και τη Βοιωτία (ο Παυσανίας τον αναφέρει στην Αυλίδα της Βοιωτίας). Συνδέθηκε μάλιστα και με τους ολύμπιους θεούς, αφού ο Απόλλωνας γεννήθηκε στη Δήλο κάτω από έναν φοίνικα. Δε χαρακτήρισε όμως το αττικό τοπίο, αφού δεν αποτέλεσε στοιχείο του. Στις «κακές» στιγμές του μόνον ανεφάνη, με την ερημοποίηση του λεκανοπεδίου -είναι χαρακτηριστική η σκηνή των καμηλών με τους φοίνικες, με φόντο την Αθήνα (σε υδατογραφία του Witeb). Μάλιστα, λόγω της μακροβιότητάς του και της ανεξάντλητης αντοχής του, αποτέλεσε σύμβολο Αναγέννησης. Στη συνέχεια, η εξάπλωσή του με φυτεύσεις στην πρωτεύουσα, λόγω της αντοχής του στην ξηρασία, ήταν πρωτοφανής. Και σε τούτο συνετέλεσε η βασίλισσα Αμαλία, η οποία έδειχνε μιαν έλξη προς το συγκεκριμένο δένδρο. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της προς τον πατέρα της Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο, Μέγα Δούκα του Ολδενβούργου: «Ελπίζω ότι κάποτε θα μου δώσει η ιστορία τον τίτλο της βασίλισσας των φοινίκων...» Η μετέπειτα υποχώρησή του, κατά τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας -πριν την επανάκαμψή του, στα πλαίσια της νεωτερικής αντίληψης «περί πρασίνου τύπου Φλόριδας»-, έκαμε τον καθηγητή της Αρχιτεκτονικής Σόλωνα Κυδωνιάτη να βαρυγνωμά. «Είναι λυπηρό το κόψιμο των τόσο διακοσμητικών αυτών δένδρων, που τον περασμένο αιώνα είχαν κατακτήσει το κέντρο των Αθηνών», έλεγε σε κείμενό του από τον τόμο «Η ελληνική αρχιτεκτονική αναγέννησις και η κακοποίησίς της (συμβολή στην ιστορία του νεοκλασσικισμού)», Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1981, σελ. 51.         

38 Έχουμε ένα πρόβλημα με το τοπωνύμιο «Γουδή», που καθιερώθηκε με το Προεδρικό Διάταγμα 16/11-2-2008 (ΦΕΚ 35/Α΄/29-2-2008), αντί του «Γουδί», που ίσχυε παλαιότερα, και ιδιαίτερα με τη γενινή πτώση του. Θεωρούμε ότι ο μεταπλασμός των ανθρωπωνυμίων, με τη γενική σε «η» ή «ή», να γίνεται ονομαστική ουδετέρου σε «ι» ή «ί», είναι δικαιολογημένος, κι αυτό καταφαίνεται στη γενική πτώση του ανθρωπωνύμιου, οπού προτιμάται ως ορθότερο να χρησιμοποιείται (στο συγκεκριμένο ανθρωπωνύμιο) «στου Γουδή», που αναφέρεται στην περιοχή με την ονομασία του προσώπου, αντί «του Γουδή», που σημαίνει ιδιοκτησία (το κτήμα) κάποιου, κάτι που δείχνει και την αδυναμία σύνταξής της. Ο μεταπλασμός, που αναφέρθηκε προηγούμενα, λύνει το πρόβλημα, χωρίς να δημιουργεί σύγχυση, αφού η μεταβολή της πτώσης γίνεται ευκόλως εμφανής. Άλλωστε, κατά τον ίδιο τρόπο θα έπρεπε ν' αλλάξουν εκατοντάδες άλλα ανθρωπωνύμια ανά την Ελλάδα, που αποδίδονται με ονομαστική ουδετέρου (Κουκάκι, Παγκράτι, Τατόι, Μενίδι, Καπανδρίτι, Κριεκούκι, Περιστέρι κ.ά.) Γι' αυτό εν προκειμένω χρησιμοποιούμε -παρατυπώντας!- τη γενική που θεωρούμε ορθή, «του Γουδίου», αν και μας επιβάλλεται από το Προεδρικό Διάταγμα η χρήση του τοπωνυμίου «Γουδή».

39 Παρόμοια ήταν και η θέση των συντακτών του πρώτου σχεδίου της πόλης των Αθηνών, Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Ιδού τι έλεγαν στο μνημόνιο που υπέβαλλαν στην Αντιβασιλεία: «Η νότια πλευρά της πόλης θα χρησίμευε -αφού φυτευόταν μετά το τέλος των ανασκαφών με δένδρα και διαμορφωνόταν με αλέες γύρω από το βράχο- σαν περίπατος. Για τον περίπατο γύρω από το κάστρο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν δένδρα, που ν' αντέχουν και χωρίς νερό, έτσι ώστε οι ωραίοι βράχοι της Ακρόπολης να προβάλλουν στεφανωμένοι από πράσινο...»  

 

Πηγές

  • Αθεμπίγιο Χ., «Η Αθήνα μπορεί να γίνει μια "slim city"», συνέντευξη στον Αντρέα Γιακουμάτο, εφημ. «Το Βήμα», φύλλο 15ης-8-2010.
  • Αθεμπίγιο Χ., «Πάρκο 2.000 στρεμμάτων στο Ελληνικό», ρεπορτάζ: Μάχη Τράτσα, εφημ. «Το Βήμα», φύλλο 22ας-8-2010.
  • Αθεμπίγιο Χ., «Η Αθήνα μπορεί να γεμίσει πλατείες», συνέντευξη στην Μ. Χαριτάτου, εφημ. «Έθνος», φύλλο 10ης-10-2010.
  • Αμπού Εντμ., «Η Ελλάδα του Όθωνα: Η σύγχρονη Ελλάδα του 1854», τίτλος πρωτοτύπου: «La Grece contemporaine» (Paris 1855), μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα αχρονολόγητο.
  • Αραβαντινός Αθ., Κοσμάκη Π., «Υπαίθριοι χώροι στην πόλη: Θέματα ανάλυσης και πολεοδομικής οργάνωσης αστικών ελεύθερων χώρων και πρασίνου», εκδ. Συμεών, Αθήνα 1988.
  • Blondel J. and J. Aronson, «Biology and Wildlife of the Mediterranean Region», Oxford University Press, Oxford 1999.
  • Burgel G., «Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1978.
  • Burgel G., «Η επιστροφή της πόλης», εκδ. Παπαζήση, Αθληνα 2008.
  • ΓΕΩΤ.Ε.Ε. (παράρτημα Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας), «Πρόταση για τη δημιουργία "Μητροπολιτικού Πάρκου στο Ελληνικό"», Γεωτεχνική Ενημέρωση, τεύχος 151, Αύγουστος 2008.
  • Γιακουμάτος Αντρ., «Μπορεί το Ελληνικό να σώσει την Αθήνα;», εφημ. «Το Βήμα», φύλλο 5ης-9-2010.
  • Γιαννόπουλος Κ., «Περικλής Γιαννόπουλος: Πορτραίτο που κάηκε στο φως», εκδ. Ηλέκτρα, Αθήνα 2007.
  • Γιαννόπουλος Π., «Η ελληνική γραμμή», εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
  • Γιαννόπουλος Π., «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα», εκδ. Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνης, Αθήνα 1992.
  • Γρίσπος Π., «Αι αναδασώσεις στο λεκανοπέδιον των Αθηνών», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχη 145-146, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1970.
  • Γρίσπος Π., «Δασική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1973.
  • Δοξιάδης Κ., «Η πρωτεύουσά μας και το μέλλον της», Αθήνα 1960.
  • Dallman P. R., «Plant life in the world's Mediterranean climates», University of California Press, 1998.
  • Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π., «Μύθοι και πραγματικότητες για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού. Έξι απαντήσεις σε επίκαιρες ερωτήσεις», Φόρουμ για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού, Διοργάνωση: Δήμοι Ελληνικού, Αλίμου, Αργυρούπολης, Γλυφάδας, 18-20 Φεβρουαρίου 2008.
  • Filippi O., «Για έναν άνυδρο κήπο», μετάφραση: Τάνια Μποζανίνου, Ελένη Τσερεζόλε, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2008.
  • Fuller R. A., Gaston K. J., «The scaling of green space coverage in European cities», The Royal Society 2009.
  • Ζούλας Κ., «Να αγοράσει όλο το Ελληνικό ήθελε ο εμίρης του Κατάρ», ρεπορτάζ, εφημ. «Η Καθημερινή», φύλλο 26ης-9-2010.
  • Gildemeister H., «Κήποι στο φως της Μεσογείου», μετάφραση: Αλεξάνδρα Φιάδα, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2004. 
  • Καπετάνιος Αντ., «Για όλα φταίει το γκαζόν;», περιοδ. «ΟΙΚΟ» της εφημ. «Η Καθημερινή», τεύχος 20ο, Μάιος του 2004.
  • Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
  • Καπετάνιος Αντ., «Οι απαξιωμένοι "πευκιάδες" και η προσφορά που παραβλέπεται», www.ecocrete.gr, 23/8/2009.
  • Καπετάνιος Αντ., «Αττικό τοπίο και πράσινο», www.solon.org.gr, 1/9/2009.
  • Καπετάνιος Αντ., «Το πράσινο της Αθήνας κάποτε...», κείμενο από τον τόμο «Αθηναϊκό Ημερολόγιο» των εκδόσεων «Φιλιππότη», Αθήνα 2010.
  • Κοντός Π., «Δασική Ελληνική Ιστορία», Αθήνα 1929.
  • Κυδωνιάτης Σ., «Η ελληνική αρχιτεκτονική αναγέννησις και η κακοποίησίς της (συμβολή στην ιστορία του νεοκλασσικισμού)», Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1981.
  • Κυριακού Γ., «Δασική πολιτική, άλλοτε και τώρα», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1940.
  • Latimer Cl., «Parks for the people», Manchester City Art Galleries, Manchester 1987.
  • Λίννερ Στ., «Μια Σουηδέζα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», μετάφραση: Χρήστος Παππάς, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 1997.
  • Μάρτης Ν., «Χτίστε, χτίστε, χτίστε...», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1990.
  • Μαχαίρα Ελ., «Η νεολαία της 4ης Αυγούστου», Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987.
  • Μεταξάς Ι., «Λόγοι και σκέψεις, 1936-1941», τόμοι Α΄ & Β΄, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1969.
  • Nouvel Observateur, No 2076, Ph. Boulet-Gercourt, «Sixieme anee de secheresse: la ruee vers l' eau».
  • Ουράνης Κ., «Ταξίδια: Ελλάδα», εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1986.
  • Παπαγεωργίου - Βενέτας Αλ., «Ο Κήπος της Αμαλίας», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2008.
  • Παπακωνσταντίνου Κ., «Κατασκευάζοντας την εικόνα του "Μεγάλου Ηγέτη". Προπαγάνδα και ιδεολογία της 4ης Αυγούστου», κείμενο από τον τόμο «Η δικτατορία Μεταξά», έκδοση «Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», Οκτώβριος 2010.
  • Παπαντωνίου Ζ., «Όθων», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1997.
  • Πετράκη Μ., «Ο μύθος του Μεταξά», εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2006.
  • Πικιώνης Δ., «Κείμενα», έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
  • Reinach J., Maurras Ch., Moreas J., «Ανταποκρίσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Γιώργος Τόλλιας-Ειρήνη Λούβρου, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1993.
  • Ροΐδης Εμ., «Κείμενα, για την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896», εισαγωγή-επιμέλεια: Δημήτρης Δημηρούλης, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.
  • Σαμπατάκη Θ., «Δικτατορία Μεταξά. Η καταστροφική υποχώρηση των θεσμών», κείμενο από τον τόμο «Η δικτατορία Μεταξά», έκδοση «Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», Οκτώβριος 2010. 
  • Σπαντιδάκης Γ., «Ελληνικός Κήπος», εκδ. Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2008.
  • Στεφάνου Αν., «Το πράσινον του λεκανοπεδίου Αθηνών», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήναι 1968.
  • Teissier du Cros Eric., «Cypress», Studio Leonardo, Florence Italy 1999.
  • Thomson J., «Plant evolution in the Mediterranean», Oxford University Press, 2005.
  • Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Συνέντευξη Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Γιώργου Σουφλιά για το Μητροπολιτικό Πάρκο Ελληνικού, Γραφείο Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων, Αθήνα 2-8-2007.
  • Φαλτάιτς Κ., «Λαϊκά πάρκα και παιδικαί εξοχαί εις τας Αθήνας», έκδοση Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών, Αθήναι 1929.
  • Φλωμπέρ Γ., «Το ταξίδι στην Ελλάδα», εκδ. Ολκός, Ε΄ έκδοση, Αθήνα 2000.
  • Χρηστίδης Χρ. (επιμέλεια), «Μεταξάς: Το προσωπικό του ημερολόγιο», τόμοι τέσσερεις, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1950.
  • Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, δεύτερη έκδοση 1997, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital