ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Το ελληνικό τοπίο

25 Φεβρουάριος, 2014

Το ελληνικό τοπίο

Τοπίο σμιλεμένο, της ρυτίδας και του ρόζου, τοπίο ελληνικό... (6ο από το 7ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Χάνοντας τοπία, ζώντας σε μη τόπους...

«Στο Αιγάλεω, κατ' απ' τον Κηφισό,
πλάι στην πλατεία,
ένα οικόπεδο παίρνει αξία.
(...)
Δίχως κανένας να επεμβαίνει,
κάτω απ' τον άνεμο, τον ήλιο τον καυτό
διπλασιάζει την αξία του το οικόπεδο αυτό».

(«Παίρνει αξία», Χρίστος Δάλκος)

Το μέγα άλλοθι: η ανάπτυξη. Με αυτήν δικαιολογούνται πράξεις του ανθρώπου που μεταλλάσσουν δραματικά τον κόσμο του, τα τοπία του, και τον οδηγούν σε ανείπωτες και -στις περισσότερες των περιπτώσεων- μη συνειδητές απώλειες. Αδιαμφισβήτητα μιλούμε για δυναμική πορεία του κόσμου, για θεώρησή του στα πλαίσια της εξέλιξής του, σύμφωνα με τις ποιότητες, τις αρχές και τις αξίες που θεμελιωδώς προσδιορίζονται κι έχουν να κάμουν με τον οντολογικό μετρημό του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον και την απορρέουσα από τούτο δραστηριότητά του. Ο μη συνειδητός όμως χαλασμός του κόσμου, λόγω της ανορθόδοξης δραστηριότητας του λειτουργού, της ασύμβατης με το νομοτελειακό του προορισμό, που συνίσταται στην ισόρροπη και όχι παράτροπη πορεία του, οδηγεί στην αποδόμηση, στην υποβάθμιση κι εντέλει στην απώλεια τόπων, βασικών για τη συνέχεια του ανθρώπου πάνω στη γη. Η κυριάρχηση νόμου μηχανικού στη ζήση του και η απομάκρυνσή του από τα γύρα, κάμει αυτόν να πράττει με ματαιότητα πνεύματος και να λειτουργεί ασυναίσθητα, παρά νοητικά. Ως τέτοιος ο μεταπολεμικός Έλλην, αφέθηκε στον «πυρετό της ανοικοδόμησής του», χαλνώντας τη σχέση του με την ελληνική φύση και το ελληνικό τοπίο, ζώντας στη θυελλώδικη κρίση της «ανάπτυξης» -μια πράξη φθοροποιό, που τη συνεχεί ως τα σήμερα! Έτσι απογίνηκε αλλότριος στη γη του, απέμεινε να ζει ασύμβατα σε τόπους χλωρωτικούς και να κατατρέχεται από μη συνειδητό αισχύλειο δράμα. Εντέλει, η καταδίκη τού φύσει τοπιακού Έλληνα συγκροτήθη με τη ζήση του σε μη-τόπους!..

 




Ο «υπαίθριος» Έλλην προσπαθούσε ματαίως να βρει προσαρμογές στο άστυ.

 

Πότε ο χώρος γίνεται τόπος; Πότε το σχήμα γίνεται σώμα; Και πότε ο τόπος γίνεται μη-τόπος; Πότε γίνεται ένας αδιάφορος, άζωος σχηματισμός; Ο καθηγητής Ν. Κ. Μουτσόπουλος προσδιόρισε τον χώρο ως «τον τόπο που "χωράει", αλλιώς θα ήταν "αδιαχώρητος"». Όταν ο χώρος γεμίζει με ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, με συναισθήματα, με οράματα, με προσδοκίες, με όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τ' αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος με αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, όταν -θα προσέθετα- είναι γεμάτος με ψυχές, τότε γίνεται τόπος (Στεφάνου Ι., 2005). Ο Marc Auge καθόρισε ως μη-τόπο το χώρο που δεν είναι ανθρωπολογικός, καθότι οι ανθρωπολογικοί χώροι δημιούργησαν έναν οργανικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων και των στοιχείων του χώρου, που διαχέεται σε αυτόν και τον καθορίζει (Auge M., 1992). Κατ' ουσίαν, ο μη-τόπος χαρακτηρίζεται από την έλλειψη επικοινωνίας του υποκειμένου με το αντικείμενο, του ανθρώπου με το περιβάλλον του. εξ' ού και η μη ανθρωπολογική διάστασή του, η μηχανική και μη αισθητή66.

Ο μη-τόπος, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από την έλλειψη επικοινωνίας του ανθρώπου με περιβάλλον του, έτσι που αυτός ζει εν αυτώ αδήλως. τούτο συμβαίνει είτε στην πόλη, οπού ο αστός προσπαθεί να επιβιώσει σ' ένα περιβάλλον διόλου φιλικό στον άνθρωπο, είτε στην επαρχία, που ο κάτοικός της έχει πάψει να ζει υπαιθρίως. Τα παραπάνω διαμορφώνουν την ασυμβατότητα της ζωής στον τόπο και τον μη σεβασμό προς αυτόν. Ως απότοκο τούτων επέρχεται η αλλοτρίωση και η αποξένωση από τον περίγυρο, από την κοινωνία και το περιβάλλον όπου ζεις. Όλα συνεπώς που κάμνουν το χώρο να «μιλά», ν' «ανασαίνει», κείνα που τον κάμνουν ζωντανό, που τον γεμίζουν με περιεχόμενο, τον κάμνουν τόπο. Η απώλεια τούτων φτιάχνει το μη-τόπο67.





Πώς εσβήσθη η αττική φύση; Πού το αττικό τοπίο εχάθη; (φωτογραφίες από την αττική ύπαιθρο, την οποία καταστρέφει η «ανάπτυξή της»!)

 

Ο Έλληνας έφτιαξε μη-τόπους, καταστρέφοντας ωραίους τόπους, και θέλησε να ζήσει σε αυτούς. Χάθηκε έτσι ένα πολύτιμο παρελθόν, που δεν εκτιμήθηκε στους καιρούς της ανάπτυξης. Χάθηκαν τοπία, σημαντικά για τον οικολογικό, τον περιβαλλοντικό, τον αισθητικό ρόλο τους. Τοπία που ήταν συνυφασμένα με το περιβάλλον και την ιστορία του Έλληνα, με οικονομίες παραδοσιακές. Τοπία που ήταν εντέλει κοινωνικά, καθώς ζούνταν, καθώς βιώνονταν σε αυτά μια συμβατή με τα γύρα ζωή. Ήταν τοπία χωρίς ανατροπές κι υπερβάσεις, τοπία απλά και λιτά, ήρεμα γιατί ήταν ισόρροπα, μα παρόλα αυτά δυναμικά στον οικοσυστηματικό τους ρόλο, τοπία χωρίς νικητές και θύματα. Τέτοια εικόνα είχε κατά νου για τη χώρα μας ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, που προπολεμικά την επισκέφτηκε (όχι σαν τουρίστας, μα σα θεωρός), όταν έλεγε: «Το τοπίο (το ελληνικό) μένει το πιο ικανοποιητικό, το πιο θαυμάσιο που μπορεί να μας προσφέρει η γη. Οι άνθρωποι αυτού του μικρού κόσμου ζούνε αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον τους, γεμίζοντάς το με θεούς που ήταν αληθινοί και που ζούσαν στενά δεμένοι μαζί τους. Ο ελληνικός κόσμος είναι το πιο χτυπητό παράδειγμα στο συνταίριασμα της σκέψης και της πράξης. Εξακολουθεί ακόμα και σήμερα, αν και τα στοιχεία έχουν από καιρό σκορπίσει. Η εικόνα της Ελλάδας, όσο και νάχει σβήσει, μένει σαν πρωτότυπο του θαύματος πούγινε από το ανθρώπινο πνεύμα» [Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965, σελ. 83]. Και βέβαια αυταπατώνταν ο Μίλλερ, ή είχε παρασυρθεί από την «αρχέγονη ποιότητα του τόπου», που όπως υποστήριζε υπάρχει στην Ελλάδα, όταν σίγουρος κι όλο εμπιστοσύνη στους Έλληνες έλεγε: «Η Ελλάδα θα επιζήσει πάνω απ' όλες αυτές τις ιδέες της "Προόδου", θα αφομοιώσει, θα καταστρέψει και θ' αναδημιουργήσει κάθε τι που τώρα φαίνεται απαραίτητο για τη ζωή. Εδώ τα πράγματα έχουν τον πρωταρχικό τους σκοπό. Ξαναγυρίζουν στις ρίζες τους» (Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985, σελ. 29).

 



Η αλάνα της γειτονιάς, άλλοτε στοιχείο λειτουργικό της πόλης

 

Σκεφτόμενος τη χώρα του ο Μίλλερ, τις ΗΠΑ, ως προς το τι εφηύρε και τι κληρονόμησε στον κόσμο, διαπιστώνει οικτρά: «Ο ονειρευτής του οποίου τα όνειρα δεν είναι χρησιμοθηρικά, δεν έχει θέση σ' αυτό τον κόσμο (τον αμερικανικό). Ότι αρνιέται να δοθεί προς πώληση ή αγορά, στο βασίλειο των πραγμάτων, των ιδεών, των αρχών, των ονείρων ή των ελπίδων, εμποδίζεται. Σε τούτο τον κόσμο ο ποιητής είναι ανάθεμα, ο στοχαστής τρελός, ο καλλιτέχνης φυγάς, ο άνθρωπος των οραμάτων εγκληματίας». Προηγούμενως είχε βασανιστεί  με ιδέες όπως αυτές: «Ο κόσμος μας είναι κόσμος πραγμάτων. Είναι καμωμένος από ανέσεις και πολυτέλειες, ή από την επιθυμία για δαύτες. (...) Δεν υπάρχει τίποτα γενναίο, ιπποτικό, ηρωικό ή μεγαλόκαρδο στη στάση μας. Δεν είμαστε γαλήνιες ψυχές. είμαστε αυτάρεσκοι, άτολμοι, μυγιάγγιχτοι, τρέμουμε σύγκορμοι». Και συνεχίζει παρακάτου: «Όλα όσα άξιζε να πω για τον αμερικανικό τρόπο ζωής θα μπορούσα να τα βάλω σε τριάντα σελίδες. Από τοπογραφική άποψη η χώρα είναι θαυμάσια -και τρομαχτική. Γιατί τρομαχτική; Διότι πουθενά αλλού στον κόσμο όλο δεν είναι τόσο απόλυτο το διαζύγιο ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Πουθενά αλλού δε συνάντησα τόσο θαμπή, τόσο μονότονη ύφανση της ζωής όσο στην Αμερική. Εδώ η βαρεμάρα φτάνει στο απόγειό της. (...) Στην πραγματικότητα είμαστε ένας χυδαίος, πιεστικός όχλος με πάθη, που εύκολα υποκινούν οι δημαγωγοί, οι δημοσιογράφοι, οι θρησκόληπτοι αγύρτες, οι ταραχοποιοί και όλοι οι παρόμιοι. Το ν' αποκαλείς τέτοιο κατασκεύασμα κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων είναι βλασφημία. Τι έχουμε να προσφέρουμε στον κόσμο εξόν το υπεράφθονο πλιάτσικο που απερίσκεπτα αποσπούμε από τη γη με τη μανιασμένη αυταπάτη ότι αυτή η τρελαμένη δραστηριότητα αποτελεί πρόοδο και διαφωτισμό; Η χώρα των ευκαιριών έχει γίνει η χώρα τού χωρίς νόημα ιδρώτα και μόχθου. Ο σκοπός όλης αυτής της προσπάθειας έχει από καιρό λησμονηθεί».  (Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σελ. 29 & 19 & 22-23 αντίστοιχα)68.

 



Η εμπορευματοποίηση της γης (αριστερά) και η οικοπεδοφαγία (δεξιά) οδήγησαν στην καταστροφή της ελληνικής φύσης και του ελληνικού τοπίου.

Τούτα που διαπιστώνει ο Μίλλερ για τις ΗΠΑ το 1945, ήταν αδιανότητα ως εικόνα και τρόπος ζωής στην Ελλάδα (την τοτινή και την επόμενη). «Βρήκα στην Ύδρα ότι υπάρχει στη ζωή κάτι περισσότερο από την εμπειρική γνώση των αρχιερέων της λογικής και της επιστήμης», έλεγε χαρακτηριστικά (από την προαναφερόμενη πηγή, σελ. 143). Διότι θεωρούσε -ήταν περίπου πεπεισμένος-, ότι οι Έλληνες δε θα προδώσουν τον τόπο τους, αλλοτριούμενοι από τη φενάκη ανάπτυξη του αμερικανικού (δυτικού) καταναλωτικού προτύπου, καθώς ήταν εμποτισμένοι από ιδέα και σκοπό γι' αυτόν κι είχαν μιαν αντίληψη ζωής γήινη, που τους κληρονομήθηκε από τον πρόγονο. Ιστορικά εμβαπτίστηκαν στο χθόνιο προορισμό της ύπαρξής τους, έτσι που να μη νοούν τη ζωή χωρίς το φυσικό ενδιάτημά της, χωρίς τη φύση και το τοπίο της. Όμως, αλί, τούτοι οι σημαντικοί του τόπου πονητές, παρέδωσαν τη γη σ' επιγόνους «μικρούς», που την πρόδωσαν κι εξέπεσαν του παραδείσου τους, γενόμενοι σύγχρονοι και τραγικοί!..

Τ' αρχετυπικά θάλεγες ελληνικά τοπία, τα εντελή στην απλότητά τους, τα πλήρη στην ολότητά τους, υποκαταστάθηκαν από τοπία ασταθή, ανισόρροπα, σύνθετα, ανάρμοστα στη φύση του τόπου, ασύμβατα με το πνεύμα του τόπου. Τα είπαν: τοπία της ανάπτυξης. Θεωρήθηκε, δηλαδή, ότι η βεβιασμένη και σιδηρά ενέργεια φέρνει την πρόοδο, και όχι η δυναμική του τόπου, που την κινεί η φυσική ενέργεια του λειτουργού της. Ο Έλληνας αισθάνθηκε ευτυχής στις ανέσεις του κι αφέθηκε στην απόλαυση της προσφοράς, που απαιτεί συνεχή κατανάλωση ύλης. Έπαψε να είναι απλοέλληνας (έκφραση του πάντα ξυπνού Γιάννη Σκαρίμπα), να είναι ολιγαρκής και υγιοσκέψιμος, κι έγινε σύνθετος, τυφλός καταναλωτής της εξέλιξής του. Ο μη-τόπος, ο ουδέτερος, ο μη ανθρωπολογικός, χαρακτήρισε την αρμοστή με το νέο πνεύμα κατοίκησή του. Βλέπουμε έτσι τα τοπία αυτά, τα «ατοπικά», που εφιαλτικά θα τα έλεγες στους καιρούς της απλότητας, να είναι οικεία, συνήθη, γνώριμά μας κι αναντικατάστατα. Τα βλέπεις στα σύγνεφα των δηλητηρίων των καλλιεργειών, στις απέραντες μονοκαλλιέργειες, στ' αλατισμένα εδάφη των αγρών, στις διάσπαρτες κατοικίες οπουδήποτε στο χώρο -κατά βάσιν, εξοχικές- (όλη η Ελλάδα ένα οικόπεδο!), στην αυθαίρετη δόμηση -που δικαιώνεται νομιμοποιούμενη!-, στις καταστροφές της φύσης από δυναμικούς επενδυτές (!), στις πληγώσεις των τοπίων, στους οικισμούς χωρίς σχέδιο και ρυθμό, που προσβάλλουν την παράδοση κι έχουν κακή αισθητική, στις πόλεις που άτακτα αναπτύσσονται -βρώμικες και κακόγουστες-, στα προάστια που σκόρπια επεκτείνονται -μιαν τυχαιότητα παντού! Ιδού η ανάπτυξή μας...69





Εκεί που όφειλε η ρίγανη και το πεύκο να φύονται, εκεί που η ελιά τον τόπο το φτενό θα κάρπωνε, εκεί που το ξωκκλήσι και ο ανεμόμυλος θ' άρμοζε, εκεί που το κύμα έπρεπε να σκάει, τώρα ο Έλλην στήνει το νέο πολιτισμό του, αυτόν της «ανάπτυξης»!

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης μιλά, σε σχέση με τα παραπάνω, για τις «ανορθογραφίες» του νεοέλληνα, που χαλνούν τον τόπο. Αποδίδει τούτη την κατάσταση στην έλλειψη παιδείας και σπουδής πάνω στα κοινά, στα γύρα, και, άρα, στη μη συνειδητοποίηση της αξίας τους. Η έλλειψη σεβασμού τους και η εκμεταλλευτική λογική της διαχείρισής τους, είναι το απότοκο όλης τούτης της αντιμετώπισης. Τούτο χαλνά και καταστρέφει την ισορροπία του τόπου, και κατ' επέκταση την ισορροπία της ζωής. Ας παρακολουθήσουμε τον ποιητή στο λόγο του: «Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική (σημ.: η βιωματική γλώσσα του λαού με το περιβάλλον του), που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμη σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ' εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω. Δεν αναφέρομαι σε καμιά χαμένη γραφικότητα. Ούτε θυμάμαι να 'χω ζήσει σε καμιά καλή εποχή για να τη νοσταλγώ. Απλώς, δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες. Με ταράζουν. Νοιώθω σαν ν' ανακατώνονται τα γράμματα στο ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιός είμαι να μην ανήκω πουθενά. Τόσο πολύ αισθάνομαι να είναι η ζωή μου συνυφασμένη μ' αυτήν την "υδρόγεια λαλιά", που δεν είναι παρά η οπτκή φάση της ελληνικής λαλιάς, της ικανής για τη διπλή της υπόσταση να ομιλεί και να ζωγραφίζει συνάμα. Και που εξακολουθεί αθόρυβα όσο και δραστικά, παρά τις άνωθεν επεμβάσεις, να εισχωρεί ολοένα μέσα στην ιστορία και μέσα στη φύση που τη γέννησαν, έτσι ώστε να μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σε παρόν, και να μετατρέπεται από το παρόν αυτό σε όργανο προικισμένο με τη δύναμη να οδηγεί τα στοιχεία της ζωής μας στην πρωτογενή, φυσική τους αλήθεια. Όμως, για να το αντιληφθεί αυτό κανείς, πρέπει να 'χει περάσει απ' όλες τις διεργασίες, όσες απαιτούνται για να μπορεί να διακρίνει πού κείται το καίριο. Το καίριο στη ζωή αυτή κείται πέραν του ατόμου. Με τη διαφορά ότι, αν δεν ολοκληρωθεί κανείς σαν άτομο -κι όλα συνομωτούν στην εποχή μας γι' αυτό- αδυνατεί να το υπερβεί» (από τα «Δημόσια και τα Ιδιωτικά», που περιλαμβάνονται στον τόμο «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992, σελ. 366-367)70.



Είχε κατατριβεί στην άσκηση του τοπίου ο καθηγητής Δημήτριος Πικιώνης, αναβιβάζοντας τη θεώρησή του γι' αυτό σε επίπεδο πνευματικό: ήταν, σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, σε θέση «να διακρίνει πού κείται το καίριο». Γι' αυτό και δημιουργούσε κατά το πνεύμα του τόπου.

Ο Αμερικανός νατουραλιστής φιλόσοφος Henry David Thoreau εξεγείρεται το έτος 1854 στο μνημειώδες έργο του «Walden» με την ασέβεια που επιδείκνυαν οι επίγονοι στη διαχείριση της γης -κάτι που, φυσικά, δε συνέβαινε παλαιότερα. Μιλά με πόνο για το χάσιμο της φυσικότητας του τόπου και τη μετατροπή του σε «κτήμα με πλούσιες σοδειές». Ιδού οι σκέψεις του: «Στην αρχαία ποίηση και τη μυθολογία βρίσκουμε πολλές ενδείξεις ότι η καλλιέργεια της γης κάποτε αποτελούσε τέχνη ιερή. Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως την εξασκεί με ασεβή βιασύνη και αδιαφορία, μια και ο στόχος του είναι μονάχα τα μεγάλα κτήματα και οι πλούσιες σοδειές. (...) Με την πλεονεξία και τον εγωισμό, με την ποταπή συνήθεια να θεωρούμε τη γη περιουσία, συνήθεια από την οποία δε γλυτώνει κανείς μας, παραμορφώνουμε το περιβάλλον, υποβαθμίζουμε τη γεωργία μαζί με τους εαυτούς μας και ο αγρότης καταλήγει να ζει την πιο άθλια ζωή. Δε γνωρίζει τη Φύση παρά μόνο ως λήστης. (...) Μακάρι να αφεθούν όλα τα λιβάδια της γης σε άγρια κατάσταση, μακάρι να μη γίνουν ποτέ καλλιεργήσιμα χωράφια, αν είναι αυτό το αντάλλαγμα για να αρχίζουν οι άνθρωποι να εξιλεώνονται. Δε χρειάζεται να μελετήσει κανείς ιστορία για να καταλάβει τι είναι καλύτερο για τη δική του καλλιέργεια. Αλίμονο όμως!» (Thoreau Η., «Walden, ή η ζωή στο δάσος», τίτλος πρωτοτύπου: Walden, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ. 227-228, 274).

Πέρα όμως από τη θετική στάση που επέδειξαν οι παραδοσιακοί γεωργοί και κτηνοτρόφοι στη σχέση τους με το φυσικό περιβάλλον, υπήρξαν κι εσφαλμένες πρακτικές απ' αυτούς, που το έθιξαν ανεπανόρθωτα και κατέστρεψαν το ελληνικό τοπίο. Αυτές στηριζόταν σε λανθασμένες αντιλήψεις περί της διαχειρίσεώς του (τούτο θέλουμε να πιστεύουμε..., διότι ποιος επιδιώκει την καταστροφή του, εν είδει αυτοχειρίας, στους καιρούς της συνείδησης;), οι οποίες οδήγησαν σε αναπότρεπτες καταστάσεις. Στα πλαίσια τούτων των πρακτικών λοιπόν, βλέπουμε για παράδειγμα τους κτηνοτρόφους να υπερβόσκουν τις βοσκήσιμες εκτάσεις και να πυρπολούν μεθοδικά και συστηματικά τα δάση, τις δασικές και τις χορτολιβαδικές εκτάσεις της χώρας, προκειμένου να «δημιουργηθούν λιβάδια» (όπως επικράτησε να λέγεται...), ενώ οι γεωργοί πραγματοποιούσαν ασυλλόγιστη και χωρίς μέτρα προστασίας, καλλιέργεια της γης. Αποτέλεσμα των εσφαλμένων πρακτικών που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες θα λέγαμε ότι αποτέλεσαν ολέθρια παρέκκλιση από τις πατροπαράδοτες συνετές πρακτικές διαχείρισης του φυσικού χώρου, αλλά και των λανθασμένων συμπεριφορών του Έλληνα στη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον, ήταν περιοχές της χώρας να υποβαθμιστούν σημαντικά και το ελληνικό τοπίο ν' αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Στις μέρες μας δε, που ο Έλληνας έχει απομακρυνθεί από τις απλές, τις συνετές και παραδοσιακές πρακτικές διαχείρισης του φυσικού χώρου, τις οποίες υπέδειξε ως κανόνα ο πρόγονός του, κι επιδιώκει την, επιχειρηματικά νοούμενη, αξιοποίησή του, βλέπουμε το «κλασικό» ελληνικό τοπίο να χάνεται και τον ελληνικό χώρο να μεταλλάσσεται, «αξιοποιούμενος» με την υποβάθμιση και την καταστροφή του!71

 


(Αριστερά) Ο Έλλην ως πονητής του τόπου του: οι άντρες του χωριού συμμετέχουν μαζικά το 1938 στη διευθέτηση χειμάρρου του χωριού τους, που εκτελείται από τη δασική υπηρεσία, (Δεξιά) Ο Έλλην ως εμπρηστής του τόπου του...

 

Προβληματιζόταν το 1814 ο φιλέλληνας Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ για την αρνητική συμπεριφορά του Έλληνα προς το φυσικό περιβάλλον της χώρας του, και για τις ολέθριες επιπτώσεις των ενεργειών του. Δε δικαιολογούσε την καταστροφή ενός πολύτιμου για τις προσφορές του φυσικού περιβάλλοντος και την απώλεια ενός τοπίου υψηλού, για την ικανοποίηση εφήμερων αναγκών, που θα μπορούσαν ν' αντιμετωπιστούν χωρίς την καταστροφή που συνέβαινε. Σημείωνε σχετικά: «Από το ύψος αυτό αφήνουμε το βλέμμα μας να απλωθεί πάνω από την πόλη και να αγκαλιάσει έναν ορίζοντα γύρω με πολλές ποικιλομορφίες και ανομοιότητες και που από μακριά παρουσιάζει την εικόνα άγονου τοπίου. Και όμως, όλη αυτή η πλευρά ήταν παλιότερα κατάφυτη από δέντρα, τα οποία οι βλάχοι συνεχίζουν να πυρπολούν κάθε χρόνο, όταν πλησιάζει το φθινόπωρο, για ν' αφήσουν να σκεπάσει το χιόνι τη στάχτη τους και σαν έρθει η άνοιξη να σπείρουν μερικά χωράφια με σίκαλη (σημ.: την περιοχή αυτή την προσδιορίζει ως ευρισκόμενη μεταξύ Καλαριτών και Ασπροποτάμου). Έτσι, για ένα εφήμερο και αμφίβολο προϊόν, γιατί η γη εξαντλείται γρήγορα μέσα σε ένα δύο χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί καταστρέφουν απερίσκεπτα όλα αυτά τα μεγαλοπρεπή δάση, που τραβούν τα σύννεφα γύρω από τους πράσινους θόλους τους και στέλνουν στις πεδιάδες τη βροχή και το φυτικό τους λίπασμα, που τις καθιστούν εύφορες. (...) Πραγματικά, ποιος θα μπορούσε τώρα να ντύσει τα βουνά της Ελλάδας με βλάστηση και εύφορη γη, όταν ερημωμένα από δέντρα και ξεπλυμένα από τις βροχές δεν μπορούν να προσφέρουν πια παρά ασβεστολιθικούς όγκους και σκελετούς; Η θεά Δήμητρα βλέπει απαρηγόρητη να καταστρέφονται τα σπαρτά από την ξηρασία. Η Ναϊάδα, εξαντλημένη πεθαίνει στο βάθος της υδρίας της και η γη μάταια παρακαλεί και ζητάει την ευεργεσία της βροχής από το Δία. (...) Το θέαμα αυτών των τόπων, που έβλεπα γύρω μου, καθώς παρατηρούσα τη γύμνια της περιοχής, με έσπρωξε να κάμω αυτές τις απαισιόδοξες σκέψεις. Μια μεγάλη πυρκαϊά, που αγκάλιασε τα δάση στο Βάρσιο και στα Άγναντα θα με είχε κάμει να πιστέψω πως κάποια καινούρια σμήνη βαρβάρων έπεσαν πάνω στην Πίνδο, αν δε γνώριζα ότι αυτό ήταν το σύνθημα των βλάχων, που άφηναν τα βουνά για να κατεβούν στην Αθαμανία. Συνέχισα το ταξίδι μου, θλιμμένος από την ανικανότητά τους να δουν τα πραγματικά τους συμφέροντα, αν βέβαια, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να έχουν ενδιαφέρον για την ευφορία αυτής της γης, τη στιγμή που το πέρασμά τους απ' αυτήν είναι σημαδεμένο με τόσα δάκρυα» (Πουκεβίλ Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου, «Ταξίδι στην Ελλάδα: Ήπειρος», μετάφραση: Παναγιώτα Γ. Κώτσου, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994, σελ. 322).

Το, δε, οικιστικό τοπίο περιοχών μας, που σήμερα το απολαμβάνουμε ως αυθεντικό και παραδοσιακό, προέκυψε από κάποια λογική, η οποία βέβαια σήμερα ίσως να μην υφίσταται (λόγω αλλαγής των συνθηκών ζωής και των μεταβολών που έφεραν οι σύγχρονοι καιροί), όμως η διατήρησή του, ακέραιου ή έστω στοιχείων του, καθίσταται πολύτιμη για τη περίσωση ή τη συνέχιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Είναι γεγονός ότι ο  Έλληνας δεν αποδείχθηκε συνεπής σ' αυτό το σκοπό, εάν αναλογιστούμε ότι από τους 11.700 περίπου οικισμούς της χώρας, μόλις 2.200 κατόρθωσαν να διατηρήσουν την παραδοσιακή τους μορφή ή κάποια στοιχεία από αυτήν. Η τέτοια συμπεριφορά τον έκαμε φτωχότερο σε αξίες και ποιότητες, και τον απομάκρυνε από ένα διδακτικό παρελθόν, που πολλά είχε να του προσφέρει.

 


Το Φιλότι, ορεινό χωριό της Νάξου, ακολουθεί στην ανάπτυξή του τη γραμμή των λοφοσειρών, για να μη χαλνά η ευγραμμία του συνόλου. Απλή η λογική της δημιουργίας του, μα τόσο εντελής!..

Επιπρόσθετα, το σημερινό αστικό ελληνικό τοπίο είναι χαώδες, διέπεται από αναρχία κι ασυδοσία, προκαλεί την αισθητική μας και μας ταράζει. Η ελληνική πόλη, απρόσωπη και οικτρή, διάβηκε ατραπούς σύγχυσης κι αποπροσανατολισμού, μιμούμενη σύγχρονα πρότυπα τυποποιημένης κακής αρχιτεκτονικής, καταστρέφοντας το όμορφο που αρχικά δημιουργήθηκε -μην κατορθώνοντας όμως να το υποκαταστήσει με κάτι εξίσου όμορφο και λειτουργικά ορθό, που θα έκανε το μέλλον του τόπου ευοίωνο. Το παράδειγμα της Αθήνας είναι δηλωτικό. Πόλη χωρίς φυσιογνωμία, χωρίς συνοχή. το χάος απλώνεται μες στο χαρισματικό λεκανοπέδιο και το καταστρέφει! Είχε φυσιογνωμία -έστω δανεική-, νεοκλασική. Την απέβαλλε, επιδιώκοντας το -ομολογουμένως όμορφο και λειτουργικό- μοντέρνο. Κι αυτό στη συνέχεια το απόδιωξε, για κάτι πιο σύγχρονο72. Είναι φαίνεται στη μοίρα της να καταστρέφεται κατεδαφιζόμενη στην εξέλιξή της! Δε λέμε όχι στη μετεξέλιξή της, στη μετάβασή της στο μέλλον, όμως πρέπει με σεβασμό να γίνεται στο παρελθόν της, ώστε τούτο ν' αφομοιώνεται στο σήμερα και να μην καταστρέφεται, ούτε να μένει παράταιρο. Με διατήρησή του όχι μουσειακά, μα ζωντανά στον ιστό της πόλης, ενταγμένο σεβαστικά στη νέα της κατάσταση, η πόλη εξελίσσεται με αρμονία και συνέχεια73.

 


Κατεδάφιση νεοκλασικού κτηρίου στην Πλάκα μεταπολεμικά: η αποδόμηση του νεοκλασικού προσώπου της Αθήνας εν εξελίξει... (από το φωτογραφικό αρχείο της ΕΡΤ)

Ήδη από το 1956 ο διανοητής-αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο που ονομάζεται «σύγχρονη Αθήνα». Έλεγε τότε: «Σήμερα, 125 χρόνια μετά την απόπειρα εκείνη της δημιουργίας των Νέων Αθηνών, φθάσαμε σε μια πόλη 1.200.000 ή 1.500.000 ανθρώπων, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το τοπίο και σε απόλυτη ρήξη με την παράδοση. Η ενότητα του τοπίου καταστράφηκε, η κλίμακα ανατράπηκε, το ανάγλυφο καθαιρέθηκε ή αγνοήθηκε. (...) Με την άμορφη, την τεράστια, πλαδαρή και άρρωστη ανάπτυξή της, η Αθήνα όχι μόνο κατέστρεψε τη γύρω φύση, της οποίας στερήθηκε και τη φυσιολογική επίδραση και τα προϊόντα, αλλά και με τις γύρω βουνοσειρές έρχεται σε αντίθεση κλίμακας και τους αφαιρεί την άλλοτε επιβολή και το ρόλο. Η χωρίς σκελετό και μορφή χαώδης πρωτεύουσα, αντιφατική προς το περιβάλλον της, γίνεται οδηγός και παράδειγμα δυσαρμονίας για όλη τη χώρα και διαρρηγνύει κάθε σχέση με την ελληνική παράδοση της λογικής και του μέτρου» (από ομιλία στη συνάντηση της Επιτροπής Τοπίου και Πόλεων στην αίθουσα του ΤΕΕ, το Σεπτέμβριο του 1956, σελ. 23)74.

 


Η νέα Αθήνα, πόλη του μπετόν και της ασφάλτου!

Η έννοια του μη τόπου γίνεται ευκόλως αντιληπτή στην εχθρική στον άνθρωπο Αθήνα, στο πυκνό και πνιγηρό άστυ, κει οπού η κατοίκηση έχασε το νόημά της και η ποιότητα ζωής των αστών υποβαθμίστηκε προκειμένου να ικανοποιηθεί μιαν άκαρπη συνοίκηση. Η γειτονία στη γειτονιά εχάθη και ο αστός γυρεύει εναγωνίως υποκατάστατά της. διαφορετικά σβήνει ανύποπτα, απομειούμενος ως οντότητα, αποστερούμενος την κοινωνικότητα. Στη λαϊκή πολυκατοικία μαραίνεται, προσπαθώντας να κρατηθεί απ' ότι του έδινε ανάσα. Ο ακάλυπτος των πολυκατοικιών είναι γι' αυτόν μια κάποια διέξοδος από τον ασφυκτικό και καταναγκαστικό εγκλεισμό του στο διαμέρισμα.

Δέστε πώς μιλά για τον ακάλυπτο η συγγραφέας της «Λωξάντρας» Μαρία Ιορδανίδου, που τον χαρακτηρίζει ως «αυλή», τον μόνο κοινό τόπο των συνοικούντων: «...Κι εγώ, όταν ανοίγω το πρωί το παράθυρό μου δε βλέπω πια τα γελαστά πρόσωπα της παλιάς γειτονιάς. Βλέπω ανθρώπους ξένους που φοβούνται να μου πουν μια καλημέρα κι ας μας χωρίζουν τα εννιά μέτρα του ακάλυπτου χώρου. Αυτός ο ακάλυπτος χώρος πηγαίνει σε βάθος, και από τις δυο πλευρές του είναι χτισμένες άλλες δύο πολυκατοικίες. Στο βάθος δεν έχει δυστυχώς διέξοδο, αλλά μια πολυκατοικία φράζει το χώρο και δημιουργεί μια σούδα. Δηλαδή είμαστε ένα συγκρότημα από εφτά πολυκατοικίες. (...) Όταν ήρθαμε σ' αυτό το σπίτι, το πρώτο πράμα που πήρε το μάτι μου σα βγήκα στο μπαλκόνι ήταν το αντικρινό μπαλκονάκι, που το είχαν περιτριγυρισμένο με σύρμα ως απάνω και έμοιαζε με κοτέτσι ή κλουβί άγριου ζώου. Μέσα σ' αυτό το κλουβί τριγύριζε σαν φυλακισμένο αγριμάκι ένα παιδί κάπου τριών χρονών. Σε μια γωνιά του μπαλκονιού ήταν στοιβαγμένα καταγής παιχνίδια. Παναγιά μου και Χριστέ μου! (...) Εκτός από τους φιλάθλους και τους φιλόμουσους, αυτή η αυλή του ακάλυπτου έχει άλλο ένα κακό, την άπνοια. Είναι κλεισμένη από παντού και δεν δημιουργούνται ρεύματα, προπάντων στα χαμηλότερα διαμερίσματα. Κι αν πεις τις μέρες που έχουμε πάνω απ' τα κεφάλια μας το νέφος; Τότες πια είναι απελπισία. Εμένα με πιάνει τέτοια πλήξη, που ο τόπος δεν με χωρεί. Τις πιο πολλές φορές, αντί να πάω στην κάμαρά μου μετά το μεσημεριάτικο φαγητό ν' αναπαυθώ, βγάζω την πολυθρόνα μου στο μπαλκόνι, παίρνω κι ένα σκαμνί για τα πόδια μου, και κάθομαι εκεί να σεργιανίσω. (...) Μπορεί τα παιδιά της εποχής μου να τους έλειπαν πολλά πράματα, αλλά είχανε χώρο να κινηθούν μέσα στο σπίτι. Και το πιο φτωχικό σπιτάκι εκείνης της εποχής είχε περισσότερο εσωτερικό χώρο από το δυάρι της σημερινής πολυκατοικίας. Έπειτα είχανε το δρόμο. (...) Κοντά στ' άλλα πάει και ο αττικός ουρανός, πάει και η γαλάζια θάλασσα. Όλα γίνανε γκρίζα. Πάει ο ρωμαίικος μαχαλάς, πάνε και τα λίγα δεντράκια που είχαμε, όλα γίναν τσιμέντο. Κατακτούμε τον ουρανό και χάνουμε τη γη. (...) Για όνομα του θεού, μόνο γκαζόν μη φυτεύετε στην αυλή. Σκάψτε λάκκους και φυτέψτε θάμνους, κι ανάμεσά τους αφήστε το χωματάκι του θεού ελεύθερο, να το χαρούνε τα παιδιά. Να μπορούμε κι εμείς να δούμε λίγο χώμα, που ξεραθήκαμε πάνω στην άσφαλτο και το τσιμέντο» (Ιορδανίδου Μ., «Η αυλή μας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988, σελ. 22, 24, 33, 44, 76, 96 αντίστοιχα).

 


(Αριστερά) «Όμορφη πόλη», πόλη της γειτονιάς και της ανθρώπινης κλίμακας: όνειρο ουτοπικό στις μέρες μας!.. (Μποστ), (Δεξιά) Με την έννοια «αυλή», στη σύγχρονη γλώσσα της πόλης, η καλή συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου εννοεί τον ακάλυπτο των πολυκατοικιών, που αποτελεί τον τόπο οπού οι άνθρωποι που συνοικούν συναντιούνται ως υπάρξεις και κοινωνούν. Η συγγραφέας, έτσι, ανάγει την αυλή για τους αστούς του ίδιου χώρου σε τοπόσημο, σε σημείο αναφοράς της φύσης και της ζωής στη σύγχρονη πόλη (από το εξώφυλλο του βιβλίου).

 

Ο αγνός φίλος της Ελλάδας Jacques Lacarriere, έχοντας ζήσει στην μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι και το έτος 1966, συνειδητοποιούσε το 1976 ότι η Αθήνα, μόλις σε χρονικό διάστημα δέκα ετών (!), «καταβρόχθισε» την απλή μα πολύτιμη αττική φύση, κι εξαφάνισε τις εξοχές της. και τούτο τον γέμιζε βαρύτατη πίκρα. Σημειώνει σχετικά: «Πριν γυρίσω στη Γαλλία, τελευταία μου κατοικία στην Ελλάδα υπήρξε, στους πρόποδες του Υμηττού, το σπίτι "του φίλου που δε θα φανερώσω το όνομά του". Στη διάρκεια των περασμένων ετών, μερικά άλλα σπίτια είχαν χτιστεί στα περίχωρα, μα η αττική εξοχή έμενε πάντα παρούσα. Όταν χρειαζόμουν θυμάρι ή ρίγανι για την κουζίνα μου, έβγαινα και το μάζευα έξω από την πόρτα μου. Όταν ξαναγύρισα σ' αυτό το έτος 1976, δεν πίστεψα στα μάτια μου. Εκεί όπου πήγαινα να κόψω θυμάρι, εκεί όπου έβοσκαν πρόβατα ή κατσίκια, υπήρχαν δεκάδες σπίτια και πολυκατοικίες, μαγαζιά, ταβέρνες, ακόμα και μια Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος! Το ποιμενικό χωριό είχε γίνει πραγματική πόλη» (Lacarriere J. «Το ελληνικό καλοκαίρι», μετάφραση Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή, εκδ. «Ι. Χατζηνικολή», Αθήνα 1980).

Ο Χένρυ Μίλλερ από την πλευρά του, παλαιότερα από τον Lacarriere, αναφερόταν το 1945 -περίπου ίδια με αυτόν- στη φύση της Αθήνας, την απλή στη σύνθεσή της μα συγκλονιστική στην εντέλειά της, καθώς και στη φυσική ζωή που προέκυπτε από αυτήν. Λέγει λιτά, με ευλάβεια στο γεγονός, όπως αρμόζει σε σκέψη όμορφη: «Στην Αθήνα είδα περιστερώνες, λιακωτά, βεράντες στον αέρα δίχως στηρίγματα, λαγούς να λιάζονται στις στέγες, κατσίκες να γονατίζουν μπροστά σε εικονίσματα, γαλοπούλες δεμένες σε πόμολα. Οι πάντες είχαν λουλούδια -κι όχι μονάχα γλάστρες» (Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σελ. 68).

 


Δεν απέβαλλε η πόλη τη φύση της, αλλά την ενσωμάτωνε στις δημιουργίες της.

 

Η «αξιοποιημένη» Ελλάδα («...δεν απόμεινε παρ' η κατώτερη μορφή σχέσης με τη Φύση, η εκμετάλλευση», είχε πει ο Δημήτριος Πικιώνης), είναι προσανατολισμένη στην επιχειρηματική εκμετάλλευση της γης, στην κερδοσκοπική αντίληψη της αξιοποίησης. Τούτη η Ελλάδα, η τυχαία και ξέχειλη, αποτελεί -σε πολλές, αν όχι στις περισσότερες των περιπτώσεων- πληγή για το ελληνικό τοπίο. Δέστε, ως εξόφθαλμο παράδειγμα, την άναρχη, σκόρπια κι αυθαίρετη σε πολλές περιπτώσεις δόμηση, που κυριαρχεί στον ελληνικό χώρο και χαλνά το τοπίο, αφού δεν υπολογίζονται οι γραμμές των λόφων, τα στοιχεία του φυσικού και παραδοσιακού περιβάλλοντος (οι ξερολιθιές, οι πετρότοιχοι, οι παραδοσιακές καλλιέργειες, οι υδραύλακες κ.ά.), κι αποκρύβονται ή εξαφανίζονται οι όμορφες προοπτικές, οι γραμμές του ορίζοντα, η μακρινή θέαση κ.ά. Όλα αυτά καταστρέφουν την αρμονία του συνόλου, την τάξη, το χρώμα, υποβαθμίζουν κι εξασθενούν το ελληνικό φως, κάμνουν το τοπίο φτηνό, αναιμικό, γκρίζο. Η άλλη δε πληγή μας, που πολύ την επιθυμούμε: ο σωτήριος τουρισμός. ο κακός, με τον τρόπο που ασκείται! Επιβλήθηκε στο ελληνικό τοπίο, το εκμεταλλεύθηκε (!), σε πολλές περιπτώσεις -αν όχι στις περισσότερες...- το κατέστρεψε. Ο τουρισμός, όχι λίγες φορές, υποβάθμισε ελληνικά τοπία κι αλλοίωσε την αισθητική του ελληνικού χώρου, μετατρέποντας το μοναδικό ελληνικό περιβάλλον σε πεδίο εμπορευματοποίησης και δράσεων πλουτισμού. Και να σκεφτεί κανείς ότι το αντικείμενο της προσφοράς του για την προσέλκυση του οικονομικού επισκέπτη, είναι το ελληνικό τοπίο, το οποίο, όχι λίγες φορές υποβαθμίζεται και καταστρέφεται!..75



Ο τουρισμός «πολιορκεί» τους όμορφους ελληνικούς τόπους. είναι εξάλλου η ομορφιά τους που «πουλά», η οποία πρέπει να διατηρηθεί για να υπάρχει τουριστικό προϊόν! (Χαλκιδική και Πόρος)

 

Διαπιστώνει για όλα αυτά με πίκρα ο Οδυσσέας Ελύτης: «Δυστυχώς, οι άνθρωποι αποκτούν εύκολα μεγάλη παιδεία και σ' ότι απαιτείται μονάχα εγκέφαλος, διαπρέπουν. Σ' ότι όμως απαιτείται να μετέχουνε οι αισθήσεις, υπνωττούν. Τα αισθητήριά τους, σε κατάσταση μονίμου υποθερμίας, αδυνατούν να μετατρέψουν την πηγή του ερεθισμού σε είδωλο που να καθρεφτίζεται κατ' αναλογίαν μέσα στο πνεύμα. Εξ ου και ο περίφημος διανοητισμός της εποχής μας, που αποκόπτει ένα ένα όσα νήματα μάς συνδέουν με την άμεση ζωή και μας καταδικάζει σε πείνα θερμής αγκαλιάς και αληθινών δακρύων» (Ελύτη Οδ., «Ιδιωτική οδός», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1990, σελ. 66-67). Ο Οδυσσέας Ελύτης προσδιόρισε με την υψηλή σκέψη του ποιητή την κακοδαιμονία τού σήμερα: να μην αισθάνεται ο άνθρωπος, να μη νοεί, παρά να παρανοεί αναισθητοποιούμενος στα «ναρκωτικά» της σύγχρονης ζωής, στις πλάνες της, παγιδευμένος στα κενά της, απομεμακρυσμένος από τ' άμεσα και ζωντανά της. Είναι, καταπώς φαίνεται, η καταδίκη του σύγχρονου -όπως συνηθίσαν να τον λένε- τρόπου ζωής, είναι η φυλακή της παράτροπης ανάπτυξης που επεβλήθη από νου διαστροφικό, που επιθυμεί την καταστροφή του απλού κι ωραίου του κόσμου μας, και την κατοίκησή μας σε μη-τόπους!

 


Κατεστραμμένο αστικό τοπίο: φαινόμενα βίας ως αντίδραση στο νέο μας πολιτισμό...η έκφραση του νέου πολιτισμού; (Αθήνα 7-12.2.2008)

 

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

 

Σημειώσεις

66 Μιαν ιδέα της πρότερης επικοινωνίας του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον, που εχάθη στη σύγχρονη ζήση μας, δίνεται στα κάτωθι τρία αποσπάσματα, που ξεχειλούν από αίσθηση και νοιώση, από το βιβλίο του Πέτρου Βλαστού «Στον ήσκιο της συκιάς», γραμμένο το 1908: «Τα χέρια μας μυρίζουν θρούμπι και ρετσίνα και σκίνο», «Μας ξέρουν οι λαγοί και οι πέρδικες, δε μας κρύβει τη φωλιά της η τρυγόνα», «Θ' ανέβω στον ψηλό μου πεύκο ν' ακούσω το βράδι το καρδιοχτύπι του βουνού καθώς ξεχειλά στα κεφαλάρια» (Βλαστός Π., «Στον ήσκιο της συκιάς», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι 1908).
67 Ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Kenneth Frampton επικρίνει το 1974 την ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα των δεκαετιών του '60 και '70, που οδήγησε στη δημιουργία μη-τόπων. Λέγει: «Η αδυναμία μας να δημιουργήσουμε τόπους δεσπόζει τόσο στις αρχιτεκτονικές μας σχολές, όσο και στα "μνημεία" της ελίτ. Τώρα ο τόπος εμφανίζεται ξένος προς την κυρίαρχη πνευματική μας διάθεση, όχι μόνον ως αρχιτεκτόνων, αλλά και ως κοινωνίας. (...) Στον πανταχού παρόντα μη-τόπο συγχαίρουμε ο ένας τον άλλον τακτικά για την παθολογική ικανότητά μας για αφαίρεση. Για την αφοσίωσή μας στις κατηγοριοποιήσεις της στατικής. Για τον δεσμό μας στην διεκπεραιωτική διαδικασία της αντικειμενοποίησης, που δεν αποδέχεται ούτε την πολυτέλεια, ούτε την αναγκαιότητα του τόπου. Δικαιώνουμε το strip (την παρόδια ανάπτυξη των αμερικανικών πόλεων), φοβούμενοι να παραδεχτούμε ότι ενδέχεται να έχουμε εξαφανίσει, μια για πάντα, την πιθανότητα να είμαστε οπουδήποτε» (Frampton K., «On reading Heidegger», by «Theorizing, a new Agenda for Architecture. An anthology of Architectural Theory», Princeton Architectural Press, New York 1996, 442-446).
68 Συνεχίζει ο Μίλλερ να σφυροκοπά το «αμερικάνικο όνειρο»: «Τίποτα δε γονιμοποιείται εδώ εξόν τα χρησιμοθηρικά σχέδια. Μπορείς να διανύσεις χιλιάδες χιλιόμετρα και να μη συναντήσεις ίχνος τέχνης. (...) Τι μπορείς να κάνεις με τον εαυτό σου όταν η ζωή σου είναι αφιερωμένη στο κάλλος; Θέλεις ν' αντιμετωπίσεις την προοπτική να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου φορώντας ζουρλομανδύα; (...) Το αποτέλεσμα; Ένας λαός (ο αμερικανικός) που ταχέως παρακμάζει, το ένα τρίτο ζει μες στην ανέχεια, οι πιο νοήμονες και χαρισματικοί επιδίδονται σε αγώνες αυτοκτονίας, οι παρακατιανοί αφηνιάζουν ολοένα περισσότερο, γίνονται όλο και πιο εγκληματικοί, όλο και πιο παρακμασμένοι και πιο εκφυλισμένοι με κάθε τρόπο. Μια φούχτα απερίσκεπτοι, φιλόδοξοι πολιτικάντηδες πασχίζουν να πείσουν τον όχλο πως αυτό είναι το έσχατο καταφύγιο του πολιτισμού, βοήθειά μας!» (Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, 204-206, 300).
69 Η ιστορικός της τέχνης Φάνη-Μαρία Τσιγκάκου, στο συλλογικό έργο «Το Ελληνικό Τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005), καταθέτει τις εξής απόψεις: «...Οι ελληνικές εικόνες που μας κληροδότησαν οι ξένοι καλλιτέχνες -παρ' όλο που προκύπτουν κάτω από πολλαπλές διαθλάσεις- συνιστούν ωστόσο μία ανεκτίμητη τράπεζα πληροφοριών, δεδομένου ότι η "αξιοποίηση" που συντελέστηκε με ταχύτατους ρυθμούς στη χώρα μας και η βεβήλωση του φυσικού περιβάλλοντος, οδήγησαν στον αφανισμό των ισορροπιών της ρυθμιστικής αρμονίας των όγκων και των χώρων, που αποκάλυπταν στους παλιούς περιηγητές την εσωτερική σχέση του ελληνικού τοπίου με την ιστορία του. Οι κάτοικοι της σημερινής Ελλάδας έχουμε, σχεδόν, στερηθεί την πολυτέλεια να εντοπίζουμε -μέσα στο φυσικό μας περιβάλλον- στοιχεία, που αισθητοποιούν την ιστορικότητά μας. Πέρα, λοιπόν, από τις εκτιμήσεις γύρω από τα κίνητρα των δημιουργών, το σύνολο των έργων της ελληνικής θεματογραφίας που φιλοτέχνησαν οι Ευρωπαίοι τοπιογράφοι του 18ου και 19ου αιώνα, καθώς και οι Έλληνες ομότεχνοί τους, συνιστά ένα σύνολο οπτικών μαρτυριών, που συμβάλλουν στην ανασύνθεση του φυσικού σκηνικού της νεότερης Ελλάδας» (σελ. 222-223).
70 Παρακάτου ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί, σχεδόν αποκαλυπτικά!, τη σπουδή στα γύρα ως εξής: «Συνελόντι ειπείν, έχω γίνει ένας μικρός Παυσανίας των αισθήσεων και των αναλογιών τους στο πνεύμα, που πιότερο από τα μνημεία ενδιαφέρεται για κάτι δαφνώνες, απ' αυτούς με τα δυνατά πράσινα που, μόνον να τα θωρείς, σου στιλβώνουν μάτι μαζί και ψυχή. Και που του αρέσει γράφοντας -πρέπει να το προσθέσω κι αυτό- να μην ξύνει απλώς το χαρτί, αλλά να σκάβει και ν' ανακαλύπτει συνεχώς την Ελλάδα που προϋπάρχει μέσα του και που, αν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ολίγον ενδιαφέρει. Έχει τον καιρό ν' ακολουθήσει η πραγματικότητα. Προηγουμένως, είναι ανάγκη να πλασθεί απ' τη σκέψη. Μια σκέψη που, αν τη σπάσεις, η χούφτα σου θα γεμίσει από σπόρια συγκινήσεων, ευαισθησιών, ανατάσεων, δακρύων» (από τα «Δημόσια και τα Ιδιωτικά», που περιλαμβάνονται στον τόμο «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992, σελ. 373-374). Αλλού, μιλώντας ο Ελύτης για τα ίδια ζητήματα, βαθαίνει τη σκέψη του ζητώντας ο άνθρωπος να ενεργεί ως ποιητής. Λέγει: «Με την υπαγωγή του στην ίδια νομοτέλεια οι δύο σου φύσεις (η ποιητική και η πρακτική) φτάνουν ενίοτε σε τέτοιο σημείο ταύτισης, που η ποιητική προτρέχει της καθημερινής. Και αυτό συνιστά ένα μικρό θαύμα. Να γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, το ποίημα ονειροκρίτης της ζωής σου. Κι όχι μ' αυτά που λέει, αλλά με τον τρόπο που τα λέει» (από το «Πρόσω ηρέμα», που περιλαμβάνεται στον τόμο «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992, σελ. 439). Και συμπληρώνει (ή καταλήγει αν θέλετε): «Γεγονός είναι ότι, όποιος αγοράζει ευαισθησία, μπορεί να χάνει στην τρέχουσα ζωή, αλλά στην παντοτινή μένει πάντοτε κερδισμένος» (από τον «Κήπο με τις αυταπάτες», που περιλαμβάνεται στον τόμο «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992, σελ. 465).
71 Υπολογίζεται σήμερα ότι περίπου το 80% των ελληνικών εδαφών έχει υποστεί διαφόρου βαθμού διαβρώσεις και το 30% των εδαφών των ευαίσθητων ξηροθερμικών περιοχών της χώρας έχει περιέλθει σε διάφορα στάδια ερημοποίησης. Η τάση δε αυτή είναι ανοδική και συνεχής. Θεωρείται ότι μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα, οι όποιες αλλαγές στο ελληνικό φυσικό περιβάλλον, λόγω της δραστηριότητας του ανθρώπου, περιοριζόταν σε τοπικό επίπεδο, λιγότερο σε περιφερειακό, ενώ σε εθνικό και πολύ περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπήρξε η μεγάλη περιβαλλοντική αλλαγή. Από τον 19ο αιώνα και μετά, οι αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον γίνονται έντονα αισθητές σε περιφερειακό και αργότερα σε εθνικό επίπεδο, ενώ σήμερα μιλούμε για περιβαλλοντική υποβάθμιση σε παγκόσμιο επίπεδο και εξ αυτού του λόγου για παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Η απώλεια παραγωγικής ελληνικής γης εντοπίζεται σε ποσοστό 35% περίπου επί των 86 εκατ. κυβικών μέτρων φερτών υλών που χάνονται κάθε χρόνο λόγω της διάβρωσης. Το ποσοστό αυτό αναφέρεται στο λεπτό επιφανειακό έδαφος, το οποίο ισοδυναμεί με 30.000-40.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Εκτιμάται ότι οι εγκαταλελειμμένοι ορεινοί αγροί της χώρας μας, καταλαμβάνουν μιαν έκταση της τάξης των 4.200.000 στρεμμάτων, εκ των οποίων το 1/3 περίπου υπολογίζεται ότι είναι επικλινείς γαίες, που δε θα έπρεπε να καλλιεργηθούν (τουλάχιστον με τον εσφαλμένο τρόπο που καλλιεργήθηκαν). Σήμερα αυτές εμφανίζουν διαφόρου βαθμού (συνήθως έντονες) διαβρώσεις. Στην Ελλάδα καλλιεργήθηκαν εδάφη με κλίσεις έως 20% για χωράφια και έως 40% για δενδροκομικές καλλιέργειες, τη στιγμή που σε χώρες, όπως π.χ. στη Γαλλία, η κλίση των εδαφών για τις πάσης φύσεως καλλιέργειες δεν υπερέβαινε το 15%. Σε παγκόσμιο δε επίπεδο υπολογίζεται ότι -σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν από 8.000 χρόνια- χάθηκε το 60% των εύκρατων φυλλοβόλων και μεικτών δασών, το 30% των δασών κωνοφόρων, το 45% των τροπικών βροχόφιλων δασών και το 70% των τροπικών ξηρών δασών. Έως το έτος 1950 τα δάση της γης με παλαιά βλάστηση καταλάμβαναν 50 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα ή το 40% τής δίχως πάγο επιφάνειας της στεριάς. Σήμερα η έκτασή τους είναι μόλις 34 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα και μειώνεται συνεχώς. Τις επιπτώσεις από τις παραπάνω περιβαλλοντικές αλλαγές, καταγράφει ο καθηγητής (των πανεπιστημίων Pellegrino και Harvard) Ε. Ο. Wilson: «Ο αντίκτυπος στη βιοποικιλότητα είναι άμεσος και δριμύς. Η μείωση της περιοχής ενός ενδιαιτήματος συνεπάγεται την ελάττωση του αριθμού των ειδών που μπορούν να επιβιώσουν εντός της. Ακριβέστερα, καθώς η περιοχή συρρικνώνεται, ο βιώσιμος αριθμός ειδών μειώνεται κατά την έκτη έως τρίτη ρίζα της έκτασης. Μια μέση τιμή που έχει βρεθεί στη φύση είναι η τέταρτη ρίζα. Στην τέταρτη ρίζα, η μείωση ενός ενδιαιτήματος στο ένα δέκατο της αρχικής του έκτασης, τελικά κάνει την πανίδα και τη χλωρίδα να ελαττωθούν κατά το ήμισυ. (...) Στο μεταξύ, δε μπορεί να υπάρχει πλέον καμία λογική αμφιβολία για την ίδια την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας και τις γενικά βλαβερές συνέπειές της για το περιβάλλον και την ανθρώπινη οικονομία...» (Wilson E., «Το μέλλον της ζωής», τίτλος πρωτοτύπου: The Future of Life, μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος, επιστημονική επιμέλεια: Σπύρος Σφενδουράκης, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα 2002, σελ. 110, 122).
72 Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με λόγο γλαφυρό συνόψιζε σε χρονογράφημά του τούτη την κατάσταση: «Εξαφανίσαμε τη σεμνή αρμονία των κτιρίων, δημιουργώντας γύρω σε αυτά τη δυσαναλογία και τις ασχημιές μιας αρχιτεκτονικής ενοικίου. Υψώσαμε ακαλαίσθητους όγκους και ταράτσες με πύργους, οβελίσκους και πηρούνια. Αφήσαμε την πρωτεύουσα χωρίς κανένα αισθητικό περιορισμό, έργο της ατομικής βουλιμίας, της άγνοιας και της τύχης».
73 Δέστε το παράδειγμα ευρωπαϊκών πόλεων, π.χ. της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Τσεχίας κ.ά., με κλασική, επίσημη ή μνημειακή αρχιτεκτονική και συγκεκριμένη φυσιογνωμία, που τη διατήρησαν έως τα σήμερα σε κελύφη της, τα οποία αποτελούν ελκυστικούς προορισμούς ή τόπους κατοίκησης.
74 Νωρίτερα από τον Προβελέγγιο, μιλά για την καταστροφή της Αθήνας σε χρονογράφημά του το 1932 ο δημοσιογράφος Άριστος Καμπάνης -ο οποίος, φευ, στη συνέχεια ανήχθη σε στυλοβάτη της μεταξικής δικτατορίας, μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Το Νέον Κράτος», που διηύθυνε!-: «Η ασέβεια προς το τοπίον, την διαμόρφωσίν του, την έκφρασίν του -ιδού τι εχαρακτήρισε τους "οικοδόμους" των Αθηνών. Επλήγωσαν τους λόφους -ελατόμησαν την ιστορίαν. Μία πόλις εκ του προχείρου, μου έλεγε προ πολλών ετών ένας Έλλην ζωγράφος, γνωστός ήδη διά το πλούσιον έργον του στο εξωτερικόν, μία αυτοσχεδιασμένη πόλις είναι η Αθήνα. Μια πολυκατοικία κοντά εις μίαν καλύβην, μία μάνδρα δίπλα εις ένα μέγαρον -ασύμφιλοι ρυθμοί- ρωσσική σαλάτα. Καμμία αρχιτεκτονική, καμμία ομοιογένεια, καμμία σύνθεσις, κανένα νόημα».
75 Μένουμε σ' αυτές τις δυο χαρακτηριστικές οικονομικές δραστηριότητες του Έλληνα, τη δόμηση και τον τουρισμό, οι οποίες, ενώ θα μπορούσαν με τον τρόπο τους ν' αναδείξουν τον τόπο και να λειτουργήσουν θετικά στην εξέλιξή του, πραγματικά αξιοποιητικά γι' αυτόν, εντούτοις τον υποβαθμίζουν και τον καταστρέφουν! -θα μπορούσαμε ν' αναφέρουμε κι άλλες, με ίδιο κατά το μάλλον ή ήττον αποτέλεσμα, μα αρκούμαστε στις κύριες αυτές. Η Ελλάδα -κατά τη νεοελληνική αξιοποιητική αντίληψη- είν' ένα οικόπεδο! Πέραν της αντίληψης τούτης υπάρχει μιζέρια κι οπισθοδρόμηση!!!


Βιβλιογραφία

- Αγγελής Β., «Το ελληνικό τοπίο στον 20ο αιώνα: Από τη λατρεία στην απαξίωση», www.kaput.gr art magazine, τεύχος 08, 6ος/2010.
- Allen D., «Mediterranean Ecogeography», Pearson Education LTD, Essex, UK 2001.
- Αλέξιος Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, εκδ. Ερίννη, Αθήνα 2007.
- Αλεξόπουλος Κ., «Τήνος. Το μικρό οδοιπορικό», εκδόσεις Ερίννη, Αθήνα 1993.
- Αντωνόπουλος Κ., «Η επαρχία», εκδοτικός οίκος Ιωάννου Σιδέρη, Αθήναι 1944.
- Appleton J., «The Experience of Landscape», Chichester: J.Wiley & Sons, 1996.
- Attenborough D., «The First Eden: The Mediterranean World and Man», London 1987.
- Auge Μ., «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων», μετάφραση: Δέσποινα Σαραφίδου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
- Βαλαωρίτης Ν., «Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο», περιοδικό «Πόρφυρας», Οκτώβριος 2011.
- Bartholdy S.L.J., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα, 1803-1804», απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993.
- Βασιλειάδης Δ., «Θεώρηση της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία», εκδόσεις «Οργανισμός Δοξιάδη», Αθήνα 1971.
- Βλαστός Π., «Στον ήσκιο της συκιάς», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι 1908.
- Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα (1861-1874)», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece - Trois anees en Grece (Paris 1881), Μέρος Δ΄, μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή - σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1996.
- Bell S., «Landscape. Pattern, Perception and Process», Routleedge, New York 1999.
- Braudel F., «Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας», τόμος Β΄: Συλλογικά Πεπρωμένα, μετάφραση Κλαίρη Μητσοτάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.
- Burke Edm., «Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία», μετάφραση: Χρήστος Γρηγορίου, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010.
- Γεράκης Π. Α., «Τα ελληνικά τοπία», περιοδικό «Αμφίβιον», έκδοση Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων - Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), τεύχος 83, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2009.
- Γεωργούλης Κ., «Τα αισθητικά αντικείμενα», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 19ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1962.
- Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904.
- Γλέζος Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω - Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα 1997.
- Cohen Z., «Λε Κορμπυζιέ 1887-1965. Ο λυρισμός στην αρχικτετονική της εποχής των μηχανών», εκδόσεις Tachen/Γνώση, Κολωνία 2004/Αθήνα 2006.
- Δελλαγραμμάτικας Δ., «Κυκλάδες», εκδ. Κέδρος, β΄ έκδοση, Αθήνα 1980.
- Deon M., «Σελίδες για την Ελλάδα», μετάφραση: Αντρέας Β. Βαχλιώτης, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2000.
- Ελύτης Οδ., «Ιδιωτική οδός», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990.
- Ελύτης Οδ., «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992.
- Ενεπεκίδης Π., «Ιωάννης Καποδίστριας. 176 ανέκδοτα γράμματα προς τον πατέρα του (1809-1820)», εκδοτικός οίκος Βίκτωρος Α. Παπαζήση, Αθήναι 1972.
- Ενεπεκίδης Π., «Η Ελλάδα, τα νησιά και η Μικρά Ασία του Κάρολου Κρούμπαχερ», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.
- Ενεπεκίδης Π., «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997.
- Ευελπίδης Χρ., Τσαούσης Σπ., «Το αγροτικό σπίτι», εκδόσεις «Ο Λόγος», Αθήνα 1944.
- Ηλιού Φ., «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση», πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με θέμα «Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου», 6 & 7 Μαρτίου 1998, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.
- Hayden D., «The power of place», Massachusetts: The MIT Press, 1995.
- Heidegger M., «Phenomenology of perception», Bachelard 1974.
- Heidegger M., «Η προέλευση του Έργου Τέχνης», εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1986.
- Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
- Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
- Horden P., Purcell N., «Μεσόγειος, θάλαττα πονηροδιδάσκαλος», τίτλος πρωτοτύπου: The corrupting sea, μετάφραση: Ντίνα Σαμπεθάϊ, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2004.
- Θεοδωράκη-Πάτση Τζ., «Αποσπάσματα από την αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο», Αθήνα 2011.
- Ιορδανίδου Μ., «Η αυλή μας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988.
- Καζαντζάκη Ελ., «Ταξιδεύοντας, IV, Υποβολή του τοπίου», Αθήνα 1969.
- Καζαντζάκης Ν., «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις Δίφρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1993.
- Καζαντζάκης Ν., «Ασκητική», εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου), εικοστή επανεκτύπωση, Αθήνα 2007.
- Καΐμη Τζ., «Ελληνικά τοπία», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1993.
- Καΐμη Τζ., «Τζούλιο Καΐμη. Ένας αποσιωπημένος», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994.
- Καΐμη Τζ., «Γύρω στο αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2005.
- Κανελάκης Γ., «Επιστροφή εις το χωριό», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1955.
- Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
- Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
- Καραντώνης Αντρ., «Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1969.
- Καραντώνης Αντρ., «Ελληνικοί χώροι», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979.
- Καψάλης Γ., Πετράκης Γ., «Αιγαίο, το σπίτι με τα χρώματα», κείμενο Adolfo Natalini, εκδόσεις Περιηγητής, Αθήνα 1985.
- Κοντόπουλος Αλ., «Ενθύμιον ποιούμαι την τέχνην», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1971.
- Κοτζιά Ελ., «Ιδέες & Αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006.
- Κοτιώνης Ζ., «Η τρέλα του τόπου. Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο», εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2004.
- Κραψίτης Β., «Τοπία και ψυχή», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1968.
- Κρόκος Κ., ≪Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων≫, GRA εκδόσεις, Αθήνα 2008.
- Κρόκος Κ., «Κυριάκος Κρόκος», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2012.
- Κρυστάλλης Κ., «Στα χαλάσματα», περιοδικό «Παρνασσός», τ. 9 έτους 1893.
- Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Δύο "Χωριά" απ' τη Μύκονο», αυτοέκδοση, Αθήνα 1947.
- Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια», αυτοέκδοση, Αθήνα 1950.
- Lacarriere J., «Το ελληνικό καλοκαίρι», μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980.
- Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987.
- Λούρος Ν. Κ., «Η βιοψία της ελληνικότητας», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 42ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1985.
- Μαρκέτος Σπ., «Πως φίλησα τον Μουσολίνι», εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006.
- Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985.
- Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
- Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
- Mitchell W. (επιμέλεια), «Landscape and Power», The University Chicago Press, Chicago 1994.
- Μπουζάλη Λ., «Περιβάλλον, άγνοια και λάθη», εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1995.
- Μυριβήλης Στρ., «Απ' την Ελλάδα. Ταξιδιωτικά I», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1954.
- Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2000.
- Norberg-Schulz Chr., «Genius Loci (Το πνεύμα του τόπου). Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής», μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.
- Ντε Μποττόν Αλαίν, «Η τέχνη του ταξιδιού», τίτλος πρωτοτύπου: The art of travel (Hamish Hamilton, 2002), μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.
- Οικονόμου Κ., «Αστική και λαϊκή κατοικία στην ελληνική παράδοση», εκδόσεις Ζήτη, Αθήνα 2013.
- Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Μορφές της ελληνικής γης», έκδοση Γραφείου Πνευματικών Υπηρεσιών, Αθήνα 1937.
- Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου», έκδοση Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, Αθήνα 1953.
- Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Σπουδή του ελληνικού τοπίου», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
- Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις 7. Αρκαδικά», απόδοση: Ανδρεανή Ταταράκη, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.
- Περάνθης Μ., «Το ρομαντικό ιδεώδες», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
- Πικιώνης Δ., «Κείμενα», πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
- Porter P., «Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου - 27 Φεβρουαρίου 1947», παρουσίαση - εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, τεκμηρίωση - επίμετρο: Σπύρος Βρετός, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2006.
- Πουκεβίλ Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου, «Ταξίδι στην Ελλάδα: Ήπειρος», μετάφραση: Παναγιώτα Γ. Κώτσου, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994.
- Προβελέγγιος Αρ., «Το πνεύμα της πόλης. Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης (Φθινόπωρο 1956 - Άνοιξη 1967)», Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1974.
- Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988.
- Ross L., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), τίτλος πρωτοτύπου: Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland (Berlin 1863), μετάφραση Α. Σπήλιος, πρόλογος - επιμέλεια - σχολιασμός Τάσος Βουρνάς, εκδ. «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1976.
- Ρωμαίος Κ., «Κοντά στις ρίζες», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.
- Σαραντάκης Π, Πετρούλια Ν., «Αρκαδία. Οι τόποι και οι δρόμοι του νερού», έκδοση Πέτρος Σαραντάκης, Αθήνα 2002.
- Σατωμπριάν, «Οδοιπορικόν», μετάφραση: Εμμανουήλ Ροΐδης, τόμοι Α΄ & Β΄, Τυπογραφείον της Αυγής, Εν Αθήναις 1860 (ανατύπωση σε επιμέλεια Τάσου Βουρνά, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1979).
- Σατωμπριάν, «Το ταξίδι στην Ελλάδα», πρόλογος - μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1979.
- Schama S., «Landscape and Memory», Penguin, London 1996.
- Sherrard Rh., «Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό», εκδόσεις Αθηνά (σειρά "Σύνορο"), Αθήνα 1971.
- Σικελιανός Άγγ., «Πεζός Λόγος», τόμος Α΄ (από τους πέντε), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1978.
- Simmel G., Ritter J., Gombrich Ernst, «Το τοπίο», μετάφραση: Γ. Σαγκριώτης, Λ. Αναγνώστου, Ν. Δασκαλοθανάσης, επιστημονική επιμέλεια: Δ. Καββαθάς, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2004.
- Σιμόπουλος Κ., «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι έξι, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2003.
- Στεφάνου Αν., «Αι Δρυάδαι των αρχαίων Ελλήνων και τα δάση των νεωτέρων», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1936.
- Στεφάνου Αν., «Οι Αρκαδικοί δρυμοί άλλοτε και τώρα», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχη 32ο-33ο, Ιούνιος-Ιούλιος 1961.
- Συλλογικό, «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκλογή ταξιδιωτικών κειμένων από τον Πέτρο Χάρη, εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1965.
- Συλλογικό, «Άνθρωπος και περιβάλλον. Δοκίμια για τη σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα κόσμο», συλλογικός τόμος, έκδοση Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1994.
- Συλλογικό, «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα (κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών)», επιμέλεια: Μουλλάς Π., Μέντζου Β., εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995.
- Συλλογικό, «Παραδείγματα. 9η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής Μπιενάλε Βενετίας», Υπουργείο Πολιτισμού & Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2004.
- Συλλογικό, «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», εισαγωγή-επιμέλεια: Βασιλική Κολοκοτρώνη - Ευτέρπη Μήτση, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
- Συλλογικό, «Το Ελληνικό Τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου», συλλογικός τόμος, επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
- Τζελέπης Π.-Ν.,«Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική», έκδοση Γκαλερί "Νέες Μορφές", Αθήνα 1971.
- Ταρσούλη Αθ., «Φυσιολατρεία», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1930.
- Τζιόβας Δ., «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
- Thoreau Η., «Walden, ή η ζωή στο δάσος», τίτλος πρωτοτύπου: Walden, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.
- Τournefort J., «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους, 1700-1702», μετάφραση-εισαγωγή: Μάκης και Μυρτώ Απέργη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
- Τσβάιχ Στ., «Χάϊλντερλιν. Ο λάτρης της ελληνικής γης», μετάφραση: Κ. Μεραναίος - Π. Καλαντζής, εκδόσεις Ορίζοντες, Αθήναι 1925.
- Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997.
- White E., «A Slight Sound at Evening», Harper and Row, Νέα Υόρκη 1977.
- Wylie, J., «Landscape», Routledge, London 2007.
- Φουριώτης Άγγ., «Η πεζογραφία της δεκαετίας 1920-1930», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 45ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1988.
- Χατζηδημτρίου Τζ., «Συνομιλώντας με τα πνεύματα της πέτρας. Η αγροτική αρχιτεκτονική της Λέσβου», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.
- Χατζημιχάλη Αγγ., «Η ελληνική λαϊκή τέχνη», εκδόσεις Πυρσός, Αθήναι 1931.
- Χατζημιχάλης Κ. (συντονιστής), «Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογία, συνθετικές παρατηρήσεις», Ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από John S. Latsis Foundation (περίοδος 2008-2010), Τμήμα Γεωγραφίας - Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο & Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Μάρτιος 2010.
- Χατζηστάθης Αθ., Ισπικούδης Ι., «Προστασία της φύσης και αρχιτεκτονική του τοπίου», εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη Ο.Ε., Θεσσαλονίκη 1992.
- Χιλιαδάκης Σ., «Φυσιολατρεία και Σολωμός», εκδόσεις Στοχαστής, Αθήναι 1928.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital