ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η Μετα-Μητρόπολη, τα Αστικά Σύμπλοκα και η ανάδυση της Μεσαίας Πόλης.

26 Οκτώβριος, 2006

Η Μετα-Μητρόπολη, τα Αστικά Σύμπλοκα και η ανάδυση της Μεσαίας Πόλης.

Η πόλη βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος. Το 22ο συνέδριο της Παγκόσμιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων που έγινε το 2005 στην Κωνσταντινούπολη και η μπιενάλε της Βενετίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, την έχουν σαν κύρια θεματική, ενώ ενδιαφέρον ήταν και η ημερίδα που έγινε στην Πάτρα τον Ιούνιο που μας πέρασε από το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών για την Πόλη του Μέλλοντος με την συμμετοχή γνωστών ονομάτων όπως Α.Αραβαντινός, M.Cristine Boyer, P.Hall και άλλων. 

Του Νικόλα Μιτζάλη

Το αυξανόμενο αυτό ενδιαφέρον είναι απόρροια πολλών συνισταμένων. Το 2000, για πρώτη φορά ξεπεράστηκε το όριο τού 50% παγκοσμίως για τους κατοίκους των πόλεων και όπως θα δούμε ταυτόχρονα αυξήθηκαν τα προβλήματα και οι ανισότητες. Έτσι πλάι στη Μητρόπολη έχουμε την Παραγκούπολη μια μεγάπολη των φτωχών, με αυθαίρετη και χαμηλή δόμηση και υποτυπώδεις υποδομές.
Οι πόλεις έχουν γίνει εξαιρετικά πολύπλοκες και γι αυτό είναι δύσκολο να μιλήσει γι αυτές κάποιος με γενικούς όρους. Είναι δύσκολο ακόμα και ο προσδιορισμός τού τι μπορεί να θεωρηθεί πόλη ή μητρόπολη σήμερα. Όταν φανταζόμαστε μια πόλη, συνήθως σκεφτόμαστε συγκεκριμένες περιοχές και στιγμές με τις οποίες την χαρακτηρίζουμε: Το Παρίσι με τα καφέ του, τη Βενετία με τα κανάλια της, τη Νέα Υόρκη με τους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα πολλές πόλεις εκτείνονται για χιλιόμετρα, ενσωματώνοντας ζώνες με διαφορετικά χαρακτηριστικά: εγκαταλελειμμένες περιοχές, πάρκα, βιομηχανικές περιοχές, εμπορικά κέντρα, περιοχές στάθμευσης. Επιπλέον, οι νέες διαβαθμιζόμενες σχέσεις των μητροπολιτικών περιοχών, η συνεχής αλλαγή ορίων και εσωτερικών σχέσεων επαναπροσδιορίζουν την μορφολογία τους. Έτσι, τα τελευταία χρόνια οι ιεραρχημένες σχέσεις του αστικού συστήματος μεταβάλλονται: Το Παρίσι και το Λονδίνο εξελίχθηκαν σε παγκοσμιουπόλεις, το Βερολίνο μεταμορφώθηκε σε ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο υπηρεσιών της Κεντρικής Ευρώπης(1). Η Βαρκελώνη από περιφερειακή πρωτεύουσα εξελίσσεται σε σημαντική μητρόπολη. Η αστική συνάθροιση του Randstad που εξελίσσεται σε εμπορική πύλη της Ευρώπης. Το ίδιο ισχύει και για τις πόλεις Shenzhen, Tianjin και Nanjing οι οποίες μειώνουν την απόσταση μεταξύ Beijing και Shanghai δημιουργώντας  μια ευρύτερη αστική ζώνη. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται με γρήγορους ρυθμούς νέες μητροπόλεις όπως η νέα μητρόπολη Almaty στο Καζακστάν(2) και άλλες παρόμοιες στην Κίνα και στην Ινδία.
Γενικά, παρατηρείται μια τάση εξειδίκευσης των μεγάλων αστικών κέντρων σε ορισμένες λειτουργίες, καθώς και μια τάση έντονου ανταγωνισμού για την προσέλκυση οικονομικών, τουριστικών, διοικητικών, αθλητικών, πολιτιστικών κλπ., δραστηριοτήτων. Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι η μεγέθυνση του φαινομένου της αστικής ανισορροπίας στο Ευρωπαϊκό σύστημα πόλεων και οι άνισες αναπτυξιακές δυνατότητες.



Από τα αριστερά στα δεξιά: Μελβούρνη, Χόνγκ Κόνγκ., Αμπού Ντάμπι στα Εμιράτα, Καράκας.


Ταξινόμηση Κατηγοριοποίηση

Οι γρήγορες μεταβολές κυρίως σε οικονομικό και πληθυσμιακό επίπεδο, η διεύρυνση της διάχυτης πόλης, η ανάπτυξη της τηλεματικής και της τεχνολογίας προκαλούν μια δυσκολία στην κατηγοριοποίηση των διαφόρων αστικών μοντέλων. Όχι μόνο λόγω της δημιουργίας νέας ορολογίας (ipercity, cyberville, tecnopoles, technobyrbs, metroplex, κ.α.) αλλά και λόγω της ταχύτητας εξέλιξης των φαινομένων. Στη σύγχρονη εποχή ο χρόνος μοιάζει να έχει γίνει ανεπαρκής για να ελέγξει την ανάπτυξη και την αλλαγή και αυτό συμβαίνει και όπου η πόλη προέρχεται από μία μακρά ιστορία και όπου η πόλη πέρασε κατευθείαν στα μεγέθη της μητρόπολης.

Τα τελευταία 30 χρόνια σύμφωνα με τον Soja(3) η μοντέρνα μητρόπολη δίνει την θέση της σε νέες μορφές που αναδεικνύονται. Είναι αυτό που αποκαλείται μεταμητροπολιτική μετάβαση. Η αναδυόμενη μεταμητρόπολη έχει διάφορα χαρακτηριστικά τα οποία συσχετίζονται με το γεγονός ότι η παλιά μορφή δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς..

Το μεταμητροπολιτικό αστικό περιβάλλον αντανακλά πολλές διαφορετικές διαδικασίες αλλαγής που αφορούν όλες τις πόλεις παγκοσμίως αν και με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Η οικονομική αναδιάρθρωση οδήγησε σε μια νέα γεωπολιτική οικονομία της πολεοδομίας(4), παράγωγο συνδυασμένων διαδικασιών αποβιομηχάνισης και επαναβιομηχάνισης. Η βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας επικεντρώθηκε σε νέους βιομηχανικούς χώρους που ονομάζονται technopoles ή silicon landscapes. Αυτό συσχετίζεται με την ανάπτυξη των «ακροπόλεων» (edge cities), καθώς πρώην περιαστικά τοπία μεταμορφώνονται σε βιομηχανοποιημένες αστικές περιοχές. Ταυτόχρονα με την σημαντική αποκέντρωση σε πολλές πόλεις επήλθε και μια σύνθετη διαδικασία επανακεντρικότητας δραστηριοτήτων στα παλιά αστικά κέντρα και στην περιφέρεια, συχνά σε συνδυασμό με τον επεκτεινόμενο ρόλο της πολιτιστικής βιομηχανίας ή βιομηχανίας της αναψυχής. Αυτή η διαδικασία δημιούργησε την Εξώπολη (Exopolis).

Στις αρχές του 21ου αιώνα, τρεις αστικές πραγματικότητες αναδεικνύονται. Η «κινούμενη πόλη» η Exopolis όπου όπως έγραφε ο Soja (5), είναι εδώ κι εκεί, παρούσα και ταυτόχρονα απούσα (αντιπροσωπευόμενη). Η «πόλη του quartz»(6) η πόλη της εσωτερικής και εξωτερικής παράνοιας, της ανίας, της βίας και του πλούτου και η «ακρόπολη» (edge city)(7). Η τρίτη πραγματικότητα έχει να κάνει με την «διάχυτη πόλη» (disperate city). Είναι η παγκόσμια διαδικτυωμένη μητρόπολη(8).

Οι αστικές επαναστάσεις στις αρχές του 21ου αιώνα συμβαίνουν παντού σε διαφορετικά πλαίσια και κλίμακες βέβαια. Μια επανάσταση σε επίπεδο τοπικών πόλεων κατευθύνεται ενάντια στην πραγματικότητα των διεθνών επιχειρήσεων σε μια προσπάθεια αναβίωσης ενός τύπου κρατών-πόλεων.  Έτσι λοιπόν ο παραδοσιακός ρόλος των Πόλεων-Πρωτευουσών απειλείται. Οι διεθνείς οικονομικές αγορές δημιουργούν τις Παγκόσμιες Πόλεις κέντρα εξουσίας και ελέγχου και παράλληλα μεταμορφώνουν  τον παραδοσιακό διαχωρισμό μεταξύ βιομηχανικών πόλεων και Πόλεων-Πρωτευουσών. Οι λειτουργίες της Πόλης-Πρωτεύουσας και Παγκόσμιας Πόλης πολλές φορές διαφέρουν (όπως εκείνες της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον), αλλά και συμπίπτουν σε μία πόλη(όπως Τόκιο, Λονδίνο και Παρίσι)(9).

Ιστορικά, πρώτος ο Patrick Geddes αναγνωρίζει και προσδιορίζει τις Παγκόσμιες Πόλεις(10). Ακολουθεί ο Peter Hall(11) που τις αποδίδει πολλαπλούς ρόλους: κέντρα πολιτικής εξουσίας, κέντρα διεθνούς εμπορίου, κέντρα τραπεζικών συναλλαγών, υψηλής τεχνολογίας, κ.α.

Ο John Friedmann(12) τη δεκαετία του ’80 είναι ο πρώτος που αναλύει μια παγκόσμια ιεραρχία πόλεων με την Νέα Υόρκη και το Τόκιο ως «παγκόσμιες οικονομικές συναρθρώσεις», το Μαϊάμι, το Λος Άντζελες τη Φραγκφούρτη, το Άμστερνταμ και τη Σιγκαπούρη ως «πολυεθνικές συναρθρώσεις» και το Παρίσι, τη Ζυρίχη, τη Μαδρίτη, την Πόλη του Μεξικό, Το Σάο Πάολο, τη Σεούλ και το Σίνδευ ως «σημαντικές εθνικές συναρθρώσεις», που δημιουργούν ένα ενιαίο δίκτυο.  

Τη δεκαετία του ’90 η Saskia Sassen(13), διαπιστώνει το γεγονός τής χωρικής διασποράς τής παραγωγής το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη κόμβων υπηρεσιών και στη δημιουργία μιας νέας οικονομίας. Έτσι εξηγεί την μεταφορά της βαρύτητας από τα κέντρα παραγωγής (Detroit, Mancester) στα οικονομικά κέντρα υψηλών και εξειδικευμένων υπηρεσιών.
Υπάρχει όμως και μια αντίθεση: καθώς παγκοσμιοποιείται η παραγωγή, οι υπηρεσίες συγκεντρώνονται και εξειδικεύονται σε σχετικά λίγες πόλεις κέντρα παγκόσμιας δύναμης.

Ο Peter Hall ιεραρχεί τις πόλεις σε: Παγκόσμιες Πόλεις, (5-20 και άνω εκατομμυρίων κατοίκων),Υπο-Παγκόσμιες Πόλεις(Sub-global cities), (1-5 εκατομμυρίων που μπορεί να φτάσουν και τα 10), Περιφερειακές Πόλεις (250.000-1 εκατομμύριο), και Επαρχιακές Πόλεις (100.000-250.000).

Μια συγκριτική μελέτη(14) το 1996, μεταξύ τεσσάρων Παγκοσμίων Πόλεων κατέληξε σε τέσσερα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την σύγχρονη Παγκόσμια Πόλη: 
-Οικονομικών και επιχειρηματικών Υπηρεσιών.(Ασφαλιστικές, τραπεζικές, νομικές και εμπορικές υπηρεσίες)
-Δύναμης και Επιρροής (συγκέντρωση παγκόσμιων οργανισμών και επιχειρήσεων)
-Δημιουργικής και Πολιτιστικής Βιομηχανίας (Υποδομές που προσελκύουν σημαντικές συναυλίες, παραστάσεις εκθέσεις, εκδηλώσεις)
-Τουρισμού(ξενοδοχειακές μονάδες, εστιατόρια, υπηρεσίες αναψυχής, μεταφορές)

Στο πλαίσιο του Σ.Α.Κ.Χ.(15) επιχειρήθηκε μια γενική ταξινόμηση των Ευρωπαϊκών πόλεων σε τρεις κατηγορίες: Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι πόλεις με παγκόσμια ακτινοβολία (π.χ. Λονδίνο, Παρίσι), οι μητροπολιτικές αστικές συναθροίσεις (Randstad) και οι πόλεις-πύλες (π.χ. Βιέννη, Ελσίνκι). Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από πόλεις εθνικού επιπέδου, στις οποίες ανήκουν τα αστικά περιφερειακά κέντρα και οι παλαιότερες βιομηχανικές πόλεις. Στη τρίτη κατηγορία των πόλεων κατατάχθηκαν οι περιφερειακές πόλεις εντός και εκτός κεντρικής ζώνης, και οι πόλεις μεσαίου μεγέθους. Με βάση τα ισχύοντα δεδομένα και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προσπάθειες προσαρμογής μέσω της αστικής πολιτικής, εκτιμάται ότι τις καλύτερες προϋποθέσεις ανάπτυξης έχουν οι πόλεις της πρώτης κατηγορίας Εδώ όμως έχουμε μια αλλαγή: πόλεις εθνικού επιπέδου μετατρέπονται σε Παγκοσμιουπόλεις χωρίς να διαθέτουν τον αντίστοιχο πληθυσμό με τις Παγκοσμιουπόλεις-Μητροπόλεις.

Η Μεσαία Πόλη
Επιπλέον το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού περίπου ζει στις πόλεις ενώ 12 μεγαλουπόλεις μετρούν 2 δις κατοίκους (με προοπτική να φτάσουν τα 2,3δις το 2015)(16). Στο διάγραμμα βλέπουμε ότι υπάρχει μια μείωση του αριθμού των μικρών πόλεων και μια αύξηση των μεσαίων και μεγάλων πόλεων. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του πληθυσμού των μητροπόλεων και των μεγαπόλεων έχει μειωθεί και αναμένεται να σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα τις επόμενες δεκαετίες.


Μεταβολή τού αριθμού των πόλεων με βάση τον πληθυσμό τους μεταξύ 1975 και 2015. Επεξεργασία στοιχείων United Nations Population Division, World Urbanization Prospects: The 2001 Revision, 2002, πίν.Α.11 και The 2003 Revision, 2004.


Η αρχή του 21ου αιώνα φαίνεται να ανήκει στην Μεσαία πόλη, δηλαδή σε αστικούς σχηματισμούς 1 έως 5 εκατομμυρίων κατοίκων οι οποίοι έχουν ένα ποσοστό αύξησης του πληθυσμού τους της τάξεως του 27%(17). Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στη μετανάστευση, αλλά και στη βελτίωση (ποιοτική και οικονομική) των μεταφορών. Οι νέες υποδομές σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων εισάγοντας νέα δεδομένα και μορφές μεταβάλλουν τις εδαφικές ιεραρχίες μετακινώντας τα αστικά όρια(18), συμβάλλοντας στην επέκταση των πόλεων και εφευρίσκοντας νέες χωρικές τυπολογίες προσδιορίζοντας νέα σημάδια στον αστικό ιστό. Πολλές φορές το πρόβλημα βρίσκεται στις χωρικές σχέσεις που οι νέες αυτές δομές διακόπτουν, στις ευκαιρίες και στους πόρους που σπαταλούν, στο γεγονός ότι δεν αποτελούν ολοκληρωμένες πολεοδομικές μελέτες και κυρίως στο ότι δεν εντάσσονται με συναινετικές διαδικασίες (Βλ. και αντίδραση της J.Jacobs στη δημιουργία αυτοκινητοδρόμου που θα πέρναγε μέσα από το Washington Square Park(19)). Έτσι συχνά ο πληθυσμός συγκεκριμένων περιοχών αναγκάζεται να επωμιστεί κόστη έργων που δεν τον ικανοποιούν, που δεν έχει δώσει τη συγκατάθεσή του και που δεν απαντούν στις ανάγκες του. Παρόλαυτά η διεύρυνση του σιδηροδρομικού δικτύου, οι νέες τεχνολογίες και η βελτίωση της τιμής τού αεροπορικού εισιτηρίου έδωσαν ζωή σε μεσαίες πόλεις όπως η Γλασκώβη, η Μπολώνια, το Brighton οι οποίες δρουν αποκεντρωτικά των γειτονικών τους μεγαλουπόλεων(20). 

Στη δυναμική εμφάνιση των πόλεων αυτών στη διεθνή σκηνή συνέβαλαν, πέρα των υποδομών, τόσο εσωτερικοί (τεχνολογική ανάπτυξη, καινοτομία), όσο και εξωτερικοί παράγοντες (επιλογές χωροθέτησης επιχειρήσεων)(21). Έτσι πόλεις όπως η Βρέμη ή το Μπιλμπάο αξιοποιώντας την πολιτιστική και τουριστική υποδομή τους με ένα επιθετικό αστικό μάρκετινγκ, διεθνοποιούνται και βρίσκονται στο προσκήνιο. Βέβαια, οι υπάρχουσες παγκόσμιες πόλεις - Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Τόκιο - συνεχίζουν να κυριαρχούν στους δείκτες που αφορούν την αστική ανάπτυξη.

Αστικά Σύμπλοκα

Πέρα από την ανάδειξη της Μεσαίας Πόλης, ανιχνεύεται και ένα άλλο φαινόμενο. Η καλπάζουσα αστικοποίηση έχει οδηγήσει στη δημιουργία ολόκληρων αλυσίδων μητροπολιτικών περιοχών που συνδέονται δια μέσου τόπων/διαδρόμων επικοινωνίας (αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, διαδικτυακοί δίαυλοι πληροφοριών είναι μερικά). Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει -όπως υποστηρίζει ο Deyan Sudjic(22)-, ότι οι επί μέρους πόλεις των προαναφερθέντων μητροπολιτικών περιοχών(23) έχουν απωλέσει την  αυτονομία τους.  
Η εξέλιξη της μητρόπολης ως ένα ευρύτερο αστικό σύμπλοκο, γίνεται αντιληπτή κυρίως από το τρένο ή το αεροπλάνο και το αυτοκίνητο και λιγότερο από τον πεζό(24).  Αυτό δείχνει τον βαθμό πολυπλοκότητάς τους η οποία καθορίζεται από κυρίως από την κινητικότητα και τις ροές (ανθρώπων, προϊόντων και πληροφοριών). Αυτή η σύνθετη χωρικότητα προκαλεί μία «διεθνική αστικοποίηση»(25) με τις μητροπολιτικές περιοχές στο ρόλο των συνδετικών κρίκων.

Οι έντονες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων στην πόλη την καθορίζουν και εκτείνονται στις γειτονικές αστικές περιοχές καταλαμβάνοντας μια ευρύτερη γεωγραφική έκταση. Αυτό βέβαια προκαλεί μια δυναμική αστικής ανάπτυξης αρκετά σημαντική. Καθορίζουν λοιπόν ένα μοντέλο όπου τα χωρικά μεγέθη συνδυάζονται με την δυναμική του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι η βιωσιμότητα της αστικής περιοχής καθορίζεται από την πορεία των επιχειρήσεων, ενώ χωρικά μιλώντας, όταν οι τελευταίες υπερβούν κάποια όρια η επέκταση του αστικού συμπλόκου παράγει αρνητικές οικονομίες με αρνητικό αντίκτυπο στον κοινωνικό ιστό του.
Τα κριτήρια καθορισμού αυτού του μοντέλου είναι:
1. Γεωγραφικές διαστάσεις της αστικής περιοχής.
2. Παρουσία επιχειρήσεων με υψηλή ανταγωνιστικότητα και τεχνολογία.
3. Οικονομική δύναμη σε διεθνές επίπεδο.
Εάν προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό θα λέγαμε ότι: Αστικά σύμπλοκα είναι ευρύτερες αστικές περιοχές που χαρακτηρίζονται από την γεωγραφική συγκέντρωση και αλληλεξάρτηση πολλών ανταγωνιστικών, εξειδικευμένων και συνεργαζόμενων επιχειρήσεων, σημαντικού μεγέθους, μέρη ενός ευρύτερου διεθνούς οικονομικού δικτύου.
Γεωγραφική συγκέντρωση όχι απαραίτητα ως χωρική συγκέντρωση σε μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και διάχυση ενός δικτύου επιχειρήσεων σε όλη την αστική περιοχή.
  
Ομογενοποίηση και Ανισότητες

Όπως γράφει ο E.Soja, η παλιά μοντέρνα μητρόπολη έχει σταματήσει να «απορροφά» αλλαγές και αναδιαμορφώνεται ριζικά από αυτές οι οποίες την έχουν μεταβάλει σε μια μετα-μητρόπολη, με νέες και διαφορετικές κοινωνικές και χωρικές σχέσεις απ’ ότι στο παρελθόν(26).

Η πόλη είναι εικόνα της κοινωνίας που την παρήγαγε. Όμως οι δυνάμεις του ανταγωνισμού(27) τής οικονομίας τής αγοράς και τής παγκοσμιοποίησης οδηγούν σε μια εγκαθίδρυση ενιαίων μοντέλων «από τα πάνω» στα πλαίσια ενός νεοφιλελεύθερου σχεδιασμού. Αυτή η γενικότερη πολιτική επιλογή(28) προκαλεί μια έντονη τάση για ομογενοποίηση -κοινωνική και πολιτισμική- που αντανακλάται στις πόλεις και η οποία αν και δεν έχει καταφέρει ακόμα να αναιρέσει τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε τόπου και της πολυμορφίας των διαδικασιών δημιουργίας του, έχει οδηγήσει σε ένα μοντέλο «αμερικανοποίησης» που απαντιέται και στην Ασία (η Σαγκάη μετατρέπεται σε ένα κλωνοποιημένο Μανχάταν) αλλά  και στην Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη(29). Αυτό το μοντέλο, απόρροια της διάχυτης αστικοποίησης σε κλίμακα περιφερειών το οποίο οδήγησε σε μια απώλεια της αναγνωρισιμότητας των τόπων ως μέρη ενός ευρύτερου αστικού σχεδίου, αντιπροσωπεύει μια γενικότερη τάση «αμερικανοποίησης» της μορφής των πόλεων και των αστικών περιφερειών με την εμπορευματοποίηση της αρχιτεκτονικής να έχει φτάσει στο απόγειό της(30). Δύο τα χαρακτηριστικά του: υψηλή δυναμικότητα ανάπτυξης και μεγάλες ανισότητες. Δυναμικότητα ανάπτυξης όχι τόσο με την έννοια της φυσικής διόγκωσης τής πόλης και της αύξησης του πληθυσμού της, όσο με την έννοια της ταχύτητας  των κοινωνικών, οικονομικών και χωρικών αλλαγών η οποία συρρικνώνει τον χρόνο δημιουργίας και μετάλλαξης τής πόλης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα για αυτό στο παγκόσμιο στερέωμα: όπως εκείνο της Σαγκάης ως διοικητικού και τεχνολογικού πόλου υψηλού επιπέδου.

Η ανισότητα εκφράζεται με αυξανόμενα κενά και «νεκρά» σημεία στην πόλη, παραμελημένα από την σχεδιαστική πρακτική, αποτέλεσμα μετάλλαξης συγκεκριμένων περιοχών. Χώροι που συχνά θεωρούνται αναπόφευκτο αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής και στους οποίους επιχειρούνται επεμβάσεις «εξευγενισμού», που συχνά παραμελούν μία βασική αρχή: ότι η αρχιτεκτονική παρέμβαση δεν πρέπει να στοχεύει μονάχα στις άμεσες ανάγκες αλλά σε μια συνολική αναβάθμιση του τόπου. Ανισότητα που από κοινωνιολογική άποψη εκφράζεται όπως γράφει η Λ.Λεοντίδου...στο διττό σχήμα των προνομιούχων και των φτωχών(31). Μια παραγωγή «ανθρώπινων απορριμμάτων» σύμφωνα με τον Zygmunt Bauman(32), που αποτελεί αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού και παρενέργεια της παγκοσμιοποίησης με άμεσο αντίκτυπο στην πόλη και στο μέλλον της, το οποίο και επαναπροσδιορίζει.

Οι περιφερειακές φτωχές συνοικίες χάνουν την συνοχή τους και αυξάνεται ο βαθμός απομόνωσής τους, ενώ αντίθετα οι κεντρικές αστικές περιοχές επικοινωνούν μέσω δίκτυα και εξελίσσονται, αυξάνοντας έτσι τις ανισορροπίες. Το αποτέλεσμα είναι αστικές περιοχές όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Τόκιο, να παρουσιάζουν ένα τόσο υψηλό κόστος διαβίωσης που να είναι απαγορευτικό για τα μη ανώτερα οικονομικά στρώματα.  Η πόλωση αυτή, που υπάρχει και σε άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις (Στοκχόλμη, Κοπεγχάγη), οδηγεί συχνά στο συσχετισμό με τα γκέτο στην Αμερική αν και μέχρι στιγμής δεν έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα μαζικού φυλετικού διαχωρισμού, συγκεντρωμένης φτώχειας και φυσικού περιβάλλοντος(33).

Έτσι οι πόλεις γίνονται θέατρο νέων μορφών καταπίεσης. Συχνά έχει ειπωθεί για τους μετανάστες ότι είναι οι νέοι είλωτες(34) και ίσως είναι χρήσιμο εδώ να αναφέρουμε τον Weber όταν έγραφε ότι ...η πόλις συντηρούσε την θέση εξουσίας που κατείχε σε σχέση με τους είλωτες, στους οποίους είχε «κήρυττε τον πόλεμο» κάθε χρόνο για να δικαιολογήσει με θρησκευτικά κριτήρια την στέρηση των δικαιωμάτων τους(35). Έτσι παρατηρούμε ότι στην Ευρώπη έχουμε οδηγηθεί στην επίτευξη μιας αστικής ασφάλειας με τις συνοικίες μεταναστών να παίρνουν την άτυπη ετικέτα των «μολυσμένων» περιοχών στον αστικό ιστό. Αυτός ο φοβισμός απέναντι στον αποκλεισμένο/περιθωριοποιημένο, είναι συνέπεια των ευρύτατες αλλαγών των ευρωπαϊκών αστικών κοινωνιών τα τελευταία χρόνια που προωθούν μια αντίληψη της πόλης όπου κυριαρχούν οι διαχωρισμοί και ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφορετικών ομάδων που την αποτελούν, δημιουργώντας έτσι αποκλεισμένες συνοικίες κατά τα πρότυπα του Αμερικάνικου μοντέλου, απαγορευμένους θύλακες στον αστικό ιστό. Σαφώς η μετανάστευση εισάγει νέα στοιχεία στη διαχείριση του χώρου και της πόλης αλλά δεν εκφυλίζει την έννοια της πόλης από το ρόλο της ως κατάλυμα και γέννηση νέων ελευθεριών.

Η κοινωνική πόλωση, οι συνθήκες ζωής, η επέκταση αποκλεισμένων περιοχών είναι ένα σενάριο ανησυχητικό. Όλα αυτά οδηγούν σε μια επαναπολιτικοποίηση του αστικού χώρου. Η δυνατότητα των αποκλεισμένων, των ανέργων, των μεταναστών να αντιταχθούν σε αυταρχικούς χειρισμούς της πόλης και σε σχέδια πόλεων για λίγους μπορεί να επηρεάσει δημιουργώντας κοινωνικά κινήματα(38). Από την άλλη είναι διάχυτη η άποψη ότι ένας κύκλος της ιστορίας της πόλης έχει κλείσει και ξεκινά ένας άλλος χαρακτηρισμένος από νέες συγκρούσεις και αντιθέσεις καθώς και βαθιές κοινωνικές μεταβολές.
Θα κλείσουμε με ορισμένες προτάσεις, που ειπώθηκαν και από τους ομιλητές της Ημερίδας που έγινε στην Πάτρα για την μελλοντική πόλη και την οποία προαναφέραμε και οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στην επίλυση των έντονων οικονομικών και δημογραφικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η πόλη.   

Μέσα από τον ναρκισσισμό των κειμένων των Koolhaas και Boeri το συμπέρασμα είναι ότι λείπουν οι προτάσεις για την πόλη, γεγονός που οδηγεί σε μια απομάκρυνσή από την πολεοδομία. Η λύση βρίσκεται ίσως στα τέσσερα «κλειδιά» που επανειλημμένως αναφέρει ο Αθ.Αραβαντινός: την Ουτοπία, την Καινοτομία (συνθετικοί, λειτουργικοί, τεχνολογικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοοικονομικοί πειραματισμοί), την διατήρηση της Ταυτότητας και κυρίως την Ανατροπή (δυναμικές μεταλλαγές στην ανασύνθεση του χώρου, πολυπολιτισμικότητα) και στην προσπάθεια για την άμεση ενεργοποίησή τους. 
Όπως έλεγε κι ο Harvey, δεν έχω σενάρια για το μέλλον. Έχω πράγματα για τα οποία μάχομαι(39).

Ν.Μιτζάλης, Δρ.Αρχιτέκτων μηχανικός

Υποσημειώσεις
(1) S.Krätke, “Berlin: The Metropolis as a Production Space”, στο:Urban Studies, vol.8, n.1, 2000, σσ.7-27.
(2) I.Greenberg, “New Towers, and Ambitions to Match”, The New York Times, 30/6/2006.
(3) Συνέντευξη E.Soja στον Arjen Mulder, 31/12/2001, δημοσιευμένη στον δικτυακό τόπο:
 http://framework.v2.nl/archive/node/text, “Restructuring the Indusrial Capitalist City”.
(4) E.W.Soja, “The transformation of the Modern Metropolis”, http://www.metropolis-bcn.org/html/0900-soja.htm.
(5) E.Soja, (1996), Thirdscape. Journeys to Los Angeles and Other Real-and-Imagined Places, Blackwell.
(6) M.Davis, (1992), City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles, New York, Vintage Books.
(7) M.Dear, S.Flusty, “Postmodern urbanism”, Annals of the Association of American Geographers, vol.88(1), 1998, σσ.50-72.
(8) S.Sassen, (1991), The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton Unoversity Press, NJ.
(9) S.Campell, A.Arbor, “The Enduring Importance of National Capital Cities in the Global Era”, 2003, στο: http://www.caup.umich.edu/workingpapers, επεξεργασμένη διάλεξη στο συνέδριο: Association of American Geographers Annual Meeting, Pittsburgh, PA, 4-8/4/2000.
(10) P.Geddes, (1915-1998), Cities in Evolution, London, Williams and Norgate.
(11) P.Hall, (1966-1984), The World Cities, New York:St.Martin’s Press.
(12) J.Friedmann, “The World City Hypothesis”, στο: Development and Change, 4, 1986, σσ.12-50, J.Friedmann, G.Wolff, “World City Formation: An Agenda for Research and Action”, στο:International Journal of Urban and Regional Research, 6, 1982, σσ.309-344.
(13) S.Sassen, (1991), The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton.
(14) G.B. Government Office for London, (1996), Four World Cities: A Comparative Study of  London, Paris, New York and Tokyo, London:Liewlyn Davis Planning.
(15) Α.Κότιος, “Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον αστικό χώρο”, στο συλλογικό: Η Ανάπτυξη των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Gutenberg, Βόλος 1999, σσ.562-563.
(16) United Nations Population Division. World Urbanization Prospects: The 2001 Revision, 2002, επεξεργασία στοιχείων από πίν.Α.11.
(17) R.Foroohar, “Unlikely Boomtowns”, περ.Newsweek, 3-10/7/2006,σ.52.
(18) Βλ.πχ. τα αποτελέσματα του προαστιακού και του μετρό στην Αθήνα: Ν.Χρυσικόπουλος, “Αγ.Θεόδωροι και Λουτράκι. Τα νέα προάστια της Αθήνας”, εφημ.Καθημερινή, 23/10/2005.
(19) H.Husock, “Jane Jacobs, 1916-2006. New York’s indispensable urban iconoclast”, www.city-journal.org, 17/4/2006.
(20) Το Brighton αναφέρεται ως το «Παραθαλάσσιο Λονδίνο» (London by the Sea), R.Foroohar, “Unlikely Boomtowns”, περ.Newsweek, 3-10/7/2006,σ.52.
(21) Ερευνητικό πρόγραμμα: Μηχανισμοί Διεθνοποίησης των Ευρωπαϊκών πόλεων, Κυβερνοχώρος και ο ρόλος της Θεσσαλονίκης, επιστημονικός υπεύθυνος Γρ.Καυκαλάς, ΑΠΘ, Ερευνητική μονάδα χωρικής ανάπτυξης, 2001.
(22) D.Sudjic, (1992), The 100 Mile City, Harcourt Brace, S.Diego, σ.296.
(23) Όπως το Randstad στην Ολλανδία, Βλ.:Ν.Μιτζάλης, “Η εμπειρία πολεοδόμησης της περιφέρειας Westelijke Tuinsteden του Άμστερνταμ”, περ.Αειχώρος, τ.2, τχ.2, Νοέμβριος 2003, σ.34.
(24) D.Sudjic, (1992), The 100 Mile..., ό.π., σ.297.
(25) A.Amin, N.Thrift, (2002), Città. Ripensare la dimensione urbana, Il Mulino Saggi, σ.20.
(26) AAVV, (2002), Post es sub dis, Rotterdam: 010 Publishers, σ.82.
(27) Για το ζήτημα του ανταγωνισμού των πόλεων Βλ.: Ν.Μιτζάλης, “Η χωρική πολιτική των μεγάλων γεγονότων και των μεγάλων έργων. Φεστιβαλοποίηση για ανάπτυξη”, στο ένθετο: Τα Νέα της Αρχιτεκτονικής τής  Εφημ.Τα Νέα της Τέχνης, τχ.140, Οκτώβριος 2005.
(28) K.Cox, “Globalization, competition and the politics of local economic development”, περ.Urban Studies, τχ.32, 1995, σσ.213-224, T.N.Clark, V.Hoffmann-Martinot, (1998), The New political Culture, Boulder CO: WestView Press.
(29) Ποια η διαφορά των φτωχογειτονιών του Ρίο και της τενεκεδούπολης του Νταραβί στη Βομβάη, ή των ουρανοξυστών του Χόνγκ Κόνγκ και της Μελβούρνης ή του Καράκας;
(30) Τ.Παπαϊωάννου, “Η Αρχιτεκτονική της βιτρίνας”, Εφημ.Ελευθεροτυπία, 17/3/2006.
(31) Λ.Λεοντίδου, “Η Πόλη της Παγκοσμιοποίησης: Τοπία εξουσίας και εστίες αντίστασης στον πλανητικό πολιτισμό”, στο: Η.Ευθυμόπουλος, Μ.Μοδινός, (2002), Παγκοσμιοποίηση και Περιβάλλον, Ελληνικά Γράμματα και Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών, σ.184. Ήδη το 1991, η S.Sassen με το βιβλίο της: The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton Unoversity Press, NJ, είχε αναφερθεί στο μοντέλο της άκρατης κοινωνικής πόλωσης.
(32) Z.Bauman, (2005), Σπαταλημένες ζωές. Οι Απόβλητοι της Νεοτερικότητας, Κατάρτι.
(33) Σύμφωνα με τον Z.Bauman η διάκριση των ευρωπαϊκών γκέτο από τα αντίστοιχα αμερικάνικα, βρίσκεται στην χωρική απροσδιοριστία, μια διαφορά που ίσως να μη διαρκέσει στο μέλλον. Z.Bauman, (1999), La società dell’ incertezza, Il Mulino, σ.138.
(34) R.Cohen, (1987), The New Helots. Migrants in the International Division of Labour, Avebury, και S.Greenhouse, “The newcomers. Wages of a 90-Hour Week. Dirty Laundry and Poverty”, The New York Times, 5/6/2004.
(35) M.Weber, (1961), Economia e Società, Communità, vol.II, σ.627.
(36) A.Petrillo, (2000), La città perduta, Dedalo, σ.154. 
(37) Z.Bauman, (2005), Σπαταλημένες ζωές..., ό.π., σ.49.
(38) V.Mamadouch, Movements de réssistence et projects de ville : Amsterdam, στο C.Ghorra-Gobin, (1994), Penser la ville de demain. Qu’ est-ce qui institue la ville ?, L’Harmattan, σσ.153-160.
(39) D.Harvey, συνέντευξη στην Τ.Καραϊσκάκη, “Τερατουπόλεις εκρηκτικών ανισοτήτων”, Εφημ.Καθημερινή, 27/2/2005.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital