ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ARTI-PHYSIS

HORROR VACUI: ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΤΙΚΙΣΜΟ.

21 Ιούνιος, 2005

HORROR VACUI: ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΤΙΚΙΣΜΟ.

Έννοιες της Πυκνότητας και Πολιτισμική Μνήμη. ΜΑΥ, 2004, PATRAS

Του Αριστοτέλη Δημητρακόπουλου

English version

Ο Κωνσταντίνος Κιτσίκης το 1954 δηλώνει για την Αθήνα «Τι απίθανο κατασκεύασμα! Ωραιότατο και ασχημότατο, μεγαλόπολη και χωριό, μπετόν και πισσόχαρτο, λιμουζίνες και γαϊδουράκια, κίνηση πρωτεύουσας με εμφάνιση επαρχίας, ξενοδοχεία ευρωπαϊκής ολκής και χάνια της Γραβιάς, μια σαλάτα Βαλκανική στην οποία ρίξαμε λίγο απ’όλα, λίγη Αμερική, λίγη Ευρώπη, πολλή Ανατολή και μια δόση ρωμέικο». 3

H Νεοελληνική ιστορία διέπεται από την αγωνία αναζήτησης και προσδιορισμού της έννοιας της ελληνικότητας. Από την αρχαιοπληξία, στο βυζαντινισμό, στο λογιωτατισμό, στο λαϊκισμό, την πολιτιστική ενδοστρέφεια ή την εξωστρέφεια, βεβιασμένα σενάρια και περίτεχνες φόρμουλες διαπίστευσης της ελληνικής κουλτούρας επινοούνται, διασύρονται και ανακυκλώνονται σε ένα πλαίσιο έντασης, χωρίς λύτρωση. Ενώ οι πεφωστιμένοι μορφοπλάστες εμπνέονται από τις ετεροθαλείς μούσες του ελληνισμού λειτουργώντας σε ένα δίπολο μικρόνοιας και μεγαλοφροσύνης, ο λαός πλάθει ανεξάρτητα την εικόνα του σύγχρονου αστικισμού ώστε να εξυπηρετεί τα κοινά πρότυπα και στερεότυπα στην υπηρεσία των εδραιωμένων αντιλήψεων διαβίωσης. Σε ελάχιστο βαθμό σχετίζονται τα εκάστοτε ιδεολογήματα της διανόησης με την καθημερινή πρακτική του πληθυσμού.

Το ελληνικό άστυ, ως το εντόπιο συλλογικό πεδίο πολιτισμικής και κοινωνικής δραστηριότητας par excellence, αντανακλά αυτό το διευρυνόμενο σχίσμα μεταξύ των γραφικών βουλεύσεων μιας μεγαλόστομης διανόησης και της ανένδοξης καιροσκοπικής ανάπτυξης. Σχεδόν ανεπηρέαστη από οιουδήποτε τύπου επιβολές και απαγορεύσεις, η σύγχρονη ελληνική πόλη μπορεί να θεωρηθεί ως το αυθεντικότερο και ειλικρινέστερο δημιούργημα της γηγενούς συνείδησης. Ο νεοελληνικός αστικισμός αναπτύχθηκε συλλογικά και αυθόρμητα σε χρονικές περιόδους κατά τις οποίες παρουσιάζεται μέγιστη (συγκριτικά) πολιτική ελευθερία, καθώς και ανανεωμένη τεχνολογική και οικονομική δυναμική. Σε σύγκριση με απομονωμένους, οχυρωματικού χαρακτήρα παραδοσιακούς οικισμούς ανά την ελληνική επικράτεια των αναρίθμητων κατακτητών, η σύγχρονη νεοελληνική πόλη παρουσιάζει ισχυρότερες εκφράσεις αυθορμητισμού και επομένως «αυθεντικότητας». Μπορεί να θεωρηθεί ως εκ-νέου ανάπτυξη σε συνθήκες σχεδόν tabula rasa με μόνη κατευθυντήρια δύναμη τις γενικευμένες αντιλήψεις διαβίωσης και τα επικρατέστερα προτύπα οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής.

Κατά συνέπεια, επιστρέφοντας στο ζήτημα της ελληνικότητας, κάθε προσπάθεια πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού επαφίεται στη διασαφήνιση των επικρατέστερων, πηγαίων και συλλογικών προδιαθέσεων όπως αυτές εκφράζονται στο περιβάλλον εκτόνωσής τους: την πόλη. Στην κατεύθυνση αυτή ανασύρονται δύο διφορούμενες έννοιες ως κεντρικές αξίες του γνωστού μας νεοελληνικού θαύματος της αστικοποίησης: Η συγχώρηση και η στενοχωρία. Όπως θα δούμε, οι όροι εισάγονται ως κεντρικές οργανωτικές αρχές, εξελικτικές τακτικές και ταυτόχρονα ως συνέπειες της βάναυσης αέναης επαναποίκησης της ελληνικής γής. Θα επιχειρήσουμε άμεσα μια πρώτη νοηματική προσέγγιση των εννοιών.

Στενοχωρία

Η μικρότητα και ο κατακερματισμός αποτελούν κεντρικά χαρακτηριστικά του «πτωτικού» σύμφωνα με ποικίλες και ετερόκλητες θρησκευτικές πεποιθήσεις διαφορετικών τόπων. Η έννοια στης στενο-χωρίας, ως αντίθετη της ευρυχωρίας, σχετίζει το γεγονός της έλλειψης ικανού χώρου με την δυσχέρεια, τη δυσκολία, και σε ένα δεύτερο επίπεδο συνδέει την αίσθηση του ανεπαρκούς χώρου ή ελλιπούς πεδίου λειτουργίας με την ψυχική στενότητα, την θλίψη.

Η στενοχωρία χαρακτηρίζει την παραδοσιακή αρχιτεκτονική σε αρκετούς τόπους ανά την ελληνική επικράτεια. Σε ισχυρό βαθμό επιβάλλεται από την ανάγκη οχύρωσης και άμυνας. Ο Δημήτρης Φιλιππίδης, συζητώντας την αλληλοδιείσδυση των ιδιοκτησιών στους νησιώτικους οικισμούς αναφέρει: «για οικονομία χώρου, οι κοινόχρηστες περιοχές (δρόμοι, περάσματα) είναι ελάχιστοι, δεν υπάρχουν αυλές ή κεντρικές πλατείες, εκτός από μερικά πλατώματα» και συνεχίζει «ο πολεοδομικός σχεδιασμός –όπως το εννοούμε σήμερα – ήταν άγνωστος στον προεπαναστατικό ελλαδικό χώρο». 4

Συγχωρώντας τη στενοχωρία: αναδρομικά

Για την έννοια της συγχωρήσεως χαρακτηριστική είναι η περίπτωση επιστολής με ημερομηνία 30 Ιουνίου 1844 την οποία δημοσιεύει ο Δημήτρης Καρύδης στο βιβλίο του «Ανάγνωση Πολεοδομίας» 5. Η επιστολή απευθύνεται προς το «Σεβαστόν Υπουργείον των Εξωτερικών και προς το Σεβαστόν Υπουργικόν Συμβούλιον» και είναι υπογεγραμμένη από μια ομάδα αρχιτεκτόνων η οποία αναλαμβάνει πρωτοβουλία και υποδεικνύει οικόπεδα φθηνά, κατάλληλα για την οικοδόμηση Δημοσίων Κτιρίων όπως Υπουργεία, Ελεγκτικό Συνέδριο, Αρχεία, κλπ. Το κείμενο συνοδεύεται από σχεδιαγράμμα της πλατείας Συντάγματος στο οποίο σχηματικά αποτυπώνεται η Βουλή και η αδόμητη ακόμη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας, όπου βρίσκονται τα προτεινόμενα οικόπεδα.

Η κυβερνόντες της εποχής παροτρύνονται να συγκατανεύσουν στην ανοικοδόμηση, με το πρόσθετο επιχείρημα πως «όλοι σχεδόν οι κατοικούντες εις την πρωτεύουσαν ταύτην κτίσται, ξυλουργοί, λειτουργοί, ασβεστοποιοί, λιθοτόμοι και λοιποί εργάται πάσχουν ελεεινώς... η απελπισία είναι εγγύς να καταλάβει αυτούς...» οπότε η τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας ανάγεται σε πρόσκαιρη, άμεση λύση. Η επιστολή συνεχίζει: «σε καμμίαν άλλην εποχήν δεν θα ευρεί η Σεβ. Κυβέρνηση την ευκολίαν να οικοδομήση σε τόσον μικράν τιμήν, ως την σήμερον, τα ανωτέρω καταστήματα οι τεχνίται εργάζονται μόνον δια να κερδίσουν τον άρτον της οικογενείας των...» «οι υποφαινόμενοι δυνάμεθα να αποδεχθώμεν την εργολαβίαν ιδιαιτέρως και άνευ μισθοδοσίας... και να χορηγήσωμεν ευκολίας εις τας πληρωμάς της οικοδομής και του οικοπέδου, ελθοτέρας παρά πάντα άλλον...» όπως και ότι «αι προσφοραί θέλουν ήσθαι μετριόταται και το έργον θέλη γεννή ευτελές...». Οι συνάδελφοι της Οθωνικής εποχής καταλήγουν με την παρατήρηση «όσον ταχύτερα αποφασίση η Σεβ. Κυβέρνηση περί του ανωτέρω αντικειμένου, τόσον ταχύτερα θεραπεύση και την οικτράν κατάστασιν των δυστυχούντων κτιστών και λοιπών βιομηχάνων».

Η στενότητα ως ιδεολογική θέση

Η συγκεκριμένη προσωπική, εμπιστευτική επιστολή ανασύρει την ασυντόνιστη και συγκυριακή «αξιοποίηση» οικοπέδων με πελάτη και χορηγό το κράτος, το οποίο φέρεται ως η μοναδική εναπομείνουσα κεφαλαιακή δύναμη. Εισάγει την ηττοπαθή και αναξιοπρεπή αντίληψη της προσωπικής διαμεσολάβησης για την ευκαιριακή εξυπηρέτηση εξατομικευμένων αναγκών με την δικαιολογία ότι πρεσβεύεται το κοινό καλό. Χαρακτηριστικά, οι αρχιτέκτονες εθελοντικά προτάσσουν την πρόθεση τους για άμισθη εργασία, εισάγοντας την έννοια του φαύλου κύκλου της διαπλοκής και της προσωπικής χάρης, την άρση κάθε θεσμού ανάθεσης και εκτέλεσης έργου, εκφράζοντας σαφώς αντι-επαγγελματικό, μη-αξιοπρεπές ήθος. Η συλλογική μεμψιμοιρία ανέρχεται ως κεντρικό επιχείρημα, ώστε κάθε ενδοιασμός για την ποιότητα και τη σοβαρότητα του έργου να ανασταλεί. Με εντυπωσιακή ειλικρίνεια οι αρχιτέκτονες δεσμεύονται για την ευτέλεια του έργου –το χαμηλό της ποιότητας αντί για το αντίθετο. Υπογραμμίζουν πως απαιτούν ελάχιστη δέσμευση εκ μέρους της κυβερνήσεως, προτάσσοντας ένα έργο που δεν απαιτεί επιστασία ούτε κεφαλαιοδότηση, ένα φαινομενικά αόρατο έργο που μόνο καλές –πρόσκαιρες- οικονομικο-πολιτικές συνέπειες θα επέφερε.

Η χαλαρότητα των προθέσεων των αρχιτεκτόνων διαφαίνεται στο όριο το οποίο διαχωρίζει τη ζώνη οικοδόμησης από την ζώνη στην οποία – όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται χειρόγραφα στο σχεδιάγραμμα που αναφερθήκαμε- «δε συγχωρούνται οικοδομαί» (εννοώντας δεν πρόκειται να προστεθούν, δεν επιτρέπονται, δεν εκ-χωρούνται): μια, πρόχειρα σχεδιασμένη, έντονα τεθλασμένη, μη-πιστευτή γραμμή, τυχαία τοποθετημένη στο οικοδομικό τετράγωνο –σαν κεραυνός- το μόνο όριο σχεδιασμένο με ελεύθερο χέρι στο σχέδιο, καθιστώντας ασαφή και αμφισβητήσιμα τα όρια μεταξύ οικοδομήσιμου και του άκτιστου, όρια τα οποία παραμένουν υπό αμφισβήτηση, υπό διαρκή τροποποίηση, υπό μετάθεση.

Αντίστοιχα, σύμφωνα με τοίδιο κείμενο, οι λαϊκές μάζες, έχοντας απαρνηθεί την αγροτική δραστηριότητα, παρουσιάζονται να κατέχουν τις οικοδομικές τέχνες, και δίχως εναλλακτικά πεδία απασχόλησης, ως μοναδική διέξοδος ανασύρεται η ευκαιριακή απασχόληση σε αμφίβολης σοβαρότητας οικοδομικές δραστηριότητες. Η επιστολή εκφράζει όλα τα συστατικά και τις παραμέτρους που σταδιακά διαμορφώνουν το σύγχρονο νέο-αστικό ήθος. Η καιροσκοπία, η φυγόπονη διάθεση, η μεγαλομανία και η εξατομίκευση περιγράφει το σύγχρονο ελληνικό όνειρο: την αδιαφορία για οτιδήποτε συλλογικό και εντάσσεται σε ένα προσωπικό, τυχάρπαστο σενάριο ευκαιριακής εξασφάλισης και καταλήστευσης.

Επίσημη διόγκωση της «στενότητας»

Ο Βασίλης Τσαγρής αναφέρει: «τον μεγαλύτερον ρόλον έπαιξε η βία και η οκνηρία διότι είναι γνωστόν ότι όλαι αι προεκτάσεις του σχεδίου έγιναν άνευ προηγούμενης χωροσταθμίσεως του εδάφους». 6

Σήμερα, 160 χρόνια αργότερα, δεν έχουν αλλάξει πολλά στην αναπτυξιακή στρατηγική. Η οικοδομική δραστηριότητα παραμένει κυρίαρχη ως κινητήρια οικονομική δυναμική στη χώρα, χωρίς η επαγγελματική οργάνωση να έχει αποβάλλει τους αρχέγονους ερασιτεχνισμούς και δίχως η αστική και πολεοδομική οργάνωση να παρουσιάζεται περισσότερο έτοιμη να αντιμετωπίσει την ακατάπαυστη επέκταση του σχεδίου πόλεως συνεχίζοντας την πρακτική των τμηματικών και ανεξέλεγκτων προσθηκών χωρίς μέριμνα. Απλά, ο πυρήνας του οικοδομικού πυρετού έχει φυσιολογικά μετατοπιστεί από την πλατεία Συντάγματος μερικά χιλιόμετρα έξω, κατατρώγοντας περιαστική γή, ξεχειλίζοντας προς στην βόρεια και ανατολική Αττική.

Ο Δ. Φιλιππίδης στο βιβλίο Νεοελληνική Αρχιτεκτονική αναφέρει: «Η πολεοδομική αναρχία ανταποκρίνεται πολύ στενά στην οργάνωση της εκτελεστικής εξουσίας, όπου αλληλοσυγκρουόμενες αρμοδιότητες αναπαράγουν το χάος της πόλης μέσα στα κέντρα αποφάσεων. Η εμπορευματοποίηση της γης, το περίφημα δίλημμα των αυθαιρέτων, η κρατική ατολμία ίναι οι βασικοί παράμετροι ενός φαινομένου που έχει διαιωνιστεί ως τις μέρες μας». 7

Αυτοσχέδιες μέθοδοι συνονθύλευσης

Πέρα από τα στενά όρια της επίσημης εξουσίας, οι αναπτυξιακές πρακτικές είναι αντίστοιχες. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας περιγράφει τον αυθαίρετο οικισμό των Αναφιώτικων στην περιοχή του Θησείου κατά το τέλος του 19ου αιώνα: «εις κάθε βήμα επιδεικνύονται λάγηνοι θραυσμέναι, τενεκέδες πετρελαίου, κόφινοι εν οικτρά αποσυνθέσει, σάπωνες και νερά χυμένα κατά γής, χύτραι βράζουσαι και ενδύματα ανηρτημένα επί δοκών. Εκ τίνος θυρίδος σκοτεινής και ανηλίου εξέρχεται πυκνός καπνός, δια μέσου του οποίου διακρίνει τις χάλκινα μαγειρικά σκεύη, ή όρνιθας, κονίκλους και αίγας. Αν δε υψώση το βλέμμα, βλέπει απειλητικώς οικίσκους κρεμασμένους επί της κεφαλής του, παράθυρα, εξωστας, κλίμακας ανθοδόχας και συνήθως εύγραμμα πρόσωπα γυναικών. Φυσικά θα νομίση τις ότι η ζωή, εντός του περίφημου εκείνου συμπλέγματος των οικίσκων, είναι ανυπόφορος και ότι οι άνθρωποι εξ απολύτου ανάγκης μετέβησαν και ενεταφιάσθησαν εκεί. Εν τούτοις ούτοι έχουν όλως διάφορην γνώμην...» 8

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Ο γείτονας με το λαγούτο» διασώζει την περιγραφή ενός τυπικού κοινοβιακού συγκροτήματος με μονά δωμάτια σε κοινή αυλή και κοινόχρηστες βοηθητικές λειτουργίες «Τα άλλα οικήματα, εξ-επτά δωμάτια χαμόγεια, εις γραμμήν, όλα παμπάλαια, τρώγλαι, άλλα χωρίς παράθυρα, όλα σχεδόν με σαθρούς τοίχους, [...] η μάνδρα με τα πενιχρά οικήματα έκειτο είς τινα πάροδον, ανάμεσα στου Ψυρρή και του Τάτση». 9

Καταβολές της αυθαίρετης δόμησης

Ενδιαφέρον προκαλεί η περιγραφή των παραδοσιακών επεκτατικών μεθοδεύσεων. Ο Γ. Σαϊτας αναφέρει για την περίπτωση της Μάνης: «Όταν η γεννιά αποφάσιζε να εδραιωθεί σε μια νέα θέση έξω από τον οικισμό ή να αποκλείσει κάποιους αντιπάλους, έχτιζε ένα πύργο-ξεμόνι σε στρατηγική θέση της υπαίθρου. Η επιχείρηση αυτή προϋπόθετε «πόλεμο». Εάν η προσπάθεια πετύχαινε, μπορούσαν πια να χτίσουν γύρω από το μοναχικό πυργο νέα σπίτια και να δημιουργήσουν ένα μικροοικισμό.» ... « Αφότου συγκροτήθηκε η Ελληνική Πολιτεία (1828) επιχείρησε να ρυθμίσει βασικά ζητήματα δόμησης, ώστε να ελέγξει και να περιορίσει τις αφορμές και τα ερείσμα των τοπικών αιματηρών διαμαχών. Σύμφωνα με τις εντολές που δόθηκαν τότε στους δημογέροντες των τμημάτων της περιοχής: «Εις το εξής εμποδίζεται να κτίζονται πύργοι τετράγωνοι με καμάρες επί σκοπώ πολέμου (...) Ομοίως εμποδίζεται να κτίζονται έξω εις τα χωράφια μήτε πύργοι, μήτε οσπίτια, ειμή μόνο καλύβαι και αχούρια όσον δια άχυρον». Αλλά παρά τις οδηγίες αυτές και παρά τις μετέπειτα επεμβάσεις του στρατού οι κάτοικοι συνεχίζουν να χτίζουν μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα σύμφωνα με τα ντόπια κριτήρια». 10 Οι δυσκολίες λοιπόν με την εκτός σχεδίου πόλεως δόμηση και τη προβληματική αποδοχή του νόμου διαφαίνεται ήδη από την εποχή της πρωτογενούς απαίτησης για αδειοδότησης των εργασιών οικοδόμησης.

Η επιθετική διάθεση προς το δημόσιο χώρο είναι χαρακτηριστική σε παλαιότερους οικισμούς της Αττικής. Η Αικατερίνη Δημητσάνου Κρεμέζη, στο βιβλίο Ελληνική Αρχιτεκτονική αναφέρει «Γενικά η κλειστή ζωή της αρβανίτικης αγροτικής οικογένειας της Αττικής, από τα Μεσόγεια μέχρι τη Σαλαμίνα δεν έδωσε προτεραιότητες σε υπαίθριους κοινόχρηστους χώρους κατά την οικιστική συγκρότηση του οικισμού. … Τα ανοίγματα προς το δρόμο είναι σπάνια. Οι δρόμοι δημιουργούνται χωρίς χάραξη ανάμεσα στις ιδιοκτησίες, χωρίς δέντρα, ακανόνιστοι, χωρίς σημεία οπτικής φυγής, με τις μάντρες… το βαρύ πλευρικό όριο των δρόμων… δεξιά και αριστερά να εμποδίζουν κάθε θέα της ζωής πίσω από αυτές» ... «πλατείες προκύπτουν μέσα από τις συμβολές δρόμων ή από τις διευρύνσεις ανάμεσα εμπρός από εκκλησίες, από πηγάδια ή άλλα κοινόχρηστα κτίσματα»11. Η περιγραφή αντιστοιχεί με τις σύγχρονες τοπογραφικές μνήμες στις παρυφές των ελληνικών πόλεων.

Η αυθαιρεσία ως ιδεολογική θέση

Ο Αριστείδης Ρωμανός, συγγραφέας του Illegal Settlements in Athens, το 1969 αναφέρει: «στα αυθαίρετα λείπει ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που διαποτίζει και ενοποιεί τους παλιούς οικισμούς ... λείπει ίσως η λεγόμενη λαϊκή σοφία». 12

Στη μετα-ιστορική εποχή, η ‘άνευ-περιορισμών’ ανώνυμη δόμηση καλείται προκλητική τερατουργηματική αυθαιρεσία, ενώ η άνευ κτιριολογικών κανονισμών κτιριακή κληρονομιά των προ-μοντέρνων καιρών εξιδανικεύεται απατηλά, φέρεται ως πηγαία έκφραση ταλέντου, δεξιοτεχνίας, ευρηματικότητας και λαϊκής σοφίας. Κι όμως το ισχυρό αυτό σχίσμα διαμορφώθηκε συλλογικά μέσω επιλογών των ιδίων ανθρώπινων κοινοτήτων.

Οι σύγχρονοι αστοί φέρονται συχνά να αποζητούν νοσταλγικά τους παραδοσιακούς οικισμούς. Κι όμως οι κάτοικοι των οικισμών αυτών κάποια στιγμή προτίμησαν να μετα-ν-αστεύσουν, μαζικά, σε καταθλιπτικά, περιορισμένης επιφάνειας, στενόχωρα διαμερίσματα, θυσιάζοντας ένθερμα και ενσυνείδητα, πιθανότατα περισσότερο από ότι οιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό έθνος, τα φερόμενα σήμερα ως ‘πλεονεκτήματα’ του παραδοσιακού βίου της επαρχίας, εξιδανικεύοντας τις δραστικά καινοφανείς δομές οργάνωσης του βίαια γιγαντούμενου άστεως.

Στην πρόσφατη ιστορία της χώρα μας, τα συλλογικά παρηγμένα πολεοδομικά δημιουργήματα επάλληλων μεταπολεμικών γεννεών χαρακτηρίζονται από ριζικά διαφοροποιημένες υλικοτεχνικές, χωροταξικές, μορφολογικές, τυπολογικές και αισθητικές τάσεις. Από την άτυπη παραδοσιακή δόμηση, τη γοητευτικά οργανική, φιλοσοφημένη και περιβαλλοντικά συμβατή, μεταβήκαμε στη περίφημη μοντέρνα ανοδομή με φέροντα οργανισμό οπλισμένου σκυροδέματος, μη-φέρουσες επίχριστες τοιχοποιίες και ημιπροκατασκευασμένα κουφώματα.

Η διάδοση των βιομηχανικών υλικών και των κατασκευαστικών τεχνικών έχει ωθήσει την αρχιτεκτονική συνείδηση σε σχίσμα: στη συναισθηματική μνήμη των μη-ειδικών η μοντέρνα δόμηση παραμένει ένα ‘αλλότριο’ φαινόμενο, ενώ στο λογικό τομέα της συνείδησης αποτελεί πλήρως αποδεκτό οικονομικοτεχνικό καθεστώς. Το φαινόμενο φέρει σαφή ίχνη σχιζοειδών πολιτιστικών ηθών: η σχεδόν ακαριαία υλικοτεχνική μετάλλαξη της ελληνικής κατασκευαστικής αγοράς, από παραδοσιακές σε νεωτερικές τεχνικές δόμησης τελέστηκε σε μία προσωποπαγή, μικρής κλίμακας αναπτυξιακή πραγματικότητα, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, με επενδυτικό φορέα την ίδια τη μεσοαστική και μικροαστική τάξη – επομένως μέσω μιας ανοιχτής και δημο-κρατικά οριζόμενης διαδικασίας κατά την οποία ελέγχονται συνειδητά οι θεμελιώδεις αποφάσεις περί τρόπου δόμησης σε ατομικό επίπεδο αφού τυπικά ως πελάτης/επενδυτής φέρεται ο ιδιώτης/χρήστης - και όχι επιχειρηματικές μονάδες.

Οικοδομική μετάλλαξη

Η ριζική μεταστροφή της ελληνικής κατασκευαστικής αγοράς μεταπολεμικά είναι θεαματική: ενώ για παράδειγμα στις Η.Π.Α. στις κατοικίες συνεχίζει να ακολουθείται η παλαιότατη αγγλοσαξωνική παράδοση της σκελετικής κατασκευαστικής μεθόδου balloon frame με βάση τα προϊόντα ξύλου, στον τόπο μας οι κυρίαρχες ιστορικά μέθοδοι δόμησης με φέρουσες λιθοδομές, ξύλινες ζευκτές στεγάσεις και επικάλυψη κεραμικών ή πέτρινων πλακών, εγκαταλήφθηκαν ακαριαία, ενώ η οικοδομική αγορά και τεχνογνωσία του φέροντος οπλισμένου σκυροδέματος και μη-φέρουσας τοιχοποιίας διαδόθηκε με αντίστοιχη ταχύτητα, συρρικνώνοντας τη μορφολογική γκάμα της πλουσιότατης εγχώριας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς σε ένα, μοναδικό, απόλυτο τύπο κτιρίου, ενός διογκωμένου dom-ino house.

Το φαινόμενο πλέον έχει παγιωθεί τόσο έντονα ώστε η εικόνα της παραδοσιακής κατοικίας καθ’εαυτή έχει πλέον μεταλλαχτεί αντίστοιχα: το παραδοσιακό κτίσμα επανεμφανίζεται ως μια τυπική μοντέρνα κατασκευή με μερικά απλικέ extras, που κοστολογούνται ως πρόσθετα –την πολύ-ριχτη στέγη, τα φλύαρα κυγκλιδώματα, τον αδρό σοβά, τις ξύλινες οροφές. Πλέον η εξαναγκαστική διαφύλαξή της παραδοσιακής μορφολογίας επαφίεται αποκλειστικά σε ανά-τόπο ειδικά νομοθετικά διατάγματα, έστω και αν δύο γεννιές πριν αποτελούσε αυθόρμητη και προφανή αρχιτεκτονική έκφραση. Τα καινοτόμα οικοδομικά υλικά μιας εξειδικευμένης και διακλαδιζόμενης οικοδομικής βιομηχανίας κάθε άλλο παρά διεύρινση της αρχιτεκτονικής και της αισθητικής εξυπηρέτησαν.

Με την εισαγωγή της δυτικής τεχνολογίας και των αντιλήψεων της εμπορευσιμότητας της ακίνητης περιουσίας επήλθε συντριπτική στένευση των δυνατοτήτων. Ο θεωρούμενος ‘ερασιτεχνισμός’ της κατακερματισμένης αναπτυξιακής πολιτικής αποτέλεσε, έστω θεωρητικά, ικανή ευκαιρία ανάπτυξης του δομημένου περιβάλλοντος με την άμεση συμβολή του μέσου πολίτη, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να δημιουργήσει, κάνοντας εφαρμογή των προσωπικών του κριτηρίων, το δικό του κτίριο επί της βάσης ενός κοινού νομοθετικού πλαισίου. Η εναλλακτική πραγματικότητα, όπως συναντάται στις οικονομικά προηγμένες χώρες, συνιστά τον κεντρικό συντονισμό αναπτυξιακών τακτικών από επιχειρηματικούς κολοσσούς, και κατηγορείται από σύγχρονους κριτικούς για στυγνή αδιαφορία προς τις θεμελιώδεις παραμέτρους περιβαλλοντικής ποιότητας, αειφορίας, ιδιαιτερότητας και οργανωτικής αυτονομίας. Το εγχώριο μοντέλο της απελεύθερης προσωποπαγούς οικιστικής ανάπτυξης μας απέδωσε τα σύγχρονα τερατουργηματικά συγκροτήματα των ελληνικών αστικών κέντρων. Έτσι χάνεται πρακτικά η δυνατότητα αντίταξης του μοντέλου αυτού στο ανερχόμενο καθεστώς της συγκεντρωτικής μονοπώλησης της αναπτυξιακής δραστηριότητας από ‘επαγγελματικού’ κύρους επιχειρηματικούς γίγαντες.

Ψευδο-προοδευτικά πάθη

Ο νεοελληνικός αστικισμός έχει επιδείξει ένα ήθος προοδευτισμού και νεωτερικότητας που φθάνει τα όρια του άκριτου εναγγαλισμού του νέου χωρίς την ύπαρξη συλλογικής ή ευρύτερης προοπτικής. Η ελληνική πόλη, χωρίς να ορίζεται ακόμη από ισχυρή επιχειρηματική δυναμική, παραπαίει ως μια ρευστή, νωπή ενότητα ετερόκλητης μορφοπλαστικής και συντριπτικά ομοιογενούς οργάνωσης. Οι δομές της οικονομίας, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα αναπτυξιακά ήθη προδιαγράφουν –έμμεσα μεν, αλλά με σαφήνεια- τις μορφοπλαστικές αρχές. Έτσι, ο κερδοσκοπικός μικρο-ιδιοκτησιακός κατακερματισμός στην ελληνική επικράτεια και η άναρχη χάραξη ιδιωτικών οδών επιπλέον του επίσημου σχεδίου πόλεως, αποτελούν παραμέτρους που άμεσα προσδιορίζουν το μέγεθος των συγχωρούμενων κτιρίων και την τάση για υπερσυμπύκνωση, συνωστισμό και στενοχωρία.

Η αέναη επανάληψη του κυρίαρχου κτιριακού τύπου, της πολυκατοικίας, δηλώνει την αμηχανία προσδιορισμού της αστικής ταυτότητας, και την εσωστρέφεια με την οποία η πόλη αναπτύσσεται, ώστε κάθε κτίριο να οργανώνεται ως αυθύπαρκτη, αμυνόμενη οντότητα έναντι του δημόσιου χώρου. Αν η πυκνότητα και η α-προβλεψιμότητα αποτελούν συστατικά της υγιούς πόλης, η καταπατητική διάθεση υποβάθμισης του δημόσιου τόπου αποτελεί εγγύηση κατάλυσης κάθε έννοιας αστικότητας.

Οι εκδοχές της πυκνότητας, έτσι όπως συναντούνται στην ελληνική επικράτεια, δεν σχετίζεται με την έννοια του αποστειρωμένου, το μεθοδικού, το θεσμοθετημένο, όπως προτάσσει ο μοντερνισμός στην αρχιτεκτονική. Ακριβώς αυτή η έννοια της αμεθόδευτης πυκνότητας έχει ιδιαίτερες αντοχές αφού βασίζεται ακριβώς στην ισχυρή παρουσία του θεσμού της προσωποπαγούς ιδιοκτησίας: ο αντίποδας είναι η αμερικανική πραγματικότητα που ένα κτίριο απλά ενοικιάζεται για ένα μέγιστο διάστημα 50 χρόνων και στη συνέχεια επιστρέφει στο κράτος ή σε κολοσσιαίαους εταιρικούς ομίλους. Στη χώρα μας, δεν υπάρχει σε έντονο βαθμό η έννοια της εγκαταλελειμένης ιδιοκτησίας, ενώ στις ΗΠΑ συντριπτικό ποσοστό κτιρίων παραμένει κενό εκόμη και σε πυκνούς ιστούς όπως το Manhattan.

Η συλλογικότητα ως συνενοχή

Ως πρωταρχικές φάσεις αποίκησης ενός τόπου λειτουργούσαν ανέκαθεν ο εμπρησμός, η αποψίλωση και η καταπάτηση. Εκεί ακριβώς τοποθετούνται τα σύγχρονα εγχώρια φαινόμενα αστικοποίησης: Η ιδιωτικά παραγόμενη ελληνική πόλη εξαπλώνεται αποσαθρώνοντας κάθε χωροταξικό και γεωγραφικό περι-ορισμό, συνειδητά, με συλλογικές διαδικασίες, μικροπαρεμβάσεις οικειοποίησης και εν συνεχεία με την περιπαθή προάσπιση της περιουσίας [το λεγόμενο βιός], του δικαιώματος παγίωσης της αυθαίρετης εγκατάστασης.

Η σχέση της πόλης με το φυσικό περιβάλλον διαμορφώνεται ενδόμυχα μέσα από αυτοσχέδιες μεθόδους επιβολής και ενστικτώδους αλλά εκούσιας αυθαιρεσίας. Οι πληθυσμιακές μάζες οι οποίες για μακρό διάστημα διαβίωναν κρυμμένες σε εγχώριους οχυρωματικούς οικισμούς επανα-αποικίζουν την ελληνική επικράτεια με νέους όρους. Η ελληνική πόλη λειτουργεί ως ένα κύμα, ως μέτωπο που μετακινείται αποσαρθρώνοντας το φυσικό τοπίο.

Η επεκτατική διαδικασία είναι καταληστευτική. Η σκληρότητα της αντιστοιχεί στην ωμή καταπάτηση της αμερικανικής δύσης από τα καραβάνια των πιονιέρων .13 Ο πρωτογονισμός της οργάνωσής της και η αδιάσειστη βαρύτητα της αποσπασματικής οικοδομικής δραστηριότητας με κοντόφθαλμο στόχο τη στοιχειώδη τόνωση της εγχώριας οικονομίας κάνει την αέναη επέκταση της οικοδομικής δραστηριότητας αυτοσκοπό και πλασματική ανάγκη.

Η ισχυρότερη θέση της μεταπολεμικής νεοελληνικής αρχιτεκτονικής και οικοδομικής πραγματικότητας δε σχετίζεται με τις πρωτοπόρες δημιουργίες της χρυσής δεκαετίας των μέσων του ’50 και ’60, το νεο-ιστορικισμό του κριτικού περιφερικισμού ή τις ψευδο-ορθολογιστικές εμμονές –και τους παλαιομοντέρνους μηρυκασμούς: η ισχυρότερη –πλην ανομολόγητη- θέση [thesis] είναι η παρανομία. Μέσο επίτευξης είναι η παρασιτική «συγ-χώρηση», το στρίμωγμα με αποτέλεσμα τη στενοχωρία, η οποία στη συνέχεια νομιμοποιείται, συγχωρείται.

Το άγραφο μανιφέστο της ελληνικής πόλης

Εθελοτυφώντας, οι πρακτικές δημιουργίας κτιριακής περιουσίας αποκρύπτονται από ιδιόκτητα νοικοκυριά και οικοδομικές επιχειρήσεις. Με σταθερότητα και ακρίβεια η εγχώρια αρχιτεκτονική οδηγείται σε συντριπτική συρρίκνωση και το αστικό περιβάλλον στην εξαθλίωση.

Αν λοιπόν τυπολογικά η σύγχρονη ελληνική πόλη οργανώνεται από την αέναη επανάληψη της αστικής πολυκατοικίας, ιδεολογικά οργανώνεται με απόλυτη προτεραιότητα την παρανομία και την ανταγωνιστική καταπάτηση. Με εξαιρετική επιμέλεια, κάθε σχεδόν κτιριακό έργο στην ελληνική επικράτεια μορφώνεται και αρθρώνεται με βάση την απόκρυφη παρανομία, ή, αν το επιτρέπουν οι δημόσιες σχέσεις του επενδυτή ή ιδιοκτήτη, τη μεγαλοπρεπή παρανομία.

Οι ευυπόληπτοι εργολάβοι φροντίζουν οι ημιυπαίθριοί τους να έχουν παροχές θέρμανσης, τηλεόρασης και τηλεφώνου, οι συνεπείς μελετητές διατηρούν διπλές σειρές σχεδίων, οι πεπειραμένοι εκδότες αδειών –ανεξαρτήτως επαγγελματικής κατάρτισης- περήφανα εντρυφούν στις ανομολόγητες φόρμουλες των αντι-κανονισμών –την έμμεσα επιτρεπόμενη παρανομία που εννέχει ο εκάστοτε ισχύων κτιριολογικός κανονισμός και ο ειδήμων αγοραστής κατανοεί και συνυπογράφει τις κατά το μέγιστον προεκτάσεις και επεκτάσεις περίκλειστης πωλητέας επιφάνειας.

Ημιυπαίθριοι, έρκερ, κουρ-ανγκλέ, σοφίτες και πλέϊρουμ

Όλοι πλέον αναγνωρίζουμε πως οι περίφημοι αυτοί όροι σημαίνουν –ουσιαστικά- πατάρια, πισίνες, κοιτώνες, γκαρσονιέρες. Αν η αρχιτεκτονική ιδεαλιστικά διαμορφώνεται με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, με πρόθεση ανάδειξης πολιτιστικών χαρακτηριστικών, ως προαγωγός της ποιότητας ζωής, τότε η ‘πραγματιστική’ αρχιτεκτονική, διακρίνοντας μόνο –ανυπόστατα και επίπλαστα- πραγματολογικά αδιέξοδα, μανιακά στριμώγνεται στην ψευδαίσθηση της μονόδρομης ανάγκης για παρανομία. Πληθώρα κτιριακών έργων υποκινούνται κατ’εξοχήν με την προοπτική της αυθαιρεσίας, και τα παραγόμενα κτίρια συντίθενται με μοναδικό μορφοπλαστικό κριτήριο και ιδεολογία τη μεγιστοποίηση της παρανομίας.

Δεν είναι οι αρχιτεκτονικές αρχές που γεννούν κτιριακή δημιουργία –όπως φαντάζονταν οι πρωτοπόροι του μοντερνισμού οι οποίοι διέκριναν ως κόκκινο πανί τα γύψινα κυμάτια των προγόνων και συγχρόνων τους- δεν είναι καν ο Γενικός Κτιριολογικός Κανονισμός που πλάθει αρχιτεκτονική: η αρχιτεκτονική υπακούει στον ηδονισμό της αυθαιρεσίας, στην απόκρυφη μετάπλαση του κτιρίου, την προοπτική για κάτι ιδιάζον, κάτι περισσότερο, πάντα περισσότερο.

Η πιο δημοφιλής και αξιοπρόσεκτη σχεδιαστική άσκηση στην νεοελληνική αρχιτεκτονική πρακτική είναι ο σχεδιασμός ενός πλήρους κτιρίου [επίσημη υποβολή] που σαν άλλο ολόγραμμα ουσιαστικά αποκρύπτει το πραγματικό [το εφαρμοζόμενο] –η δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού προϊόντος που υπάρχει μόνο ως διασκευή και πιστευτή, νομίμως αποδεκτή υπονόηση του «άλλου», του εφαρμοζόμενου προγραμματικού σεναρίου.

Η ίδια η καθημερινή ορολογία εκφράζει τις καταληστευτικές διαθέσεις στον προσδιορισμό των χρήσεων. Ενδεικτικά, ο κοινώς αποδεκτός όρος ‘ακάλυπτος’ δείχνει άμεσα πως αναφερόμαστε σε ένα χώρο ‘προς κάλυψη’ σε κανονικές συνθήκες. Ο χώρος χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του να αποκτήσει άλλη ιδιότητα, και κυρίως την αδυναμία του να εμπορευματοποιηθεί, να δομηθεί. Αποτελεί πάντα και αποκλειστικά ένα υπόλοιπο, ένα χωρικό απόρρημα. Αντίστοιχα, αρνείται να αποκτήσει αρχιτεκτονικά ακέραια όψη το κτίριο προς την πλευρά του ακαλύπτου. Το 1949 o Ιωάννης Λυγίζος γράφει χαρακτηριστικά: «το άχαρο θέαμα των ατελείωτων ντουβαριών που ανάμεσά τους ζει ο κατάδικος, αυτός που λέγεται αστός, όταν μάλιστα το παράθυρό του βλέπει, αντί σε ευρύχωρο φωταγωγό, στις γνωστές αθηναϊκές πηγάδες μερικών πολυκατοικιών».14

Απομυθοποίηση και αστικός μυθριδατισμός

Παραδοσιακά, μέχρι σχετικά πρόσφατα, στην ελληνική επικράτεια, στην ύπαιθρο, στο χωριό, στην κωμόπολη, δεν υπήρχε η «παρόχληση» της έκδοσης οικοδομικής άδειας, επίσημα, νομοθετημένα. Αντίστοιχα, oι τίτλοι ιδιοκτησίας ήταν ‘δια λόγου’, προφορικοί. Η αειφόρος αρχιτεκτονική μας κληρονομία, η γραφική, όμορφη, σοφή λαϊκή αρχιτεκτονική δημιουργία στην οποία καταληστευτικά βασίζεται η εγχώρια τριτογενής οικονομία, με τη μετοίκηση στα αστικά κέντρα μεταλλάχτηκε: έγινε άσχημη. Οι ανειδίκευτοι, πηγαίοι δημιουργοί της, έμελλε στο εξής να γεννούν τέρατα.

Οι [πρώην] παραγκουπόλεις του Περάματος, των Άνω Λιοσίων ή της Πεντέλης, οι άναρχες ατέρμονες επεκτάσεις στις περιφέρειες των πόλεων, δεν είχαν τίποτα από το οικείο και το γλυκύ της επίσης –σύμφωνα με νομοθετικά κριτήρια- αυθαίρετης δόμησης των ιστορικών οικισμών. Οι μέτοικοι, πλέον καταπατητές, μετατρέπουν το πάθος για οικοδομική δραστηριότητα -που φέρουν από την επαρχία- [συνειδητοποιώντας την ύπαρξη ενός προσιτού τότε οικονομικού ορίζοντα, της αγοράς ακινήτων] σε προσωπική τους εκδοχή της έννοιας της επενδυτικής τακτικής: την οικειοποίηση, επέκταση και απόκρυψη, όχι πλέον των καλλιεργειών τους, αλλά της νέας περιουσίας, των διαμερισμάτων, εις το όνομα κάποιου υποτιθέμενου δικαίου της φτωχολογιάς ή μάλλον της συστηματικής και παθολογικής μεμψιμοιρίας, συχνά ανεξαρτήτως οικονομικής κάστας.

Ο ηδονισμός του παραπηγματία

Οι πρώην παραυλακιστές 15 εμφανίζονται ως παροικούντες εργολάβοι. Οι νομιμοποιημένες πλήρως αυθαίρετες ζώνες βρίσκονται να υποκαθιστούν την ίδια την έννοια της πόλης. Η συλλογικότητα της μικρο-απατεωνικής δραστηριότητας συνοδεύεται με την πίστη στη φυσιολογικότητά τους. Η συνενοχή στις εδραιωμένα παρωχημένες νοοτροπίες είναι πλήρως απενοχοποιημένη, γεννώντας ένα καθεστώς αστικού μυθριδατισμού.

Στο μυθιστόρημά «Αργώ», περίπου το 1935, ο Γιώργος Θεοτοκάς σχολιάζει την κρίση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από διαλόγους ετερόκλητων προσώπων. Αφενός η αστική του καταγωγή αναδύεται μέσα από το κείμενο, αφετέρου η προσωπική του μεταφυσική άποψη γίνεται σαφής. Γράφει: «Ναι η Ελλάδα έφταιγε για όλα. (Είναι άλλωστε πολύ δύσκολο να παραδεχτεί κανείς, μόνος με τον εαυτό του, σκληρός αλύπητος, να παραδεχτεί πως το κακό βρίσκεται κυρίως μέσα, πως η ψυχή δεν ήταν αρκετά δυνατή. Είναι τόσο δύσκολο, ώστε καλύτερα να μην συλλογίζεται κανείς. Η Ελλάδα λοιπόν). Μίζερη, πικρόχολη, μοχθηρή, κακιά χωρίς περηφάνεια, ταπεινή χωρίς ομορφιά, κιτρινιάρα, βλοσυρή, φαρμακωμένη, με τις πιο παλαβές φιλοδοξίες και με τα συναισθήματα ενός φθονερού υπηρέτη, η Ελλάδα με τα μικρά λιμάνια, τα μικρά καράβια, τα μικρά σπίτια, τα μικρά ζητήματα, τα μικρά πάθη, τις μικρές, μικρούτσικες ζωές, η Ελλάδα κόλαση της μικρότητας – ω φρίκη!» 16

Πέρα από την κοινοτυπία του αναθεματισμού και των αφορισμών, στο απόσπασμα γίνεται σαφής η διαρκής αίσθηση αδυναμίας να ανταπόκριθεί η σύγχρονη Ελλάδα σε κάποιες θολές ιδεαλιστικές απαιτήσεις και τα αντίστοιχα μεγαλομανή πρότυπα. Το μοτίβο αυτό της χαμένης δόξας συναντάται συστηματικά στην ελληνικό λόγο. Ο Δημήτρης Χατζής περιγράφει μια κοινωνία που «σπάνε τα πλαίσιά της» όπου «ένας κόσμος της στέρησης και της φτώχειας γνωρίζεται τώρα ξαφνικά με το χρήμα, ζαλίζεται, αγριεύει και μην έχοντας ρίζα καμιά – χάνεται» γεννώντας τον «ανύπαρκτο τόπο».

Απενοχοποίηση και «περιούσια» διαβίωση

Ο Αριστείδης Ρωμανός, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αναφέρει «Μέσα σε λίγα χρόνια που είμαστε ελεύθεροι, ο ιδιωτικός πλούτος άλλαξε πολλές φορές χέρια κι έτσι δεν πρόφτασε να δημιουργηθεί μια αστική τάξη με συνείδηση τέτοια που να μην παραδίνεται εύκολα στα κέφια της μόδας […] ο επαρχιωτισμός λοιπόν κι ακόμα ο ανελθών εκ του βούρκου του πολέμου και της κατοχής μαυραγοριτισμός, είναι τα δύο βασικότερα γνωρίσματα του κακού μας γούστου». 17

Κεντρικό ρόλο στην ικανοποίηση της εμμονής για οικοδόμηση έχει η έντονη αποστροφή προς το παραδοσιακό. Κεντρικές παράμετροι της επανα-αποίκησης της ελληνικής επικράτειας είναι η προσωπική εξασφάλιση, η εγκατάσταση, η θεράπευση του τραύματος της μη-αστικής καταγωγής. Η πλήρης άγνοια, η απώλεια συνείδησης και το άγχος του εκμοντερνισμού, του εξαστικισμού διακηρύσσεται σαφέστατα σε κάθε πεδίο έκφρασης και δραστηριότητας.

Τα διαδεδομένα πρότυπα εδραιώνονται και αποτυπώνονται στον ελληνικό κινηματογράφο, όταν ακόμη όλα αποτελούν απλά μια αθώα παρόρμηση. Το τυπικά φαιδρό αλλά κατ’ εξοχήν απενοχοποιημένo σενάριο, μέσα από τα κινηματογραφικά στερεότυπα δίνει λεπτομερή προσέγγιση της κοινωνικής ατζέντας των μεταπολεμικών χρόνων: ο φτωχός, άμοιρος, απόκληρος, καλοπερασάκιας, οκνηρός, μπερμπάντης, εγωπαθής, τυπικά επαρχιώτης, μέσω ανορθόδοξης τύχης, συγκυρίας, κερδίζει την όμορφη, καλή, αθώα, πλούσια νύφη, τέκνο του εφοπλιστή, εργοστασιάρχη, και καταλήγει να αφομοιώνεται από την μεγαλοαστική τάξη, και να καταξιώνεται με «πρώτο τραπέζι» στα νυχτερινά κέντρα, στο Ζαμπέτα και τη Σπεράντζα Βρανά. Ο επαρχιώτης μικροαστός, αποδίδεται πλήρως εφοδιασμένος νοητικά να κατακτήσει τον απόλυτο στόχο, τις απολαύσεις της μοντέρνας αστικής ζωής, εύκολα.

Η εκμετάλλευση των συγκυριών οδηγεί στην εύκολη δικαίωση των ταλαιπωρημένων, οι οποίοι λιμαίνονται το έτοιμο κομπόδεμα των παλαιών αστών. Η προσωπική τακτοποίηση, το βόλεμα χωρίς άλλη συνιστώσα, αποτελεί την μόνη προοπτική. Σε μια ψευδαίσθηση καλοτυχίας, η αγάπη και η ευτυχία συμβαδίζουν με την πλούσια καταγωγή, υποτίθεται χωρίς επιτήδευση, ενώ η αποκατάσταση της ανισότητας και της κοινωνικής αδικίας επέρχεται με το γλέντι σε πολυτελές νυχτερινό κέντρο, ως επιδειξιομανία καλοζωϊσμού και ηδονισμού.

Δίπολο μεγαλοφροσύνης και μικρόνοιας

Η πλήρης απενοχοποίηση του ηδονισμού εξαλείφει κάθε εναλλακτική προσωπική αρχή. Ο ανεπάγγελτος καταφερτζής ήρωας αποτελεί φυσική κατάσταση, όπως και η αντίληψη πως το κεφάλαιο είναι μόνο κληρονομητέο και η επιχειρηματικότητα μόνο προσανατολισμένη στο κέρδος και την άσκηση εξουσίας. Το ενδιαφέρον για την αύξηση του κύκλου εργασιών δεν ενδιαφέρει, και δεν προσεγγίζεται, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας που υποσκάπτει και ανατρέπει τη συνολική προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης. Κι όμως η μεγαλομανία παραμένει: Ο Δημήτρης Φιλιππίδης σχολιάζει: «τα αυθαίρετα χαρακτηρίζονται από μια ετερόκλητη αρχιτεκτονική που απηχεί το σύγχρονο πλουραλισμό των ανώτερων εισοδημάτων».

Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς στο βιβλίο του Η ελληνική τραγωδία αναφέρει «Η ιδιότυπη ανάπτυξη της Ελλάδος ουσιαστικά στηρίζεται πάνω σε ένα ευρύ επαγγελματικό παρασιτισμό και έχει σαν παράγωγο την εξάπλωση του καταναλωτισμού, που σην περίπτωση των ανωτέρων εισοδημάτων καταλήγει σε επιδειξιομανία» 18

Ο Κίμωνας Λάσκαρης στο βιβλίο του ο Λογιωτατισμός στην Αρχιτεκτονική το 1956 γράφει: «Στις πολυκατοικίες ο λογιωτατισμός δίνει τη μάχη του με προσόψεις σε πνεύμα μπαρόκ, με κάθε είδου ψευτοστολίσματα, με φαναράκια, με κυγκλιδώματα και εσωτερικού διακόσμους που δίνουν ανάγλυφη την εικόνα μιας φυλής αβέβαιης, κουρασμένης και παραστρατημένη απ’ τις ανεκτίμητες παραδόσεις αυτής της χώρας».19 Ενώ η φράση αναφέρεται στο αυθαίρετο της μικροαστικής κοινωνίας, η έννοια του ετερόκλητου και του πλουραλιστικού παραλληλίζεται στην παρακάτω προσέγγιση του έργου του Πικιώνη.

Ιχνηλατώντας την ελληνικότητα

Ο Ζήσιμος Λωρεντζάτος στο βιβλίο ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης ανεφέρει πως ο αρχιτέκτονας μάζευε το υλικό του αντιγράφοντας σε αμέτρητα κομμάτια χαρτί «από όλες τις εποχές και τις περιοχές της ελληνικής γλώσσας, κομμάτια έμμετρα και κομμάτια πεζά, πεθαμένα και ζωντανά» συλλέγοντας αποσπάσματα από όπου τύχαινε, ασυστηματικοποίητα».

Ο Πικιώνης, με αντιπροσωπευτικά έργα/εκφραστές του το συγκρότημα του Λουμπαρδιάρη και αργότερα την κατοικία Γκαρή γίνεται εκφραστής της αποσπασματικού, μεταγράφοντας το κύρος της υψηλής αρχιτεκτονικής στον αισθητισμό του παραπηγματία. Το σπαράγμα, το τραύμα της καταρηγμάτωσης, η έννοια του συγκυριακού, η συγχώρηση ασύνδετων μελών, η ασυνέχεια, η έλλειψη ειρμού, η ψυχολογική εκτόνωση του ρακοσυλλέκτη, του εραστή των άσύμβατων ευρημάτων, η συσσώρευση κτιριακών υπολοίπων, το πρωτόγονικό horror vacui, φέρονται ως θετική καλλιτεχνική έφραση με βάση το ενστικτώδες αισθητήριο, το υποτιθέμενα αυθεντικό.

Η σχέση μεταξύ του όλου και του τμήματος παραμένει άλυτη, σε μορφοπλαστικό και σε νοητικό επίπεδο, αποκρυσταλλώνοντας κάποιου είδους ψυχική στενοχωρία και τραυματικό νοσταλγισμό. Η αποσπασματικότητα, η ανακολουθία , η ασυνέπεια, η αυθαιρεσία ιδεολογικοποιούνται καθεαυτό λειτουργώντας σε «ασφαλείς» συνθήκες ώστε να μπορούν να χαρακτηριστούν ως αθώα γνωρίσματα: στην επιφανειακή μορφοπλαστική διακόσμηση. Ας μην ξεχνάμε ότι τα κύρια έργα του, αφορούν στην επιμέλεια της τελικής επικάλυψης εύρωστων δημόσιων ή ιδιωτικών έργων.

Τα έργα αυτά αποτελούν προσομοίωση του λαϊκού, το οποίο μέσα από την ασφάλεια της οικονομικής ευμάρειας μετατρέπεται σε παιχνίδι, σε λαϊκισμό. Στην ομιλία του στο γ’ αρχιτεκτονικό συνέδριο ο Πικιώνης εκφράζει το θαυμασμό του για τον αυτοδίδακτο λαϊκό δημιουργό που αντλεί την έμπνευσή του από τη «λαϊκή δημιουργικότητα, εκεί που υπάρχουν οι μητέρες ιδέες, οι ακίνητες έννοιες κάθε λαού». Αν όμως πραγματικά η έννοια της αυθαιρεσίας και της συγχώρησης διευρυνθούν, στην κλίμακα που εμπλέκονται οι έντονες οικονομικο-τεχνικές αδυναμίες, τότε οι επιτηδευμένες μαρμαρόπετρες, τα σκαλιστά και τα κεραμικά μέλη μετατρέπονται σε ελενίτ, λαμαρίνες, ξύλα και ρηγματωμένους τσιμεντόλιθους, και μεταβαίνουμε στην αισθητική του Περάματος.

Η προβληματική της επανάχρησης και της ετερόκλητης ένταξης ακρωτηριασμένων μελών παλαιότρων μνημείων με ευκαιριακή διακοσμητική διάθεση αποτελεί κανόνα στην ελληνική χώρο ήδη από τους μετα-ρωμαϊκούς χρόνους κατά τους οποίους συντριπτικό τμήμα της ελληνικής επικράτειας λειτούργησε ως αγροτική περιφέρεια και δεν εντάχθηκε σε αντίστοιχη πολιτισμική δυναμική –τουλάχιστον όχι σε περιβάλλον οικιστικό ή αστικό, αλλά σε μοναστήρια.

Κατάληξη

Οι αφορισμοί δεν προσφέρουν λύτρωση. Η ανάλυση των ηθών και διαδικασιών ίσως όμως αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμη, και η πολυδιάστατη προσέγγιση –από την επίσημη αρχιτεκτονική- του ζητήματος της αυθαίρετης αστικοποίησης και καταπάτησης, η αποσαφήνιση της σχέσης μεταξύ του φυσικού/κοινού και του ανθρωποδημιούργητου/ιδιοποιημένου ίσως αποτελούν θεμελιώδη βήματα για την οργάνωση στρατηγικής, ώστε να μεταπλαστούν οι εγχώριες αναπτυξιακές πρακτικές και ει δυνατόν να συγκριθούν ή και να συμπέσουν με τις υψηλόφρονες ιδεαλιστικές πεποιθήσεις για τη φύση του νεο-ελληνικού ήθους.

Αδιαμφισβήτητα, φερόμαστε ως αποικιστές στον ίδιο μας τον τόπο. Η μεγαλύτερη ευθύνη για την απώλεια –και στον αντίποδα για την επανενεργοποίηση- των περίφημων χαμένων πατρίδων μας βαρύνει την καθημερινή μας πρακτική. Η συγκλονιστική απουσία ιδέας για τη φύση αυτής της αποίκησης αντιμετωπίζεται εθελοτυφλικά με την μηχανιστική και ταυτόχρονα αμήχανη εμμονή για οικοδόμηση. Μήπως έτσι παγιώνεται το μη-αναστρέψιμο: ο πανικός, το λαβυρινθώδες, αναβάλλοντας αέναα την καλλιέργεια κάθε είδους συνεκτικότητας;

Είναι πιθανό η υπόσχεση του άυριο να εγκυμονείται ακριβώς σε ό,τι σε πρώτη επαφή παρουσιάζεται ως παράλογο και μονομανές: στη διανοητική οξύτητα που ατυχώς –αλλά ενσυνείδητα και επιμελώς- αναλίσκεται στην εμμονή της μικροαπάτης, πιθανώς όμως να εσωκλείει την υπόσχεση μιας ισχυρότερης πνευματικής δυναμικής που απλά βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση.

Aristotelis F. Dimitrakopoulos
Professor of Architecture
Savannah College of Art & Design
(for the 2004 Do.Co.Mo.Mo. Conference) 

3 Δημήτρης Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική: αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα, Αθήνα 1984, σ. 266.
4 Δημήτρης Φιλιππίδης, Ibid, σ. 50.
5 Δημήτρης Καρύδης, Ανάγνωση Πολεοδομίας, Η Κοινωνική Σημασία των Χωρικών Μορφών, Εκδόσεις
Συμμετρία, Αθήνα 1991, δημοσίευση επιστολής από τα Αρχεία του Κράτους σ. 36-37.
6 Βασίλης Τσαγρής, «Αι Αθήναι ως πόλις», Αρχιμήδης 7/118, σ. 79.
7 Δημήτρης Φιλιππίδης, Ibid, σ. 202
8 Θ. Βελλιανίτης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδια, Τόμος Δ’, σ. 619.
9 Άπαντα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Κριτική Έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Τόμος Τρίτος, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1984, σ. 293.
10 Ελληνική Αρχιτεκτονική, Επιμέλεια Δημήτρη Φιλιππίδη, Τόμος Πελοπόννησος Β’, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1991, σ. 180-181
11 Ελληνική Αρχιτεκτονική, Επιμέλεια Δημήτρη Φιλιππίδη, Τόμος Πελοπόννησος Β’, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1991, σ. 210-211.
12 Aριστείδης Ρωμανός, Illegal Settlements in Athens, Shelter and Society, P. Oliver, Barrie and Jenkins, London, 1969.
13 Τυπική αναφορά απότελεί η περίπτωση της Oklahoma, αρχικά γη που είχε προσφερθεί στους ιθαγενείς, η οποία διατέθηκε στους μετανάστες με το περίφημο Land Run, όπου οι άποικοι με το ενακτήριο λάκτισμα του Ιππικού τρέχουν να καταλάβουν εκτάσεις. Άμεσα δημιουργήθηκε όμως αναλυτικό κτηματολόγιο.
14 Ιωάννης Λυγίζος, Ελληνική Νησιωτική Αρχιτεκτονική, Αετός, Αθήνα 1944, σ. 95..
15 Παραυλακιστής είναι αυτός που κρυφά μεταφέρει τα αυλάκια του νερού που διαχώριζαν ιδιοκτησίες στην ελληνική ύπαιθρο, ώστε να διευρύνει την ιδιοκτησία του. Ο όρος αναφέρεται σε εκκλησιαστικές τοιχογραφίες που αποδίδουν τα είδη των αμαρτωλών.
16 Γιώργος θεοτοκάς, Αργώ, Τόμος Β’, σελ. 84.
17 Αριστείδης Ρωμανός, «Κατοικίες ‘εκτός σχεδίου’ (πρόβλημα ή λύση;)», το Βήμα, 16-6-1973.
18 Η ελληνική τραγωδία, Ολκός, Αθήνα 1974, 102-3.
19 Κίμωνας Λάσκαρης, Ο λογιωτατισμός στην αρχιτεκτονική, Ζυγός 7/1956, σ. 5.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital