ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η Πολεοδομία στην Ελλάδα

02 Ιούνιος, 2005

Η Πολεοδομία στην Ελλάδα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ Ο σχεδιασμός των ελληνικών πόλεων είναι ένας μακρύς κατάλογος από αθετημένα αρχικά σχέδια χάραξης, που στην καλύτερη περίπτωση εφαρμόστηκαν αποσπασματικά, με απειρία αλλαγών και αναθεωρήσεων.

Ο σχεδιασμός των ελληνικών πόλεων είναι ένας μακρύς κατάλογος από αθετημένα αρχικά σχέδια χάραξης, που στην καλύτερη περίπτωση εφαρμόστηκαν αποσπασματικά, με απειρία αλλαγών και αναθεωρήσεων. Είναι επίσης διάστικτος με περιπτώσεις αλύπητης καταστροφής και αλλοίωσης προηγουμένων φάσεων ανάπτυξης και αντίστοιχων μνημείων σε πυρήνες παλαιότερων οικισμών, που μπορεί να ανάγονταν ως τα βάθη της προϊστορίας. Με τεράστιες ελλείψεις σε δίκτυα υποδομής και κυκλοφορίας ή σε κοινόχρηστους χώρους, με ευρύτατα διαδομένα τα φαινόμενα της αυθαίρετης δόμησης και καταπάτησης δημόσιας γης, συνδυασμένα με την απουσία κτηματολογίου, οι πολεοδομικές εφαρμογές στην Ελλάδα δηλώνονται περισσότερο με την απουσία παρά με την παρουσία τους.

Εφόσον κρίνει κανείς συμβατικά, η εκτίμηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί πράγματι αντικειμενική. Η συνοπτική έκθεση των αρνητικών όμως φαινομένων αποκρύβει σκόπιμα μέρος της αλήθειας, γιατί οι ελληνικές πόλεις - τουλάχιστον όσες σήμερα αναπτύσσονται - διακρίνονται για το δυναμισμό τους. Ακόμα και η Αθήνα, η για πολλούς αβίωτη τσιμεντούπολη, έχει με τον καιρό αποκτήσει υποστηρικτές που είναι πια τώρα σε θέση να εντοπίσουν τις κρυμμένες αρετές της, χρησιμοποιώντας άλλου είδους επιχειρηματολογία.

Με άλλα λόγια, όποιος αναφέρεται στην ελληνική πολεοδομία θα πρέπει να έχει υπόψη του την αισθητή μεταστροφή προς ανορθόδοξα κριτήρια αξιολόγησης, που ανατρέπουν πολλές ως τώρα θεσμοθετημένες αντιλήψεις για το πώς πρέπει να δείχνει μια πόλη. Αν πάλι ο ορίζοντας ανοίξει ώστε να συμπεριλάβει τη χρονική περίοδο που εκτείνεται ως τις αρχές του αιώνα, μια τέτοια ιστορική διάσταση υποχρεωτικά επιβάλλει προσαρμογές στην οπτική, όχι όμως αναγκαστικά και αλλαγή αντίληψης. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, μπορεί τότε κανείς να διακρίνει τα περισσότερα από όσα θεωρούνται σύγχρονα συμπτώματα να είναι ήδη παρόντα και να απασχολούν ειδικούς και κοινή γνώμη, να συμβάλουν στην παραγωγή προτάσεων και να οδηγούν σε συγκεκριμένα έργα εξίσου όπως σήμερα. Φυσικά και υπάρχουν διαφορές. Η κυριότερη ίσως είναι η διαφορά κλίμακας: δηλαδή του μεγέθους επέμβασης ή καταστροφής, με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας και των οικονομικών μεγεθών που εξυπηρετούν μεγάλα συμφέροντα. Επίσης σημαντική είναι η διαφορά που προκύπτει από τη μετάβαση στον καταναλωτισμό της μαζικής κοινωνίας, κάτι ακόμα άγνωστο στις αρχές του αιώνα, αλλά σήμερα καθοριστικό στοιχείο της μορφής και του χαρακτήρα των πόλεων.

Με βάση τα προηγούμενα, η επισκόπηση της ελληνικής πολεοδομίας στον 20ό αιώνα αποκτά νόημα εφόσον τονιστούν τα χαρακτηριστικά διαρκείας, πέρα από πιθανές εκτροπές ή παρεμβάσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν απέχουν πολύ από όσα αρχικά εντοπίστηκαν ως 'αρνητικά' στοιχεία, οπότε το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο πώς κάθε φορά αντιμετωπιζόταν η κρίσιμη κατάσταση ή η απαίτηση για ένα καλύτερο αύριο με βάση τις τρέχουσες παραδοχές και τα δεδομένα. Σημασία επίσης έχει σε ποιο σημείο μπαίνει κάθε φορά η έμφαση, επιλογή πολιτικής βέβαια υφής, που όμως αντανακλά γενικότερες κατευθύνσεις καθορισμένες από το κοινωνικό σύνολο. Το ζητούμενο, ωστόσο, νόημα θα πρέπει εξίσου να αναζητηθεί στην παράδοξη εμμονή σε συμβατικούς τρόπους αντιμετώπισης της κάθε 'κρίσης', καθώς η ίδια η πράξη οδηγεί κάθε φορά με σταθερό χέρι τις τύχες του αστικού χώρου προς νομοτελειακά καθορισμένο αποτέλεσμα.

Η αίσθηση άλλωστε της συνέχειας προϋπάρχει της περιόδου που εξετάζεται. Το πέρασμα έτσι από τον 19ο στον 20ό αιώνα δεν συνοδεύεται από κάποια ιδιαίτερη μεταστροφή στην ελληνική πολεοδομία, που συνεχίζει να μένει προσκολλημένη στο σταθερό της όραμα - την με κάθε θυσία παρακολούθηση των εξελίξεων στην Ευρώπη. Όπως και άλλα τότε κράτη στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα προσβλέπει σε ολιστικά 'σχέδια-θαύμα' που προσφέρονται από ξένους ειδικούς, προσκεκλημένους είτε από την κυβέρνηση είτε από τους βασιλείς (Ludwig Wagner, 1908 Thomas Mawson, 1914). To πρόσχημα πάντως στην περίπτωση της Ελλάδας είναι κάτι πέρα από τον εξευρωπαϊσμό, είναι η 'Μεγάλη Ιδέα' της ανασύστασης του Βυζαντίου με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Γι' αυτό άλλωστε η Αθήνα δεν σχεδιαζόταν απλά ως πρωτεύουσα ενός κρατιδίου αλλά σαν πρωτεύουσα αυτοκρατορίας, στα πρότυπα άλλων αποικιοκρατικών πρωτευουσών της Ευρώπης.(3)

Mawson, Σχέδιο ανάπτυξης και επέκτασης Αθηνών, 1914


Σε αντίθεση όμως με τον περασμένο αιώνα, που είδε να δημιουργείται ένα καινούριο δίκτυο πόλεων κυριολεκτικά μέσα από τις στάχτες, αντικείμενο των νέων σχεδίων του 20οΰ αιώνα θα είναι αποκλειστικά τα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως η Αθήνα, αλλά και λίγο μετά η Θεσσαλονίκη, όταν η προσάρτηση της στο ελληνικό κράτος με τους Βαλκανικούς Πολέμους θα συνοδευτεί από πυρκαγιά που κατέστρεψε το κέντρο της (1917). Οπότε, μάλλον συμπτωματικά, η Θεσσαλονίκη θα αποκτήσει καινούριο κέντρο, πάνω σε σχέδια του πολύπειρου πολεοδόμου Ernest Hebrard (1918-21),(4) ενώ η Αθήνα, ήδη από τότε, θα αναφέρεται στα μεγαλειώδη της όνειρα χωρίς ελπίδα υλοποίησης.



Ernest Hebrard, reconstruction of central
Thessaloniki area, 1917

Η τελευταία συνειδητή προσπάθεια μορφολογικής οργάνωσης της Αθήνας θα γίνει από την Επιτροπή Καλλιγά, όπου πάλι πρωταγωνιστεί ο Hebrard πλάι στον Π. Καλλιγά, που εργάστηκε μακροχρόνια (1919-24), χωρίς όμως να μπορέσει να επηρεάσει αποφασιστικά τον τρόπο ανάπτυξης της πόλης. Ενδιαφέρον επίσης έχει η ενεργός συμμετοχή του Ελευθέριου Βενιζέλου, πολιτικού με σαφείς εκσυγχρονιστικές βλέψεις, στα πολεοδομικά ζητήματα της εποχής του: σε αυτόν οφείλεται η μετατροπή των παλαιών Ανακτόρων σε Βουλή με την παράλληλη δημιουργία του μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη στη βάση της (1929), όπως και η εμμονή στην μη πραγματοποιημένη κατασκευή πελώριου Δικαστικού Μεγάρου (Αλέξανδρος Νικολούδης, 1928-31) κοντά στην Ακρόπολη.(5)



Επιτροπή Πείρου Καλλιγά,
Σχέδιο Αθηνών, 1924


Όλες οι προτάσεις στις δυο πρώτες δεκαετίες του αιώνα είχαν κοινό χαρακτηριστικό την ενσωμάτωση μιας αισθητικά αναγνωρίσιμης οργάνωσης του αστικού χώρου στον άμορφο χάρτη των οικισμών, με βάση τις παραδοχές της εποχής για εύρυθμη λειτουργία και μνημειακή οργάνωση του χώρου. Οι δυο αυτές απαιτήσεις προσεγγίζονταν με τη χάραξη νέου βασικού δικτύου κυκλοφορίας και με την ομαδοποίηση σημαντικών δημόσιων κτιρίων σε συνδυασμό με μεγάλους ανοιχτούς χώρους. Οι προτάσεις φρόντιζαν παράλληλα για την ανάδειξη των μνημείων της αρχαιότητας και του Βυζαντίου που ήταν κατά κανόνα διασπαρμένα στον ιστό.(6)



Κίμων Λάσκαρις και Δ. Κυριακός
Προσφυγικές πολυκατοικίες στην Αθήνα, 1933-35


Αν τα μεγαλειώδη σχέδια εκπροσωπούσαν τις συλλογικές επιθυμίες προβολής και εκσυγχρονισμού, στην πράξη οι πόλεις αναπτύσσονταν με την εφαρμογή πιο ρεαλιστικών μηχανισμών. Κύριο ρόλο σε αυτό έπαιζε η ιδιωτική εκμετάλλευση της γης, που καθόριζε τη θέση και την έκταση εξάπλωσης της δόμησης. Το κράτος έτσι αναγκαστικά ακολουθούσε την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, εντάσσοντας τις νέες περιοχές με οικόπεδα στό σχέδιο πόλεως, με την εφαρμογή μιας εκ των ενόντων διορθωτικής ρυμοτομίας. Στην πράξη λοιπόν το σχέδιο πόλης συντέθηκε από τέτοιες τμηματικές επεκτάσεις, με σαφή τα ίχνη των όχι πάντα ομαλών συνδέσεων μεταξύ τους. Φροντίζοντας να μη θιγούν συμφέροντα των γαιοκτημόνων, η ρυμοτόμηση στις επεκτάσεις σχεδίου ήταν στοιχειώδης, οι διατομές των δρόμων και τα οικοδομικά τετράγωνα περιορίζονταν στο ελάχιστο και σπάνια προβλέπονταν χώροι κοινοχρήστων λειτουργιών ή πρασίνου.



Κατανομή προσφυγικών οικισμών μετά το 1922 στην περιφέρεια Αττικής


Στη δεκαετία του '30, με την ευρεία διάδοση του Μοντέρνου Κινήματος, αναβίωσε η ελπίδα μεταρρύθμισης των ελληνικών πόλεων που εκφράστηκε στο τέταρτο συνέδριο των CIAM στην Αθήνα (1933) και σε παράλληλα δημοσιεύματα,(7) αλλά χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Οι μόνες μεγαλύτερης κλίμακας εφαρμογές του Μοντέρνου Κινήματος ήταν τα πολυάριθμα σχολικά κτίρια που χτίστηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και ορισμένα νοσοκομεία, ενώ οι ευρύτερης πνοής πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις θα μείνουν στα χαρτιά, όπως για παράδειγμα τα σχέδια του Νίκου Μητσάκη για το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ανάλογη ήταν η τύχη των προτάσεων του πολεοδόμου Martin Wagner ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, όταν προσκλήθηκε το 1935 να μιλήσει για το Σχέδιο Αθηνών,(8) υποστήριξε πως χρειάζεται να συσταθεί οργανισμός χρηματοδότησης των σχετικών έργων.

Μπροστά στην αδυναμία να προωθηθούν τα μεγαλόπνοα - αλλά τόσο ανέφικτα - σχέδια, έπρεπε να βρεθούν άλλοι, πιο αποδοτικοί τρόποι αντιμετώπισης των πιεστικών οικιστικών αναγκών. Αιτία της έξαρσης τους στο μεσοπόλεμο ήταν η εισροή προσφυγικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, ύστερα από τις συχνά βίαιες πολιτικές ανακατατάξεις και στρατιωτικές συγκρούσεις σε περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες, από τη Ρωσία ως τη Μικρά Ασία. Με εκείνη την ευκαιρία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από το κράτος ο μηχανισμός οργανωμένης δόμησης, που πρόσφερε στέγαση αρχικά σε πρόσφυγες και μεταπολεμικά σε εργατικές οικογένειες. Τα σχέδια κατοικιών στα προπολεμικά συγκροτήματα έρχονταν απ' έξω συνοδεύοντας τις οικονομικές ενισχύσεις από διεθνείς οργανισμούς,(9) αλλά προς το τέλος της περιόδου, έγιναν και από Έλληνες αρχιτέκτονες που ακολουθούσαν το τότε κυρίαρχο μοντέρνο ιδίωμα, όπως στο συγκρότημα Αμπελοκήπων των Κίμωνα Λάσκαρι και Δημητρίου Κυριακού.

Παράλληλα μετά συγκροτήματα οργανωμένης δόμησης μέσα στην πόλη, το κράτος ενθάρρυνε τη δημιουργία σχεδιασμένων προαστίων, όπως η Νέα Σμύρνη, για την ιδιωτική πλέον στέγαση όσων προσφύγων είχαν τη δυνατότητα. Παραβιάζοντας όμως τον αρχικό στόχο (χυτής της πρωτοβουλίας, αναπτύχθηκαν ιδιωτικοί συνοικισμοί μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων όπως η Ηλιούπολη, ο Χολαργός, το Ψυχικό,(10) η Εκάλη.

Σχέδιο του Ψυχικού, 1923

Ωστόσο οι προσπάθειες παροχής στέγης σε χαμηλά εισοδήματα ήταν αδύνατο να επαρκέσουν. Έτσι έλαβε τεράστιες διαστάσεις η αυθαίρετη δόμηση, ρεύμα ήδη γνωστό από τον περασμένο αιώνα, που διαιώνισε την παρουσία των αρχικά πρόχειρων καταυλισμών για υποδοχή προσφύγουν, συχνά σε κενά και ακατάλληλα σημεία του ιστού (κοίτες ρεμάτων, μεγάλες κλίσεις εδάφους), ενώ μεταγενέστερα περιέλαβε νέα κύματα οικιστών, είτε φυγάδων του εμφυλίου πολέμου (1945-49) είτε των εσωτερικών μεταναστών, όταν το ρεύμα της αστικοποίησης οδήγησε σε ριζική ανακατανομή του πληθυσμού της χώρας. Στην τελευταία περίπτωση η αυθαίρετη δόμηση σχημάτισε ολόκληρους οικισμούς στη δυτική πλευρά της Αθήνας, σε επαφή με τη βιομηχανική ζώνη του Κηφισού ποταμού, προκαλώντας έτσι εμφανή κοινωνικοοικονομικό διαχωρισμό του πληθυσμού της πρωτεύουσας, κάτι που δεν αμβλύνθηκε με το πέρασμα του χρόνου.

Ένας μάλιστα στόχος της μεταγενέστερης προσπάθειας ανασυγκρότησης του ιστού της πόλης από το Δήμο Αθηναίων (1988) (12) ήταν η επανασύνδεση της απογυ-μνωμένης από κοινόχρηστες λειτουργίες Δυτικής Αθήνας με τον συγκεντρωτικό πυρήνα της πόλης, μέσω τόξου σε επαφή με τους μείζονες αρχαιολογικούς χώρους. Αργότερα η σχηματική αυτή ιδέα θα ενσωματωνόταν στην ακόμα πιο φιλόδοξη, αλλά νεφελώδη, πρόταση Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας που υιοθέτησε το ΥΠΠΟ.

Τα μεταπολεμικά συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας θα γνωρίσουν μεγάλη διάδοση στη δεκαετία του '60, με τη συμβολή αξιόλογων αρχιτεκτόνων όπως ο Άρης Κωνσταντινίδης (Νέα Φιλαδέλφεια Αθήνας, Ηράκλειο Κρήτης). Η παρουσία όμως της οργανωμένης δόμησης στην Ελλάδα θα παραμείνει μόλις αισθητή γιατί η ιδιωτική οικοδόμηση θα παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο. Τη λύση μάλιστα για τη δυσκολία χρηματοδότησης στην ανέγερση πολυκατοικιών θα δώσει η εργολαβική αντιπαροχή, όπου ο ιδιοκτήτης αποζημιώνεται για το οικόπεδο του με αριθμό τελειωμένων διαμερισμάτων. Αν και το κόστος κατασκευής παρέμεινε έτσι ιδιαίτερα υψηλό, η Ελλάδα σταθερά μπόρεσε να διατηρήσει ασυνήθιστα υψηλό δείκτη ιδιοκατοίκησης και περιορισμένο αριθμό αστέγων.

Τις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες έχοντας αποκτήσει έντονο κοινωνικό στίγμα, η οργανωμένη δόμηση συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο και η χρήση της έπαψε πια να ταυτίζεται με κοινωνική κατοικία. Μοναδική σχεδόν εξαίρεση ήταν το Ηλιακό Χωριό 3' του γραφείου Αλέξανδρου Τομπάζη (1978-89), σχεδιασμένο για δικαιούχους εργατικής κατοικίας στην Πεύκη. Μεγαλύτερης κλίμακας ήταν η δημιουργία δύο 'νέων πόλεων' στην Ξάνθη και την Κομοτηνή στα πλαίσια φιλόδοξου προγράμματος ανάπτυξης της Θράκης, παραμεθόριας περιοχής με έντονα δημογραφικά προβλήματα, από τη δημόσια εταιρεία ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ (1978-83). Η ενίσχυση της εκεί κατοικίας όμως δεν συνοδεύτηκε από τις προβλεπόμενες νέες θέσεις απασχόλησης, οπότε το πείραμα απέτυχε.(13)



Σχέδιο της Εκάλης, 1922


Κατά μία παράδοξη αντιστροφή, η οργανωμένη δόμηση καταξιώθηκε και βρήκε ευρεία εφαρμογή σε μεγάλα συγκροτήματα πολυτελείας, τουριστικά ή κατοικίας, χωροθετημένα σε προάστια ή στην ύπαιθρο. Αντιπροσωπευτικά πρόσφατα παραδείγματα είναι το ξενοδοχείο 'Δαίδαλος' του Νίκου Βαλσαμάκη στην Κω (1988-91) και το συγκρότημα κατοικιών του Δημήτρη Πορφύριου στις Σπέτσες (1996). Για άλλη μια φορά η ιδιωτική πρωτοβουλία είχε υποσκελίσει το κράτος, δημι-ουργώντας αυτόνομες οικιστικές ενότητες για υψηλά εισοδήματα, αφήνοντας του μόνο τους ασύμφορους οικονομικά τομείς της πολεοδομικής δραστηριότητας.



Aυθαίρετος οικισμός στο κέντρο της Αθήνας, 1996 Αρης Κωνσταντινίδης



Μεταπολεμικές εργατικές πολυκατοικίες στην περιοχή της Αθήνας


Πριν προχωρήσουμε όμως στους νέους τομείς όπου εισέδυσε το κράτος, χρειάζεται να συνδεθούμε ξανά με την παράδοση των πολεοδομικών οραματισμών. Η ιδέα μιας συνολικής μεταρρύθμισης της πόλης δεν εγκαταλείφθηκε, ούτε καν στις πιο σκοτεινές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας, όπως η γερμανική κατοχή (1941-45). Απόδειξη το τολμηρό όραμα του Κώστα Μπίρη για ανασυγκρότηση της πρωτεύουσας (1945), που προέβλεπε τη δημιουργία Άλσους των Αθηνών - με επέκταση της ανασκαφικής ζώνης γύρω από την Ακρόπολη (14) και σύνδεση με την Ακαδημία Πλάτωνος - ενώ αντίστοιχα το διοικητικό κέντρο της πόλης μεταφερόταν σε δορυφόρο πόλη στα Μέγαρα. Στην πράξη, ούτε καν οι απαιτούμενες διανοίξεις και διαπλατύνσεις αξόνων δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν, καθώς στο άμεσο μέλλον η πυκνότητα δόμησης θα αυξάνει με την ανέγερση πολυκατοικιών. Εξίσου ουτοπικές αποδείχτηκαν οι προτάσεις του Δημήτρη Πικιώνη το 1940-50 για οικισμούς όπως η Νέα ΙΙέραμος (Ελευσίνα) και η Αιξωνή (Γλυφάδα) ή οι σχεδιαστικοί του στοχασμοί για τη Ρόδο το 1946.

Η πείρα θα έδειχνε ότι μόνο μεγάλες κατα-σιροφές, όπως πυρκαγιές ή σεισμοί, μπορούσαν δυνητικά - γιατί ούτε και αυτό γινόταν πάντα - να προσφέρουν ευκαιρίες ριζικής αναδιοργάνωσης ή έστω μεταρρύθμισης του αστικού ιστού σε ελληνικές πόλεις. Ενδεικτικό παράδειγμα ήταν οι προσθήκες που έγιναν σε οικισμούς στη Σαντορίνη μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1956, με συνεκτικά συγκροτήματα κατοικίας και κοινόχρηστων λειτουργιών, και με το σχεδιασμό νέου οικισμού στο Καμάρι.(15) Εκεί δοκιμάστηκε με επιτυχία συνδυασμός των αρχών του Μοντέρνου Κινήματος με προσαρμογή σε τοπικά μορφολογικά και τυπολογικά πρότυπα. Ανάλογη εμπειρία αποκτήθηκε πιο πρόσφατα στην κατεστραμμένη από σεισμούς Καλαμάτα (1986), με τον μακροχρόνιο σχεδιασμό του γραφείου Γρηγόρη Διαμαντόπουλου.



Alexandros Tombazis Puhlic housing complex in Thrace in the late 197OS (partial view)


Ή κυκλοφορία φαίνεται να απασχολούσε αποκλειστικά ειδικούς και κοινό μεταπολεμικά. IV αυτό δεν αποτελεί έκπληξη η εντρύφηση, ήδη ami το 1945, σε ποικίλες προτάσεις διανοίξεων-διαπλατύνσεων (παλαιότατη συνταγή με ελάχιστη τώρα εφαρμογή λόγω ασύμφορου κόστους), στις οποίες προστέθηκε η έννοια του μητροπολιτικού σχεδιασμού, καταρχήν για επέκταση του μετρό (Κ. Μπίρης, 1953) και αργότερα με την πρόταση Smith (κυκλοφοριακή μελέτη Αθηνών, 1963). Ο σχεδιασμός έτσι ταλαντευόταν ανάμεσα σε μια απελπισμένη συνέχιση του καθολικού προγραμματισμού, που προωθούσε η Υπηρεσία Δημοσίων Έργων (πρόγονος του ΥΠΕΧΩΔΕ) με ατελέσφορα Πολεοδομικά Σχέδια, και σε επιμέρους 'διορ θωτικές προτάσεις. Ανάμεσα τους βρίσκονται δυο προτάσεις του 1960 για χωροθέτηση νέου κεντρου της Αθήνας, στον άξονα της εθνικής οδού Κηφισού, από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη και αντίστοιχα στο Φαληρικό Δέλτα από τον Γεώργιο Κανδύλη. Η τελευταία συμπτωματικά θα υιοθετηθεί από την πρόταση υποψηφιότητας της Ελλάδας για τους προηγουμένους Ολυμπιακούς Αγώνες.



Κ. Μπίρης Σχέδιο ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας, 1945

Παρόλο που τα πρώτα μεταπολεμικά συνέδρια του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων άρχισαν βαθμιαία να ασχολούνται με πολεοδομικά θέματα, σταθμός ήταν το Ε' Πανελλήνιο Συνέδριο στην Αθήνα (1965), όπου για πρώτη φορά έγινε λόγος για ανάπλαση, με εφαρμογή τον προσφυγικό συνοικισμό Καισαριανής από την ομάδα του Γρ. Διαμαντόπουλου. Εκεί υποστηρίχτηκε ξανά η απεριόριστη ανάπτυξη πόλεων από τον Κ. Δοξιάδη και ο Τ. Ζενέτος μίλησε για την πόλη του μέλλοντος, αναρτημένη πάνω από τη σημερινή Αθήνα. Ιδιαίτερη αίσθηση θα έκαναν κατόπιν οι τολμηρές προτάσεις του τελευταίου για τουριστική αξιοποίηση στον Πλακιά και στην Αγία Γαλήνη Κρήτης (1966), με ασυνήθιστη έμφαση στη στενή συνεργασία φυσικού τοπίου με αναρτημένες και πάλι κατασκευές, οι οποίες βέβαια δεν υλοποιήθηκαν. Όμως ούτε καν οι πιο προσγειωμένες προτάσεις ενός ρυθμιστικού σχεδίου για την Αθήνα μπόρεσαν τότε, ή μεταγενέστερα, να εφαρμοστούν.

 


Ο σχεδιασμός μεγάλης κλίμακας ήταν έτσι καταδικασμένος οριστικά στην Ελλάδα, παρόλο που στη δεκαετία του "60"' εκπονήθηκαν αναρίθμητες προτάσεις ρυθμιστικών σχεδίων για διάφορα αστικά κέντρα και ζώνες τουριστικής ανάπτυξης. Αντίθετα, έμειναν σταθερές οι αυξητικές τάσεις εκμετάλλευσης της αστικής γης. Η βαθμιαία πύκνωση του ιστού και η αύξηση του επιτρεπόμενου όγκου των οικοδομών θα κατέληγε σταδιακά σε απαράδεκτους δείκτες μικτής πυκνότητας, τουλάχιστον στις κεντρικές ζώνες των ελληνικών πόλεων. Αν μάλιστα ως ένα σημείο μια τέτοια εικόνα αναφερόταν μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, μεσολάβησαν νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στην περίοδο της δικτατορίας (1967-74) που διέδωσαν το λεγόμενο 'αθηναϊκό πρότυπο' σε ολόκληρη τη χώρα, επιτρέποντας σημαντικές αυξήσεις του συντελεστή δόμησης και του επιτρεπόμενου ύψους οικοδομών.(17)

Παρόλο που στο τέλος της δεκαετίας του '70 επιβλήθηκαν νέοι περιορισμοί στη δόμηση σε όλη τη χώρα, μεσολάβησαν μεγάλης έκτασης καταστροφές του αστικού ιστού, ιδίως σε παλαιούς οικισμούς, αλλά και στην ως τότε σχετικά αμόλυντη ύπαιθρο που κατακλύστηκε με τουριστικές ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Ο υπερ-κορεσμός νησιών όπως η Μύκονος, η Κέρκυρα η Ρόδος έμεινε έτσι ουσιαστικά ανεξέλεγκτος, παρόλο που έγιναν συντονισμένες προσπάθειες περιορισμού της εκμετάλλευσης.(18) Ανάλογες πιέσεις ασκήθηκαν για την αξιοποίηση ιστορικά φορτισμένων περιοχών όπως η Ακροναυπλία,(19) Πύλος (20) ή η Αυλίδα. Οι μεγάλης έκτασης αλλοιώσεις και καταστροφές επιτάχυναν τη θέσπιση νομοθεσίας για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στη δεκαετία του '80, που αποδείχτηκε όχι και τόσο αποτελεσματική ώστε να κάμψει την καταπάτηση δασικών περιοχών, την τάση εξάπλωσης της εκτός σχεδίου δόμησης και την αλλοίωση τοπίων μοναδικού κάλλους.

Με δεδομένη την αδυναμία προώθησης ευρύτερων ρυθμίσεων του αστικού χώρου, η ελληνική πολεοδομία στράφηκε αναγκαστικά σε μικρότερης κλίμακας επεμβάσεις στον αστικό ιστό, με αναπλάσεις υποβαθμισμένων περιοχών. Η πρώτη (και για την ώρα μοναδική για την πληρότητα της) τέτοια περίπτωση ήταν η εφαρμογή της μελέτης Παλαιάς Πόλεως Αθηνών (Πλάκας, 1973-78).(21) Κρίσιμο στοιχείο στην εξυγίανση αυτής της περιοχής ήταν η θέσπιση επιτρεπόμενων χρήσεων γης σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο και η μετατροπή μεγάλου μέρους του δικτύου κυκλοφορίας σε πεζοδρόμους.(22) Ακολούθησαν ανάλογα προγράμματα ανάπλασης για περιοχές του κέντρου (Θησείο, Μεταξουργείο και Ψυρρής), χωρίς όμως να καταλήξουν σε ολοκληρωμένη επέμβαση. Αντίστοιχα στη Θεσσαλονίκη εφαρμόστηκε πρόγραμμα προστασίας και αναβάθμισης της Άνω Πόλης, που κυρίως βασίστηκε στην επιβολή μορφολογικού κανονισμού για νέες οικοδομές σε συνδυασμό με έλεγχο του συντελεστή δόμησης. Ο κανονισμός αυτός κατακρίθηκε έντονα επειδή επέβαλε τη σκηνογραφική μίμηση παραδοσιακών μορφών.

Παράλληλα με τη μελέτη της Πλάκας εκδηλώθηκε ανανεωμένο ενδιαφέρον για ολόκληρο το κέντρο της Αθήνας, που καθορίστηκε νομοθετικά ως Ιστορικό Κέντρο (1977), οπότε για πρώτη φορά άρχισε να αντιμετωπίζεται ως πολεοδομική ενότητα με ιδιαίτερες απαιτήσεις προστασίας και ανάδειξης. Η πολιτική προστασίας πήρε μάλιστα νέα ώθηση μετά το 1975, έτος Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, και εκδηλώθηκε άμεσα με αθρόους χαρακτηρισμούς διατηρητέων κτιρίων αρχικά στο Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας, αλλά κατόπιν και σε πολλούς άλλους ιστορικούς οικισμούς ή πυρήνες.

Η προσπάθεια προστασίας των ιστορικών πυρήνων δεν τελεσφόρησε βέβαια σε όλες τις περιπτώσεις, πέφτοντας συχνά θύμα της ανεξέλεγκτης τουριστικής ανάπτυξης.

Υποδειγματικές στην επιτυχία τους προσπάθειες ήταν εκείνες που βρέθηκαν στη δικαιοδοσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (Ύδρα, Πάτμος, Μονεμβασία), όπου ο έλεγχος της δόμησης ήταν αυστηρός, ενώ σε οικισμούς δικαιοδοσίας του ΥΧΟΠ (κατόπιν ΥΠΕΧΩΔΕ) ο έλεγχος ήταν λιγότερο αποτελεσματικός.

Στις δύο τελευταίες δεκαετίες πάντως θα υποφώσκει μόνιμα η αντιπαράθεση ανάμεσα σε τάση προστασίας και τάση αξιοποίησης των ιστορικών οικισμών, χωρίς να είναι ακόμα κατανοητή η στρατηγική βιώσιμης συνεργασίας τους.(23) Γι' αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε, παρ' όλη την αποσπασματι-κότητα του, ο πειραματισμός με Προγραμματικές Συμ-βάσεις επιμέρους δήμων και ΤΑΠΑ (τμήμα της Αρχαιολο-γικής Υπηρεσίας) σε περιπτώσεις όπως η Παλαιά Πόλη Ρόδου και το Ρέθυμνο, για ανάπλαση μέσω αποκατάστασης - επανάχρησης παλαιών κτισμάτων και μνημείων μέσα στον ιστό. (24)



Προοπτικό σχέδιο αποκατάστασης μιας πλατείας στην Αθήνα, 1979



Παρ' όλες τις προσπάθειες αποκέντρωσης και ισόρροπης αντιμετώπισης προβλημάτων σε όλη τη χώρα, τη μερίδα του λέοντος θα διεκδικούσαν τον τελευταίο καιρό πάλι τα δύο μεγάλα κέντρα, Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Στην πρώτη, λόγω κήρυξης της ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (1997), προγραμματίσιηκαν πολλά έργα πολιτιστικής υποδομής που θα επέτρεπαν μελλοντικά στην πόλη να ξεφύγει από το ρόλο μόνιμου ουραγού της πρωτεύουσας. Στη δεύτερη, η εκτέλεση σειράς 'μεγάλων έργων' (25) ενισχύθηκε πρόσφατα με την ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, ενώ δεν σταμάτησαν οι προσπάθειες αναβάθμισης του κέντρου της πόλης. (26)

Αυτή η νέα ώθηση για μεγαλόπνοα πολεοδομικά προγράμματα εκφράστηκε στη Θεσσαλονίκη με την πρόταση διαπλάτυνσης της παραλιακής ζώνης της πόλης (που τελικά ματαιώθηκε), ενώ στην Αθήνα αντίστοιχα συνοδεύτηκε από εκδηλώσεις όπως το διπλό συνέδριο TEE - Δήμου Αθηναίων 'Ένα Όραμα για την Αθήνα' (1995-96) και η έκθεση έργου του ΥΠΕΧΩΔΕ με τίτλο Αττική - SOS' (1996).

Αποψη της περιοχής "Λαδάδικα" στη Θεσσαλονίκη, όπως αποκαταστάθηκε πρόσφατα

Οπως όμως σε όλες τις προηγούμενες περιστάσεις, το στοίχημα θα κέρδιζαν στο τέλος εκείνα τα έργα που συνδέονταν άμεσα με ιδιωτική πρωτοβουλία και επέβαλαν νέες συνήθειες (μόδες) στη ζωή της πόλης. Ειδικά στην πρόσφατη ιστορία, τα Λαδάδικα και ο 'Μύλος' στη Θεσσαλονίκη, η δημιουργία νέου πόλου αναψυχής και θεατρικών σκηνών στου Ψυρρή και στο Γκάζι, δείχνουν ότι υπάρχει ένας δυναμισμός στην ελληνική πόλη, ελάχιστα αξιοποιημένος από την επίσημη πολεοδομική δραστηριότητα που επιβάλλει τη δική του λογική στον αστικό χώρο. Ανάλογα, ενώ οι πρόσφατοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί με αντικείμενο την ανάπλαση αστικών περιοχών, ιδίως στη Θεσσαλονίκη, συχνά παρείχαν υψηλής στάθμης προτάσεις, οι αντίστοιχες εφαρμογές αναπλάσεων στην πράξη από δημόσιους φορείς ήταν άτολμες ή κάποτε οπισθοδρομικές.

1. Ακραία έκφραση αυτού του φαινομένου ήταν ο συστηματικός εμπρησμός δασικών εκτάσεων εκεί όπου απαγορευόταν η δόμηση, όπως έγινε στη μεγάλη πυρκαγιά της ΙΙεντέλης το 1995.

2. Το αστικό δίκτυο δεν έπαψε να υφίσταται αλλαγές από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, συμβαδίζοντας με οικονομικε'ς και γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Στον 20ό αιώνα μάλιστα, και ιδίως μεταπολεμικά, η έντονη τάση αστυφιλίας οδήγησε στην ερήμωση των ορεινών κυρίως περιοχών και την αντίστοιχη πύκνωση του μόνιμου πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα και του εποχιακού πληθυσμού σε παραλιακούς ιδίως οικισμούς με τουριστικό ενδιαφέρον.

3. Σε αυτό το πνεύμα ίσως οφείλεται η επιτυχής ένταξη στην Αθήνα μνημειακών συνόλων (όπως η Νεοκλασική Τριλογία), μνημειακών αξόνων (όπως η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας) και χώρων συγκέντρωσης (όπως οι πλατείες Ομόνοιας και Συντάγματος), που παραπέμπουν στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ανάλογα δείγματα οργάνωσης αστικού χώρου στον 20ό αιώνα λείπουν εντελώς.

4. Το έργο του Hebrard στη Θεσσαλονίκη αποδείχτηκε μοναδικό για την ιστορία της ελληνικής πολεοδομίας: σε καμιά άλλη περίσταση δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε ανάλογη κλίμακα η οργανωτική επέμβαση σε αστικά κέντρα.

5. Δ. Φιλιππίδης, "Εκσυγχρονισμός στην αρχιτεκτονική και πολεοδομία του Μεσοπο-λέμου", Γ. Μαυροκορδάτος και Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρο-νισμός, 1988.

6. Ν. Καλογήρου, "Η παρουσία του παρελθόντος και ο ορθολογισμός στο σχέδιο του Ε. Hebrard για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης", Αρχιτεκτονικά Θέματα, 24/1990, και Γ. Θ. Κουτούπης, "Η νεοκλασική δομή του σχεδίου της 'εντός τειχών' Θεσσαλονίκης", Αρχιτεκτονικά Θέματα, 28/1994.

7. Στ. Παπαδάκης, "Ο συνοικισμός 'Νέας Αλεξάν-δρειας' και η εδαφική οικονομία των Αθηνών", Τεχνικά Χρονικά, 31/1933.

8. Μ. Wagner, "Η πολεοδομική αναδιοργάνωσις της πόλεως Αθηνών", Τεχνικά Χρονικά, 98/1936.

9. Β. Γκιζελή, Κοινωνικοί μετασχηματισμοί και προέλευση της κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα (1920-1930), 1984.

10. Δ. Φιλιππίδης, "Δύο προάστια της Αθήνας", Θέματα Χώρου+Τεχνών, 11/1980.

11. Η φιλολογία για αυθαίρετη δόμηση γνώρισε μεγάλη διάδοση σιην περίοδο '60-70. Βλ. για παράδειγμα, Κ. Χατζημιχάλης και Δ. Φατούρος, "Αυτογενής οικισμός στην περιοχή Θεσσα-λονίκης" και Δ. Φιλιππίδης, "Ο αυτόνομος οικισμός του Ιλισού στην Αθήνα", Ο. Δουμάνης και P. Oliver (επιμ. ), Οικισμοί στην Ελλάδα, Αθήνα 1974.

12. Δήμος Αθηναίων, Αθήνα, Πρόταση για αναβάθμιση του κέντρου. Στρατηγικές παρεμ-βάσεις.

13. Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), "Η ΕΚΤΕΝΕΠΟΛ χτίζει δύο οικιστικές περιοχές στη Θράκη. Ο νέος τρόπος ζωής", Αρχιτεκτονικά Θέματα, 19/1985.

14. Σε αυτό ακολουθεί στα ίχνη του πρω-ταρχικού στόχου της πρωτεύουσας, που ήρθε να χτιστεί πάνω στα ερείπια της άλλοτε ένδοξης πόλης των Αθηνών.

15. Κ. Δεκαβάλλας κ. α., Αρχιτεκτονική, 45 και 46/1964. Πρβλ., Γ. Λάββας, "Ανώνυμη και μοντέρνα αρχιτεκτονική" και Σ. Κονταράτος, "Μοντέρνα και ανώνυμη αρχιτεκτονική, μια άλλη άποψη για την ανοικοδόμηση της Σαντορίνης", Αρχιτεκτονικά Θέματα, 6/1972.

16. Το επόμενο κύμα μαζικής ανάθεσης μελετών επέκτασης - αναθεώρησης πολεοδομικών σχε-δίων οικισμών έγινε στη δεκαετία του '80 από το ΥΠΕΧΩΔΕ.

17. Α. Βοϊβόνδα κ. α., "Ρύθμιση του χώρου στην Ελλάδα. Μια σύντομη ιστορική επισκόπηση", Αρχιτεκτονικά Θέματα, 11/1977. Οι δικτατορίες έχουν τη δύναμη να προωθήσουν έργα μεγάλης κλίμακας χωρίς αντιδράσεις, αλλά και να επιφέρουν ανυπολόγιστες καταστροφές ακριβώς επειδή λείπει ο δημόσιος έλεγχος. Ανάλογο φαινόμενο ήταν η ανέγερση αυθαίρετων συνοικισμών ειδικά σε προεκλογικές περιόδους μεταπολεμικά, επειδή τότε αδρανούσε σκόπιμα η αστυνομία.

18. 18Α. Σ. Καλλιγάς, Α. Ν. Παπαγεωργίου, Ι. Β. Πολίτης και Α. Γ. Ρωμανός, Μύκονος, Δήλος, Ρήνεια, Αθήνα 1972.

19. Δ. Φιλιππίδης, "Ακροναυπλία - η κορώνα του Ναυπλίου",Αρχιτεκτονικά Θέματα, 9/1975.

20. Ντ. Βαΐου-Χατζημιχάλη και Κ. Χατζημιχάλης, Περιφερειακή ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση, 1979.

21. Επικεφαλής της ομάδας πολεοδομικής μελέτης ήταν ο Διονύσης Ζήβας, ενώ παράλληλα το Υπουργείο Πολιτισμού εφάρμοσε πρόγραμμα αποκατάστασης και ανάδειξης κτιρίων στην Πλάκα με επικεφαλής τον Ιορδάνη Δημακόπουλο. Τα έργα στην Πλάκα βραβεύτηκαν από την Europa Nostra το 1982.

22. TΗ πρώτη εφαρμογή πεζόδρομου στην Ελλάδα έγινε το 1979σε τμήμα της οδού Βουκουρεστίου και η επιτυχία του πειράματος οδήγησε σε πολλαπλές πεζοδρομήσεις στο κέντρο και στις περιφερειακές συνοικίες της Αθήνας, αργότερα και πολλών άλλων οικισμών της χώρας. Τελευταίο πετυχημένο δείγμα ήταν η οδός Ερμού στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της Αθήνας (1997).

23. Τα διλήμματα αυτά συνοψίζονται πολύ εύγλωττα σε δύο διαμάχες στη Θεσσαλονίκη το 1993-94: για την επανάχρηση του Επταπυργίου - Γεντί Κουλέ και για το υπόγειο γκαράζ στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου αποκαλύφθηκαν αρχαιότητες διαφόρων φάσεων της ιστορίας της πόλης.

24. Η προσπάθεια αυτή δεν μπόρεσε ακόμα να συμπεριλάβει μοντέρνα κτίρια-ορόσημα της πόλης, που συχνά δεινοπαθούν ή κατεδαφίζονται (περίπτωση εργοστασίου Φιξ, Αθήνα 1995). Από την άλλη μεριά στην περίπτωση της ανάπλασης του οικοδομικού τετραγώνου του Αρσακείου (Α. Σ. Καλλιγάς, βραβείο Europa Nostra/lBl 1996) φάνηκαν οι μεγάλες δυνατότητες αναζω-ογόνησης παλαιότερων κτιριακών συγκρο-τημάτων.

25. Σε αυτά περιλαμβάνονται το νέο αεροδρόμιο, ο περιφερειακός άξονας Σταυρού-Ελευσίνας, η επέκταση του μετρό και η ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων.

26. Η σημαντικότερη από αυτές είναι το πρόγραμμα αναβάθμισης του Εμπορικού Τριγώνου στην Αθήνα (οδοι Αθηνάς-Ερμού-Σταδίου) με υπεύθυνο τον Αθανάσιο Αραβαντινό.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ πηγή: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital