ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

08 Δεκέμβριος, 2012

Ο παρεκκλίνοντας (Ο Πεζός του Ray Bradbury)

Το κάτωθι έργο το εμπνεύστηκε ο Bradbury το 1950 από μια τραυματική εμπειρία που είχε τη δεκαετία του 1940 με την Αστυνομία του Los Angeles, θεωρώντας ότι ήταν μια ένδειξη για την απειλή προς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πεζών και κατ' επέκταση των πολιτών.Cry

Του Νικόλα Μιτζάλη


Στην Ελλάδα του 2012, το έργο μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρο, εάν αναλογιστούμε λ.χ. την απόφαση απαγόρευσης κυκλοφορίας σε συγκεκριμένες περιοχές της Αθήνας στις 9/10/2012, «για λόγους δημόσιας ασφάλειας και μη διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής της πρωτεύουσας», τις δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, προληπτικές προσαγωγές την προηγούμενη μέρα, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, ή τις πολλαπλές και ποικίλες διώξεις που η εξουσία ασκεί έναντι σε συλλογικότητες, κινήματα και πολίτες που αντιστέκονται στην αδικία και την ανισότητα. Είναι επίκαιρο, ιδιαίτερα σήμερα που ο χώρος (από νοσοκομεία μέχρι πανεπιστήμια και πλατείες) "βιάζεται" κυρίως από τις δυνάμεις καταστολής που προσάγουν κατ' εντολή και, άρα, του επιβάλλουν ένα μανδύα φόβου, νεκρώνοντάς τον.

Η φουτουριστική ιστορία του Bradbury δεν ανατριχιάζει, όπως ανατρίχιαζε πριν από 60 χρόνια. Ίσως γιατί συνηθίσαμε τέτοιες συμπεριφορές, ίσως γιατί τις επιτρέψαμε, ίσως γιατί γίναμε ασυναίσθητα οι ένοικοι των γκρίζων σπιτιών, με μονάχα την τηλεόραση να χρωματίζει τα πρόσωπα και τις ψυχές μας.

Το να εισέλθεις σε εκείνη τη σιωπή που βρισκόταν η πόλη στις οκτώ η ώρα ενός ομιχλώδους σούρουπου του Νοεμβρίου, να βάλεις τα πόδια σου πάνω σε εκείνη τη ρικνή τσιμεντένια υφή του περιπάτου, να ποδοπατήσεις τα χορταριασμένα διάκενα του γρασιδιού και να ανοίξεις δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες, διαμέσου των σιωπών, ήταν αυτό που ο κύριος Leonard Mead αγαπούσε του θανατά να κάνει. Στεκόταν πάνω στη γωνία μιας διασταύρωσης και περιεργαζόταν τους φεγγαρόλουστους διαδρόμους των πεζοδρομίων σε τέσσερις διευθύνσεις, για να αποφασίσει ποιον δρόμο να πάρει, λες και είχε κάποια σημασία. Ήταν μόνος σε αυτόν τον κόσμο του 2053 μ.Χ., ή ωσάν μόνος, και με μια παρμένη τελική απόφαση, με ένα επιλεγμένο μονοπάτι, αργαλεύοντας, με την ανάσα του να στέλνει σχηματισμούς παγωμένου αγέρα, όπως ο καπνός από πούρο.

Κάποιες φορές, περπατούσε για ώρες και για χιλιόμετρα και γυρνούσε μονάχα τα μεσάνυχτα στο σπίτι του.  Στο δρόμο του έβλεπε τα σπίτια και τις μονοκατοικίες με τα σκοτεινά τους παράθυρα και ήταν σαν να περπατούσε μέσα από ένα νεκροταφείο, όπου μονάχα οι ασθενικές αχνοφεγγιές των πυγολαμπίδων τρεμόπαιζαν πίσω από τα παράθυρα. Ξαφνικά, γκρίζα φαντάσματα έμοιαζαν να σχηματίζονται στους εσωτερικούς τοίχους, όπου μια κουρτίνα παρέμενε αχρησιμοποίητη ενάντια στη νύχτα, ή υπήρχαν ψίθυροι και μουρμουρίσματα, ενώ ένα παράθυρο, σε ένα κτήριο που έμοιαζε με μαυσωλείο, παρέμενε ανοικτό.

Ο κύριος Leonard Mead κοντοστεκόταν, ανασήκωνε το κεφάλι του, άκουγε, κοίταζε, και προχώραγε με τα πόδια του να μην κάνουν θόρυβο στον φθαρμένο περίπατο. Εδώ και καιρό το είχε συνετά γυρίσει στα αθλητικά παπούτσια, όταν σεργιανούσε τη νύχτα, γιατί αλλιώς, εάν φορούσε σκληρά τακούνια, τα σκυλιά σε ακανόνιστες αγέλες θα συνόδευαν το ταξίδι του με γαβγίσματα, φώτα μπορεί να άναβαν, πρόσωπα θα εμφανίζονταν και ένας ολάκερος δρόμος θα ταρασσόταν με το πέρασμα μιας μοναχικής φιγούρας, της δικιάς του, το απόγευμα των αρχών του Νοεμβρίου.

Εκείνο το ιδιαίτερο απόγευμα ξεκίνησε το ταξίδι του με δυτική κατεύθυνση, προς την κρυμμένη θάλασσα. Υπήρχε μια καλή κρυσταλλένια πάχνη στον αέρα. "Έριχνε" μύτες και έκανε τα πνευμόνια να καίνε, όπως τα φώτα ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου. Μπορούσες να αισθανθείς τα κρύα του φώτα να αναβοσβήνουν. Όλα τα κλαδιά γεμάτα με αόρατο χιόνι. Άκουσε με ικανοποίηση τον ήχο από την ανεπαίσθητη πίεση των μαλακών παπουτσιών του στα φθινοπωρινά φύλλα και, σηκώνοντας περιστασιακά ένα καθώς περνούσε, φύσηξε ένα κρύο, ήσυχο σφύριγμα μεταξύ των χειλιών του, εξετάζοντας τη σκελετική του μορφή στους σποραδικούς φανούς, καθώς προχωρούσε, μυρίζοντας τη γήινη, αποσαθρωμένη του οσμή.

«Γεια σου, εκεί», ψιθύριζε σε κάθε σπίτι κάθε πλευράς καθώς κινιόταν.
«Τι έχει απόψε στο Κανάλι 4, στο Κανάλι 7, στο Κανάλι 9; Πού είναι οι εφορμώντες καουμπόηδες, θα δω στον επόμενο λόφο το ιππικό των ΗΠΑ να διασώζει;»

Ο δρόμος ήταν ήσυχος, μακρύς και άδειος, με μονάχα τη σκιά του να κινείται σαν τη σκιά ενός γερακιού στη μεσοχώρα. Εάν έκλεινε τα μάτια του και καθόταν ακίνητος, παγωμένος, μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του στο κέντρο μιας επίπεδης, χειμερινής, απάνεμης ερήμου της Αριζόνας με κανένα σπίτι σε απόσταση χιλιάδων μιλίων, και μονάχα ξερές κοίτες ποταμού, τους δρόμους, για παρέα.

«Τι συμβαίνει τώρα;» ρώτησε τα σπίτια, παρατηρώντας το ρολόι χειρός του.
«Οι ειδήσεις των 8.30; Ώρα για καμιά δωδεκαριά δολοφονίες στη σειρά; Ένα κουίζ; Μια θεατρική επιθεώρηση; Μια πτώση κωμικού από τη σκηνή;»

Εκείνος ο μορμυρισμός γέλιου προερχόταν μέσα από ένα φεγγαρόχρωμο λευκό σπίτι; Δίστασε, αλλά προχώρησε όταν τίποτα περισσότερο δε συνέβη. Παραπάτησε πάνω σε μια ανισόπεδη επιφάνεια του πεζοδρομίου. Το τσιμέντο εξαφανιζόταν κάτω από τα λουλούδια και το γρασίδι. Στα δέκα χρόνια που περπατούσε νύχτα ή μέρα, για χιλιάδες μίλια, δεν είχε ποτέ συναντήσει άλλον περιπατητή, ούτε έναν σε όλο αυτό το διάστημα.

Έφτασε στη διασταύρωση ενός ανισόπεδου κόμβου που στεκόταν σιωπηλός, ενώ δύο κεντρικές αρτηρίες διέσχιζαν την πόλη. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, υπήρχε μεγάλη έξαρση αυτοκινήτων, τα βενζινάδικα ήταν ανοιχτά, ένα μεγάλο έντομο ρόιζε και ακατάπαυστοι ελιγμοί θέσης, καθώς σκαραβαίοι, με μια έντονη μυρωδιά να αναδύεται από τις εκκρίσεις τους, επιστρέφουν οίκαδε προς όλες τις κατευθύνσεις. Τώρα, όμως, κι αυτοί οι λεωφόροι έμοιαζαν με χείμαρρους σε μια άνυδρη εποχή, όλοι ακτινοβολώντας πέτρα, άσφαλτο και φεγγάρι.

Γύρισε πίσω σε έναν παράδρομο, κάνοντας κύκλους για το σπίτι του. Ήταν ένα τετράγωνο πριν τον προορισμό του, όταν το μοναχικό αυτοκίνητο έστριψε στη γωνία αρκετά απότομα και έριξε ένα άγριο λευκό κώνο φωτός πάνω του. Έμεινε αποσβολωμένος, όπως μια νυχτοπεταλούδα, ζαλισμένος από τη φωταγώγηση, και μετά μαγνητισμένος από αυτή.

Μια μεταλλική φωνή τον κάλεσε:

«Στάσου ακίνητος. Στάσου εκεί που είσαι! Μην κινείσαι!»
Σταμάτησε.
«Ψηλά τα χέρια σου!»
«Μα...» είπε.
«Τα χέρια ψηλά! Αλλιώς, θα πυροβολήσουμε!»

Η Αστυνομία ήταν, ασφαλώς, αλλά τι σπάνιο, απίστευτο πράγμα. Σε μια πόλη τριών εκατομμυρίων, υπήρχε μονάχα ένα περιπολικό εναπομείναν, δεν ήταν σωστό; Ακόμα και έναν χρόνο πριν, το 2052, την εκλογική χρονιά, το δυναμικό περικόπηκε από τα τρία αμάξια στο ένα. Το έγκλημα έφθινε. Δεν υπήρχε ανάγκη για αστυνομία, εκτός εκείνου του μοναχικού αμαξιού που περιδιάβαινε και περιδιάβαινε τους άδειους δρόμους.

«Το όνομά σου;» είπε το περιπολικό με ένα μεταλλικό σφύριγμα. Από το έντονο φως στα μάτια του δεν μπορούσε να δει τους άντρες που βρίσκονταν μέσα σε αυτό.
«Leonard Mead», είπε.
«Δυνατά!»
«Leonard Mead!»
«Δουλειά ή ιδιότητα;»
«Θα με λέγατε, μάλλον, συγγραφέα».
«Ανεπάγγελτος», είπε το αστυνομικό αυτοκίνητο, σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.
Το φως τον κρατούσε ακίνητο, όπως ένα έκθεμα μουσείου.
«Μπορείς να το πεις κι αυτό», είπε ο κ. Mead.
Είχε χρόνια να γράψει. Τα περιοδικά και τα βιβλία δεν πωλούνταν πια.

Τα πάντα συνεχίζονται στα τυμβοειδή σπίτια τη νύχτα, σκέφτηκε, συνεχίζοντας την ψευδαίσθησή του. Οι τάφοι, αναιμικά φωτισμένοι από το φως της τηλεόρασης, με τους ανθρώπους να κάθονται όπως οι νεκροί, με τα γκρίζα ή έγχρωμα φώτα να αγγίζουν τα πρόσωπά τους, χωρίς στην πραγματικότητα να τους αγγίζουν.

«Ανεπάγγελτος», είπε η φωνή από τον φωνόγραφο, συρίζοντας, «τι κάνεις έξω;»
«Περπάτημα», είπε ο Leonard Mead.
«Περπάτημα!»
«Απλά περπάτημα», είπε απλά, αλλά το πρόσωπό του κρύωσε.
«Περπάτημα, απλά περπάτημα, περπάτημα;»
«Ναι, κύριε»
«Περπατώντας για πού; Γιατί;»
«Περπατώντας για αέρα. Περπατώντας για να δω».
«Τη διεύθυνσή σου!»
«Eleven South Saint James Street».
«Υπάρχει αέρας στο σπίτι σου, έχεις κλιματιστικό, κύριε Mead;»
«Ναι»
«Και μήπως έχεις τηλεόραση στο σπίτι σου, την οποία και βλέπεις;»
«Όχι»
«Όχι;» Υπήρχε μια εύθραυστη ηρεμία που από μόνη της ήταν κατηγόρια.          
«Είστε παντρεμένος, κύριε Mead;»
«Όχι»
«Άγαμος», είπε η αστυνομική φωνή πίσω από την πύρινη ακτίνα.

Το φεγγάρι ήταν ψηλά και καθαρά μεταξύ των άστρων και τα σπίτια ήσαν γκρίζα και σιωπηλά.

«Κανένας δε με ήθελε», είπε ο Leonard Mead με χαμόγελο.
«Μη μιλάς, εκτός εάν σου απευθύνουν τον λόγο!»

Ο Leonard Mead περίμενε στο κρύο φως.

«Απλά περπάτημα, κύριε Mead;»
«Ναι»
«Αλλά δε μας εξήγησες για ποιον λόγο»
«Εξήγησα: για τον αέρα, και για να δω, και απλά για να περπατήσω»
«Το κάνεις αυτό συχνά;»
«Κάθε βράδυ, για χρόνια»

Το περιπολικό έμεινε στο κέντρο του δρόμου, με το άτονο βομβητό τού ραδιοφώνου του.

«Λοιπόν, κύριε Mead», είπε.
«Αυτό είναι όλο;» ρώτησε ευγενικά.
«Ναι», είπε η φωνή.
«Εδώ». Υπήρχε ένα σήμα, μια ταμπέλα. Η πίσω πόρτα  του περιπολικού άνοιξε απότομα διάπλατα.
«Μπες μέσα».
«Ένα λεπτό, δεν έκανα τίποτα!»
«Μπες μέσα»
«Διαμαρτύρομαι!»
«Κύριε Mead»

Περπάτησε σαν κάποιον που απότομα μέθυσε. Καθώς προσπέρασε το μπροστινό παράθυρο του αυτοκινήτου, κοίταξε μέσα. Όπως το περίμενε, δεν υπήρχε κανένας στην μπροστινή θέση, κανένας στο αμάξι γενικά.

«Μπες μέσα»

Έβαλε το χέρι του στην πόρτα και περιεργάστηκε την πίσω θέση, που ήταν ένα μικρό κελί, μια μικρή μαύρη φυλακή με κάγκελα. Μύριζε πιρτσινωτό ατσάλι. Μύριζε αψύ αντισηπτικό. Μύριζε υπερβολικά καθαριότητα, σκληρότητα και μέταλλο. Δεν υπήρχε τίποτα το μαλακό εκεί.

«Εάν είχες μια γυναίκα να σου δώσει ένα άλλοθι», είπε η σιδερένια φωνή, «Αλλά...»
«Πού με πάτε;»

Το αυτοκίνητο δίστασε, ή μάλλον έκανε ένα αχνό κριγμό βομβητού μηχανής, σαν να βγάζει διάτρητες κάρτες, υπό το βλέμμα ηλεκτρικών ματιών.

«Στο Ψυχιατρικό Κέντρο Έρευνας Παρεκκλίνουσων Τάσεων»

Μπήκε μέσα. Η πόρτα έκλεισε με ένα μαλακό γδούπο. Το περιπολικό τσούλησε μέσα από τις λεωφόρους της νύχτας, αναβοσβήνοντας μπροστά τα αμυδρά του φώτα.

Πέρασαν ένα σπίτι σε ένα δρόμο, μια στιγμή μετά, ένα σπίτι σε μια ολόκληρη πόλη από σκοτεινά σπίτια. Ιδιαίτερα εκείνο το σπίτι, όμως, ήταν κατάφωτο, κάθε παράθυρο είχε έναν κραυγαλέα κίτρινο φωτισμό, αξιοπρεπή και ζεστό στο δροσερό σκοτάδι.

«Αυτό είναι το σπίτι μου», είπε ο Leonard Mead.

Κανένας δεν του απάντησε.

Το αυτοκίνητο κατηφόρισε στους άδειους δρόμους-κοίτες ποταμών και απομακρύνθηκε αφήνοντας τους δρόμους άδειους, τα πεζοδρόμια άδεια και κανέναν ήχο, καμία κίνηση εκείνο το ψυχρό βράδυ του Νοέμβρη.

Πολύ καλή η εργασία των τριών φοιτητών της σχολής εφαρμοσμένων τεχνών του Αμβούργου:

 

του Νικόλα Μιτζάλη

Ray Bradbury, 1951, 'The Pedestrian' στο: William Morrow, 2003, 'Bradbury Stories: 100 of His Most Celebrated Tales', HarperCollins Books, σ.600. Μετάφραση: του Ν. Μιτζάλη

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital